Ποιους στόχους θέτει - τι ζητά η φαρμακευτική αγορά

Πόσο πρέπει να αυξηθεί ο προϋπολογισμός στην Υγεία για να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων. Ποιες μεταρρυθμίσεις έχουν μείνει πίσω. Πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση σε φάρμακα. Εξι στελέχη του κλάδου απαντούν.

Ποιους στόχους θέτει - τι ζητά η φαρμακευτική αγορά

Αν και η υγεία παραδοσιακά προβάλλεται ως εθνική προτεραιότητα της εκάστοτε κυβέρνησης, ο τομέας που υποεκπροσωπείται σε αυτή την ατζέντα είναι το φάρμακο, όπως αποτυπώνει ο αυθαίρετος και ανεπαρκής προϋπολογισμός του: αυτή είναι η κοινή συνισταμένη που προκύπτει από τις τοποθετήσεις κορυφαίων στελεχών της φαρμακευτικής αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή παράγοντες από τον χώρο των ιατροφαρμακευτικών υλικών θέτουν ζήτημα επανασχεδιασμού της υγείας έτσι ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις θεμιτές προσδοκίες των πολιτών.

Τα ερωτήματα που κλήθηκαν να απαντήσουν στελέχη της φαρμακευτικής αγοράς ήταν ποια μεγάλη μεταρρύθμιση θα περίμεναν στην υγεία, με ποιους τρόπους θα μπορούσε να ενισχυθεί η έρευνα στη φαρμακοβιομηχανία, πόσο εύκολη είναι η πρόσβαση των ασθενών στα καινοτόμα σκευάσματα και τις τεχνολογίες και, τελικά, σε ποια επίπεδα θα έπρεπε να αυξηθεί ο προϋπολογισμός για την υγεία έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού.

Η ανάγκη επιπλέον χρηματοδότησης τόσο του φαρμάκου όσο και των νέων τεχνολογιών με βάση τα πραγματικά δεδομένα των αναγκών που υπάρχουν, αποτελεί την κοινή συνισταμένη όλων των τοποθετήσεων που φιλοξενεί το «Health & Care 2023».

Χωρίς να παραβλέπουν τα σημαντικά θετικά βήματα που έχουν υλοποιηθεί στον χώρο της υγείας το προηγούμενο διάστημα, τονίζουν ότι η διαμόρφωση ενός βιώσιμου συστήματος υγείας, στο οποίο οι ασθενείς θα απολαμβάνουν χωρίς διακρίσεις αναβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας και παράλληλα θα έχουν έγκαιρη πρόσβαση στα καινοτόμα φάρμακα της αγοράς, απαιτεί στοχευμένες και συντεταγμένες ενέργειες, όπως και μια Εθνική Στρατηγική Πολιτική με ορίζοντα τετραετίας.

Εθνική Ατζέντα για το φάρμακο με ορίζοντα το 2030

Γράφει η Ελισάβετ Προδρόμου, Γενική Διευθύντρια Bristol Myers Squibb

Η δημόσια υγεία αποκτά σταδιακά τη θέση που δικαιούται στην πολιτική ατζέντα. Ορθά τα περισσότερα κόμματα θέτουν για πρώτη φορά το θέμα αυτό στην κορυφή των προτεραιοτήτων της κυβερνητικής τους ατζέντας με στόχο μια «επανάσταση» στην αναμόρφωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας την επόμενη τετραετία και με το βλέμμα στο 2030. Η αύξηση των δημόσιων δαπανών υγείας, η έμφαση στην πρόληψη, η ψηφιοποίηση, η αναδιαμόρφωση του νοσοκομειακού χάρτη, οι μετρήσιμοι δείκτες ποιότητας αποτελούν θέματα στα οποία επιχειρούνται βήματα προόδου και εμφανίζονται ως προσωπικές δεσμεύσεις των αρχηγών των τριών μεγαλύτερων κομμάτων.

