Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Επενδυτική ένδεια 20ετίας υπονομεύει την παγκόσμια οικονομία

Στην εποχή του φθηνού χρήματος η G7, με ΑΕΠ $45 τρισ., προτίμησε τις εύκολες και κερδοφόρες λύσεις στα χρηματιστήρια. Στις δύσκολες εποχές, τι γίνεται με τις επενδύσεις $4 τρισ. για απανθρακοποίση που ζητά ο IEA. Οι προκλήσεις.

Επενδυτική ένδεια 20ετίας υπονομεύει την παγκόσμια οικονομία
  • Του Martin Sandbu

Σε όλη τη συζήτηση για την «ανοικοδόμηση των οικονομιών» (building back better), τη «συμβατότητα», τη «στρατηγική αυτονομία» και την «ανθεκτικότητά τους» υπάρχει ένα ανομολόγητο αλλά τραγικό υπόστρωμα. Για δεκαετίες, οι περισσότερες προηγμένες οικονομίες δεν έχτισαν το μέλλον τους, αλλά βάλτωναν σε μια επενδυτική ξηρασία, σκάνδαλο που δεν μπορεί να παραγνωριστεί.

Μεταξύ 1970 και 1989, το μερίδιο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος που αφιερώθηκε σε επενδύσεις από έξι εκ των επτά μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου ήταν κατά μέσο όρο από 22,6% για τις ΗΠΑ έως 24,8% για τη Γερμανία. Η έβδομη χώρα, η Ιαπωνία, έσπασε τον κανόνα με 35%.

Από τους G7 μόνο ο Καναδάς έχει διατηρήσει αυτό το επίπεδο επενδύσεων: το ποσοστό 22,5% αυτή τη χιλιετία είναι ελάχιστα μειωμένο από το 22,8% του τότε. Οι άλλες χώρες κατάφεραν να πιάσουν το επίπεδο επενδύσεων της περιόδου 1970-1989 μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις: οι ΗΠΑ στα χρόνια της άνθησης 2000 και 2005-06 και η Γαλλία το 2021.

Ωστόσο, αυτά τα τελευταία 20 χρόνια ήταν εποχή κόστους χρηματοδότησης πιο χαμηλού από ποτέ, πρώτα χάρη στην ευφορία των αγορών και ύστερα χάρη στην εξαιρετικά χαλαρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών. Και τι έχουμε να δείξουμε για όλη αυτή τη φθηνή πίστωση; Δύο δεκαετίες χαμένες για τις επενδύσεις. Όπως το θέτει συνοπτικά η συγγραφέας επί των οικονομικών Annie Lowrey, «τα σκορπίσαμε».

Η Γαλλία και οι ΗΠΑ έχουν επενδύσει σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ λιγότερο αυτόν τον αιώνα σε σχέση με τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Γερμανία και Ιταλία περίπου 4,5 μονάδες λιγότερο. Η Βρετανία και η Ιαπωνία 6 και 10 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο αντίστοιχα. Πρόκειται για τεράστιους αριθμούς. Οι G7 αντιπροσωπεύουν ετήσιο ΑΕΠ περίπου 45 τρισ. δολάρια. Η αποκατάσταση της αναλογίας επενδύσεων στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970 θα μπορούσε να καλύψει σχεδόν το μισό από το παγκόσμιο έλλειμμα 4 τρισ. δολ. που ζητά ετησίως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) για επενδύσεις στην καθαρή τεχνολογία, εάν θέλουμε να πετύχουμε τον στόχο των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050.

Αυτοί είναι συνολικοί αριθμοί επενδύσεων, αλλά κάτι παρόμοιο ισχύει και για τον δημόσιο τομέα. Στις ΗΠΑ οι καθαρές δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν σχεδόν κατά τα δύο τρίτα τη δεκαετία έως το 2014, όταν μειώθηκαν στο 0,5% του ΑΕΠ.

Στην ευρωζώνη οι καθαρές δημόσιες επενδύσεις ήταν αρνητικές την ίδια χρονιά, λόγω της ακραίας δημοσιονομικής λιτότητας στην περιφέρεια της ευρωζώνης και των χρόνιων υποεπενδύσεων στη Γερμανία.

Ορισμένοι θα υποστηρίξουν ότι δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Είναι φυσιολογικό να επενδύετε λιγότερα καθώς γίνεστε πλουσιότεροι — είναι ένα επιχείρημα — επειδή η προσθήκη σ' ένα ήδη μεγάλο απόθεμα κεφαλαίου είναι ολοένα και πιο άχρηστη. Το κόστος των κεφαλαιουχικών αγαθών έχει μειωθεί, οπότε τα ίδια χρήματα συνεπάγονται περισσότερες πραγματικές επενδύσεις, λένε άλλοι. Τρίτη άποψη είναι ότι η τρέχουσα οικονομία χρειάζεται άυλο, όχι φυσικό κεφάλαιο, και, αν και είναι πιο δύσκολο να μετρηθεί, οι χώρες φαίνεται να τα πηγαίνουν καλύτερα σ' αυτό το μέτωπο.