Ωστόσο, ο τομέας που υποεκπροσωπείται σε αυτήν την ατζέντα είναι η φαρμακευτική πολιτική και η πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες, αν και συνιστά αναπόσπαστο κρίκο της αλυσίδας της δημόσιας υγείας, με την Έρευνα και Ανάπτυξη νέων καινοτόμων θεραπειών να επιταχύνει εντυπωσιακά τον ρυθμό και αριθμό των επιτευγμάτων της στην ανοσοθεραπεία, την ιατρική ακριβείας, τις κυτταρικές και γονιδιακές θεραπείες.

Με το βλέμμα σε αυτό τον ορίζοντα, οφείλουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι εταίροι -η πολιτεία, η επιστημονική και η ιατρική κοινότητα, οι ενώσεις ασθενών, αλλά και οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις- να συνδιαμορφώσουμε την εθνική φαρμακευτική στρατηγική μέχρι το 2030. Οι άμεσες και επείγουσες προκλήσεις δεν πρέπει να μας κρατούν καθηλωμένους σε μια αποσπασματική μικροδιαχείριση της επόμενης μέρας. Αντίθετα, συνιστούν απτά επιχειρήματα υπέρ μίας ολικής επανεκκίνησης της πολιτικής φαρμάκου.

Η ανάγκη χρηματοδότησης του φαρμάκου με βάση τις πραγματικές ανάγκες υγείας του πληθυσμού, ο στρατηγικός έλεγχος της κατανάλωσης (και συνεπώς της δαπάνης), η κινητροδότηση των κλινικών μελετών, η συλλογή και αξιοποίηση big data που θα μετρούν και θα τεκμηριώνουν το πραγματικό όφελος των καινοτόμων θεραπειών, το προβλέψιμο επενδυτικό περιβάλλον, δεν αποτελούν «συντεχνιακά αιτήματα» των φαρμακευτικών εταιρειών. Είναι η βάση μίας εθνικής φαρμακευτικής πολιτικής με επίκεντρο τον ασθενή, στην οποία οφείλει η επόμενη κυβέρνηση να ενσκήψει με συστηματικό τρόπο και να ενσωματώσει ισότιμα τις προτεραιότητες αυτές στη μεταρρύθμιση του τομέα της υγείας την επόμενη τετραετία. Με τον τρόπο αυτό θα δώσουμε στο Εθνικό Σύστημα Υγεία τα εργαλεία να ανταποκριθεί πλέον συντεταγμένα στις σύγχρονες προκλήσεις της προσβασιμότητας, της διαθεσιμότητας και της προσιτής τιμής των φαρμάκων.

Ριζικός μετασχηματισμός με βάση την ψηφιοποίηση

Γράφει ο Σπύρος Φιλιώτης, Αντιπρόεδρος και Γενικός Διευθυντής ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ – ΛΙΛΛΥ, Mέλος Δ.Σ. του ΣΦΕΕ

Έχουμε επισημάνει κατ’ επανάληψη την αναγκαιότητα του ψηφιακού μετασχηματισμού για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας και τον εξορθολογισμό των δαπανών. Έχουν πραγματοποιηθεί ορισμένα βήματα, ωστόσο απαιτείται επιτάχυνση διαρθρωτικών αλλαγών που θα οδηγήσουν σε ένα ενιαίο διαδραστικό ψηφιακό περιβάλλον. Η δημιουργία του πολυσυζητημένου καθολικού ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς, η διασύνδεση των νοσοκομείων, η αξιοποίηση των Real World Data στην έρευνα και την καινοτομία επιβάλλεται να προχωρήσουν άμεσα.

Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών υγείας πιστεύω ότι είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση, η οποία μπορεί να μετασχηματίσει ριζικά τον κλάδο της υγείας και αναμένεται να έχει πρωτίστως ως επίκεντρο τον ασθενή, ο οποίος θα αποκτήσει ενεργό ρόλο «καταναλωτή υπηρεσιών υγείας», θα αναζητά έλεγχο στη διαχείριση της υγείας του και θα απαιτεί αναβαθμισμένες εμπειρίες, με κύρια χαρακτηριστικά την εξατομίκευση, την άνεση, την ταχύτητα και την αμεσότητα στην παροχή υπηρεσιών.

Δύο είναι οι σημαντικές αλλαγές που αναμένονται: πρώτον, η αλλαγή στο χώρο παροχής φροντίδας, ο οποίος θα μεταφερθεί σταδιακά από το χώρο του νοσοκομείου στο χώρο του ασθενή και, δεύτερον, η αλλαγή στον τρόπο της περίθαλψης, δηλαδή έμφαση στην πρόληψη της ασθένειας πριν αυτή κάνει την εμφάνισή της. Η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη θα αποτελέσει τον νέο τρόπο φροντίδας, με την εικονική και απομακρυσμένη περίθαλψη να διασφαλίζουν την καθολική πρόσβαση του πληθυσμού σε υπηρεσίες υγείας και οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να καταστήσουν δυνατή αυτή τη στροφή.

Στο πεδίο της κλινικής έρευνας, αν θέλουμε η Ελλάδα να προσελκύσει περισσότερες κλινικές δοκιμές και μεγαλύτερες επενδύσεις από τις διεθνείς φαρμακευτικές επιχειρήσεις, είναι απαραίτητο να αυξήσει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της. Η μείωση της γραφειοκρατίας και η αύξηση της ταχύτητας έναρξης των κλινικών δοκιμών στα νοσοκομεία αποτελούν βασικά κριτήρια ανταγωνιστικότητας. Η ολοένα αυξανόμενη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, οι αποκεντρωμένες κλινικές δοκιμές (Decentralized Clinical Trials) θέτουν επιτακτικά το θέμα της ψηφιακής υποδομής στα νοσοκομεία.

Η διαρκής συνεργασία της πολιτείας με τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αποτελεί σημαντικό στοιχείο για να επιτευχθεί ο κοινός στόχος: να καταστήσουμε την Ελλάδα ελκυστική χώρα για την έλευση και τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών υψηλής ποιότητας με οφέλη για τον ασθενή, τους επιστήμονες υγείας, αλλά και την οικονομία γενικότερα.

Η χώρα θα πρέπει να γίνει γενικότερα πιο φιλική στην καινοτομία. Σύμφωνα με την έρευνα για την εκτίμηση του δείκτη WAIT (Waiting to Access Innovative Therapies) που διενεργήθηκε το 2022 από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), ενώ στη διαθεσιμότητα των νέων θεραπειών η Ελλάδα κινείται περίπου στον μέσο όρο της Ε.Ε., στον χρόνο αποζημίωσης μιας νέας θεραπείας η χώρα εμφανίζεται να υστερεί του μέσου χρόνου στην Ε.Ε., παρότι τα χρονοδιαγράμματα στην τιμολόγηση και την αποζημίωση των καινοτόμων φαρμάκων έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια.

Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, που θέτει σε κίνδυνο τη διαθεσιμότητα των φαρμάκων στην Ελλάδα είναι οι τεράστιες επιστροφές (rebates και clawbacks) που καλείται να επιστρέφει ο κλάδος, οι οποίες σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό απειλούν επικίνδυνα τη βιωσιμότητα των ήδη κυκλοφορούντων φαρμάκων και δημιουργούν μεγάλο σκεπτικισμό στις εταιρείες για την κυκλοφορία νέων φαρμάκων στη χώρα.

Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν συνεισφέρει δραστικά στην κάλυψη της δημόσιας υποχρηματοδότησης για το φάρμακο πολλά χρόνια τώρα, αλλά αυτό δεν μπορεί πια να συνεχίζεται. Θέμα βιωσιμότητας πολύ συχνά τίθεται και για κάποια παλιά καταξιωμένα φάρμακα, των οποίων οι τιμές είναι πάρα πολύ χαμηλές. Μικρές αυξήσεις της τιμής τους, που θα μπορούσαν να είναι σωτήριες, δεν επιτρέπονται από τον νόμο - ούτε καν στις περιπτώσεις λαθών δεν επιτρέπονται διορθωτικές αυξήσεις τιμών. Έτσι οδηγούμαστε στην απόσυρσή τους από την κυκλοφορία και στην αντικατάστασή τους από άλλα νεότερα και ακριβότερα, που αυξάνουν τον φαρμακευτικό προϋπολογισμό.

Το ζήτημα του αυθαίρετου και ανεπαρκούς προϋπολογισμού για τα φάρμακα παραμένει φλέγον. Μόνο για το 2021, τόσο η εξωνοσοκομειακή όσο και η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χρηματοδοτήθηκαν μόλις κατά 50% περίπου από δημόσιους πόρους, ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε κυρίως από τη φαρμακοβιομηχανία, μέσω της επιβολής των υποχρεωτικών επιστροφών και εκπτώσεων ή από τους ίδιους τους ασθενείς.

Η ετήσια φαρμακευτική δαπάνη κυμαίνεται συνολικά σε ένα ποσό γύρω στα 4,5 δισ. ευρώ. Ασφαλώς, η δαπάνη αυτή πρέπει να εξορθολογιστεί. Αν, ωστόσο, σκεφτεί κανείς πως ο αντίστοιχος ετήσιος κρατικός προϋπολογισμός δεν ξεπερνά τα 2,5 δισ., γίνεται αντιληπτό πόσο ανεπαρκής είναι.

Ιδεατά, η εκτίμηση του προϋπολογισμού θα πρέπει να βασιστεί σε ελληνικά επιδημιολογικά δεδομένα και στις πραγματικές ανάγκες των ασθενών, λαμβάνοντας υπόψη επίσης τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας, αλλά και την έλευση νέων θεραπειών μέσω της σάρωσης του ορίζοντα.

Παράλληλα, μπορεί μεν ο εξορθολογισμός του προϋπολογισμού να μεταφράζεται κυρίως σε άμεση σταδιακή αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης, ωστόσο περιλαμβάνει και θέματα ελέγχου της συνταγογράφησης, μείωσης των επιβαρύνσεων για τη φαρμακοβιομηχανία και γενικότερα ένταξης μέτρων προσφοράς, ζήτησης και πρόσβασης, τα οποία θα συνεισφέρουν στην εξυγίανση του συστήματος υγείας και στον περιορισμό των δαπανών.

Γιατί πρέπει να ενισχυθεί ο δημόσιος φαρμακευτικός προϋπολογισμός

Γράφει ο Νίκος Γκολφάκης, Γενικός Διευθυντής Αιματολογίας -Ογκολογίας, Ανοσολογίας και Σπανίων Παθήσεων της GENESIS Pharma

Η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, η καθολική εφαρμογή της ψηφιακής αναβάθμισης, η οποία ήδη έχει δώσει πρώτα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, και η επένδυση στον συνολικό εκσυγχρονισμό των δημόσιων δομών υγείας αποτελούν κρίσιμα στοιχήματα ώστε οι πολίτες να έχουν άμεση πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες. Τα δημόσια νοσοκομεία διαθέτουν άριστο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, το οποίο χρειάζεται σύγχρονες, επαρκείς υποδομές και σωστή οργάνωση προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ασθενών.

Όμως, είναι εξίσου αναγκαία η αύξηση του δημόσιου φαρμακευτικού προϋπολογισμού και ο συνολικός επανασχεδιασμός της φαρμακευτικής πολιτικής, για να καλύπτονται επαρκώς και με βιώσιμο τρόπο οι θεραπευτικές ανάγκες του πληθυσμού.