Ωστόσο, ακόμη κι αν είναι αληθινές, τέτοιες διαβεβαιώσεις δεν ωφελούν. Ουδείς που εξετάζει τη φυσική υποδομή των περισσότερων δυτικών χωρών δεν μπορεί να τη θεωρήσει κατάλληλη για τον σκοπό - αν αυτός ο σκοπός επεκτείνεται για να συμπεριλάβει την απανθρακοποίηση των βιομηχανιών, της ενέργειας και των μεταφορών.

Γιατί πέρασε τόσος καιρός από τις προηγούμενες επενδύσεις και δεν καταφέραμε να κάνουμε αρκετές νέες; Το κόστος χρηματοδότησης σαφώς δεν ήταν το πρόβλημα, με τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. (Οι χώρες της ευρωζώνης που επλήγησαν από τη σοβαρή κρίση δημόσιου χρέους ήταν η εξαίρεση, αλλά ακόμη και η Ισπανία ή η Ιταλία επένδυαν με μεγαλύτερη αποδοτικότητα από τη Βρετανία για δεκαετίες.)

Οι κύριοι ύποπτοι είναι η έλλειψη ζήτησης και το φθηνό εργατικό δυναμικό. Οι επιχειρήσεις που δεν αναμένουν αρκετή ζήτηση ώστε να απορροφηθεί η εκτεταμένη παραγωγή δεν έχουν λόγο να επενδύσουν. Και όταν τους επιτρέπεται να αντιμετωπίζουν τους εργαζομένους ως φθηνούς και αναλώσιμους, μπορεί να επιλέξουν αυτό αντί για μη αναστρέψιμες επενδύσεις κεφαλαίου. Γι' αυτό πρέπει να αγκαλιάσουμε την ταχύτερη αύξηση μισθών και τις λεγόμενες «ελλείψεις εργατικού δυναμικού» (τον πραγματικό ανταγωνισμό για τους εργαζομένους), εάν θέλουμε να ωθήσουμε τις επιχειρήσεις σε παραγωγικές επενδύσεις.

Κάτι παρόμοιο μπορεί να ίσχυε για τη φθηνή ενέργεια στην Ευρώπη. Η δεκαετία του 2010 ήταν περίοδος ασυνήθιστα χαμηλού κόστους στο φυσικό αέριο και ως εκ τούτου στην ηλεκτρική ενέργεια. Αυτό πιθανώς υπονόμευσε τον επείγοντα χαρακτήρα της επένδυσης σε μεγαλύτερη παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές αλλά και σε γεωπολιτικά ασφαλείς υποδομές φυσικού αερίου. Επίσης, για μεγάλο μέρος της δεκαετίας ήταν χαμηλές και οι τιμές του πετρελαίου.

Κάτω από αυτούς τους οικονομικούς παράγοντες, νομίζω ότι είναι βαθιά πολιτική η αποτυχία μας να επενδύσουμε. Η αύξηση της αναλογίας επενδύσεων προς ΑΕΠ, μέσω ενίσχυσης είτε των ιδιωτικών είτε των δημόσιων επενδύσεων είτε και των δύο, σημαίνει ότι απομένει για κατανάλωση μικρότερος λόγος του ΑΕΠ. Ακόμα κι αν αυτό προετοιμάζει ένα καλύτερο μέλλον, μπορεί σήμερα να μοιάζει με ψιλοπράγματα. Και μια ολόκληρη γενιά πολιτικών στον πλούσιο κόσμο διστάζει να επιβαρύνει τους ψηφοφόρους της.

Αυτό ισχύει στις καλές εποχές, όταν οι πληρωμές μεταβιβάσεων, οι φοροελαφρύνσεις και τα άμεσα δημόσια αγαθά είναι πολιτικά πιο ελκυστικές επιλογές από τις επενδύσεις κεφαλαίου. (Κάτι αντίστοιχο ισχύει και στον ιδιωτικό τομέα: απόδειξη η επιλογή των εταιρειών να επιστρέφουν μετρητά στους ιδιοκτήτες μέσω επαναγοράς μετοχών αντί να επενδύουν στην ανάπτυξή τους). Ισχύει επίσης σε δύσκολες εποχές, καθώς οι επενδύσεις είναι η δαπάνη που κόβουν πιο εύκολα κυβερνήσεις και επιχειρήσεις όταν σφίγγει το ζωνάρι. 

Οι ευρωπαϊκές χώρες μετανιώνουν που χρησιμοποίησαν το «μέρισμα ειρήνης» του 1989 για να μειώσουν τις αμυντικές δαπάνες. Ήταν η ίδια χρονική στιγμή που ώθησε τη Δύση στο σύνολό της να ξεχάσει την ευρύτερη ιδέα της βραχυπρόθεσμης θυσίας για ένα μέλλον με μεγαλύτερη ευημερία. Αλλά αυτό δεν είναι αναπόφευκτο, όπως δείχνει η εξαίρεση του Καναδά και οι βιώσιμες επενδύσεις των Σκανδιναβών. Οι δυτικοί ψηφοφόροι και οι δυτικές κυβερνήσεις έχουν ξεμάθει την αρετή τής εκ των υστέρων ικανοποίησης. Πρέπει να την ξαναμάθουν, και γρήγορα.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v