Παράλληλα, είναι απαραίτητο να υπάρξει ειδική μέριμνα για την πρόσβαση των ασθενών στα νέα καινοτόμα φάρμακα, σε ορφανές θεραπείες και σε εξειδικευμένες διαγνωστικές εξετάσεις, όπως οι βιοδείκτες. Σημαντικές γραφειοκρατικές καθυστερήσεις που υπάρχουν σήμερα στην αποζημίωση καινοτόμων και ορφανών φαρμάκων, έχουν ως αποτέλεσμα τα φάρμακα αυτά να φθάνουν στη χώρα μας με καθυστέρηση ενός έτους και περισσότερο. Το παρόν και το μέλλον στην αντιμετώπιση σοβαρών χρόνιων και σπάνιων παθήσεων, που απασχολούν ολοένα και περισσότερους συμπολίτες μας, βασίζεται στις νέες καινοτόμες θεραπείες που αναπτύσσονται διαρκώς χάρη στην πρόοδο της φαρμακευτικής έρευνας και τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες.

Παρά τις σημαντικές προκλήσεις και την υποχρηματοδότηση στον τομέα του φαρμάκου, είναι πολύ σημαντικό ότι τελικά οι ασθενείς στη χώρα μας δεν έχουν στερηθεί πρόσβαση στην απαραίτητη θεραπεία τους. Ο κλάδος μας έχει ανταποκριθεί με εξαιρετική υπευθυνότητα, καλύπτοντας πάνω από το 60% των πραγματικών φαρμακευτικών αναγκών μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών (clawback και rebates). Έχει, επίσης, ανταποκριθεί και στις απαιτητικές διαδικασίες διαπραγμάτευσης για τα νέα φάρμακα. Αυτή, όμως, είναι μια μη βιώσιμη συνθήκη, που δημιουργεί μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον υπό το πρίσμα των μεγάλων θεραπευτικών εξελίξεων που αναμένονται τα επόμενα χρόνια.

Για τη διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού φαρμακευτικού προϋπολογισμού, ο οποίος θα συγκλίνει σταδιακά με τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, είναι σημαντικό να εκπονηθεί μια ανεξάρτητη μελέτη με τη συνεργασία διαφόρων φορέων (Υπουργείου Υγείας, ΕΟΠΥΥ, ΗΔΙΚΑ, Πανεπιστημίων, κ.ά.) λαμβάνοντας υπόψη πολλές παραμέτρους, με κυριότερες το δημογραφικό ζήτημα, καθώς και τον ορίζοντα της έλευσης των νέων καινοτόμων θεραπειών (horizon scanning). Ταυτόχρονα, χρειάζεται πιο αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων ελέγχου της συνταγογράφησης και του clinical audit, με την καθολική αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων, ώστε να υπάρχει και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των θεραπειών (clinical outcomes assessment) και οι διαθέσιμοι πόροι να κατανέμονται πιο αποδοτικά.

Τέλος, η διαμόρφωση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις κλινικές μελέτες μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη, διασφαλίζοντας δωρεάν πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες και δημιουργώντας μια σημαντική έμμεση εξοικονόμηση πόρων για το σύστημα συνολικά. Το απλοποιημένο και διαφανές πλαίσιο διεξαγωγής τους, η στήριξη των δημόσιων δομών ώστε να μπορούν να συνεχίσουν το εξαιρετικό έργο που ήδη επιτελούν, η ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και η περαιτέρω βελτίωση των επενδυτικών κινήτρων, μπορούν να βοηθήσουν καταλυτικά στην περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του τομέα.

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Η σύσταση της ειδικής Ομάδας Εργασίας του Υπουργείου για την ανάπτυξη των Κλινικών Μελετών και της Βιοϊατρικής Έρευνας βοηθά στη διαμόρφωση ενός στοχευμένου στρατηγικού πλάνου και προωθεί τις αναγκαίες συμπράξεις.

Το επενδυτικό clawback μπορεί να κινητοποιήσει περισσότερα έργα διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του. Προς αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται μια πιο στοχευμένη μέριμνα για τις μελέτες, η οποία θα λάβει υπόψη και τις προτάσεις των καινοτόμων εταιρειών έρευνας. Επίσης, η κατά το δυνατόν ταχύτερη εναρμόνισή μας με τον νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό και το Πληροφοριακό Σύστημα Κλινικών Δοκιμών μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές ευκαιρίες.

Συνολικά, στην περίθαλψη, το φάρμακο και τον τομέα της έρευνας χρειάζεται ένας μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός, που θα θέτει στο κέντρο την υποστήριξη των ασθενών με ποιότητα, αποδοτικότητα και διαφάνεια, αξιοποιώντας στο έπακρο τα ψηφιακά εργαλεία, την καινοτομία και τις συμπράξεις που μπορούν να δημιουργήσουν αξία.

Να ενισχύσουμε την έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών

Γράφει ο Δημήτρης Νίκας, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Medtronic Hellas

Η πρόσφατη υγειονομική κρίση έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητα όλων μας και έχει δοκιμάσει πολλαπλώς όλα τα συστήματα υγείας παγκοσμίως. Η επόμενη ημέρα δεν θα είναι ίδια με την προ Covid-19 περίοδο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κανονικότητα, στην οποία χρειάζεται να σχεδιάσουμε ξανά τα συστήματα υγείας. «Η υγεία πρέπει αποτελεί εθνική προτεραιότητα, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις θεμιτές προσδοκίες των πολιτών, να αντιμετωπίζει τις δημογραφικές προκλήσεις, τις προκλήσεις της καινοτομίας, της επιβάρυνσης από ασθένειες και να διασφαλίζει την έγκαιρη πρόσβαση χωρίς αποκλεισμούς σε βιώσιμα συστήματα υγείας» (Oporto declaration May 3rd 2021).

Η διασφάλιση της ισότητας στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη είναι μια μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες. Εκτός των παρεμβάσεων που θα χρειαστεί να γίνουν σε επίπεδο προληπτικής ιατρικής και πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, πολλά θα πρέπει να γίνουν στον τομέα της ψηφιακής υγείας.

Από ιατρικές εφαρμογές και λογισμικό για κινητές συσκευές που υποστηρίζουν τις κλινικές αποφάσεις τις οποίες λαμβάνουν οι γιατροί καθημερινά, έως την τεχνητή νοημοσύνη και τη μηχανική μάθηση, η ψηφιακή τεχνολογία έχει οδηγήσει σε επανάσταση στην υγειονομική περίθαλψη. Τα ψηφιακά εργαλεία υγείας έχουν τις τεράστιες δυνατότητες να βελτιώσουν την ικανότητά μας να διαγνώσουμε με ακρίβεια, να θεραπεύσουμε ασθένειες και να βελτιώσουμε την παροχή υγειονομικής περίθαλψης για το άτομο.

Τα ψηφιακά εργαλεία δίνουν στους παρόχους μια πιο ολιστική άποψη για την υγεία των ασθενών μέσω της πρόσβασης στα δεδομένα και δίνοντας στους ασθενείς περισσότερο έλεγχο της υγείας τους. Η ψηφιακή υγεία προσφέρει πραγματικές ευκαιρίες για τη βελτίωση των ιατρικών αποτελεσμάτων και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας.

Οι νέες ιατρικές τεχνολογίες προσφέρουν σημαντική αξία τόσο στα συστήματα υγείας όσο και στους ασθενείς. Η έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών είναι πολύ σημαντικός παράγοντας και είναι εξίσου σημαντικό να εστιάσουμε στην ενίσχυση αυτών μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης: η εκπαίδευση και η κατάρτιση επιστημόνων και ερευνητών στον τομέα των τεχνολογιών υγείας είναι σημαντική για την προώθηση της έρευνας. Παράλληλα, να εστιάσουμε στη δημιουργία συνεργιών, οι εταιρείες ιατροτεχνολογίας μπορούν να συνεργαστούν με ακαδημαϊκά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα και νοσοκομεία για να ενισχύσουν την έρευνα. Η ανταλλαγή γνώσεων και πόρων μεταξύ αυτών των φορέων μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες ιδέες και βελτιωμένες δυνατότητες ανάπτυξης νέων τεχνολογιών. Επίσης, φορολογικά κίνητρα για τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, απλοποίηση των διαδικασιών έγκρισης και υλοποίησης κλινικών μελετών.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, είναι σημαντικό να δίνεται πρόσβαση στους ασθενείς τόσο στα συστήματα υγείας όσο καις τις καινοτόμες τεχνολογίες. Η δυνατότητα πρόσβασης σε καινοτόμες ιατρικές διαδικασίες και τεχνολογίες είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση στις πιο πρόσφατες θεραπείες και τεχνολογίες που μπορούν να βελτιώσουν τα αποτελέσματα για την υγεία τους.

Για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση στην αγορά, είναι απαραίτητο να αποδειχθεί η κλινική και οικονομική αξία της τεχνολογίας. Η αποζημίωση είναι κρίσιμος παράγοντας για τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά. Οι πληρωτές, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι κρατικοί φορείς υγείας, πρέπει να είναι πρόθυμοι να αποζημιώσουν για την τεχνολογία σε ποσοστό που να επαρκεί για την κάλυψη του κόστους ανάπτυξης και παραγωγής.

Η συνεργασία και οι συνεργασίες μεταξύ της βιομηχανίας, του ακαδημαϊκού κόσμου και της κυβέρνησης μπορούν να βοηθήσουν στη διευκόλυνση της ανάπτυξης νέων ιατρικών διαδικασιών και τεχνολογιών. Η συνεργασία μπορεί επίσης να βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι η τεχνολογία ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ασθενών και των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης.

Συνολικά, η διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά σε καινοτόμες ιατρικές διαδικασίες και τεχνολογίες απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση, που αντιμετωπίζει την κλινική και οικονομική αξία, τη ρυθμιστική έγκριση, την αποζημίωση, την εκπαίδευση της αγοράς, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και τις συνεργασίες.

Αντιμετωπίζοντας αυτούς τους παράγοντες, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης μπορούν να εξασφαλίσουν ότι οι ασθενείς έχουν πρόσβαση.

Το κλειδί είναι η τεχνολογία

Γράφει ο Andreas Pollner, Διευθύνων Σύμβουλος Bayer Ελλάς & Senior Bayer Representative Cluster Division Head Pharma, Southern Mediterranean & Black Sea

Η τεχνολογία μπορεί να αναβαθμίσει και να επιταχύνει ολόκληρη την αλυσίδα αξίας στην υγεία, από την έρευνα και την ανάπτυξη νέων θεραπειών μέχρι την παραγωγή τους και τη συνολική διαχείριση της υγείας μας. Συνεπώς, η πλήρης και ολοκληρωμένη ενσωμάτωση της ψηφιακής υγείας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τη βελτίωση της παροχής φροντίδας. Από την εξ αποστάσεως παρακολούθηση των ασθενών ως τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στις απεικονιστικές εξετάσεις, η Ελλάδα πρέπει να κάνει το επόμενο βήμα για την μετάβαση στο σύστημα υγείας του μέλλοντος.

Η τεχνολογία, όμως, συμβάλλει και στη βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων υγείας. Καθώς το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης στην Ευρώπη εκτιμάται ότι αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 5% κάθε χρόνο, τα εθνικά συστήματα υγείας πρέπει να αλλάξουν με τη βοήθεια της τεχνολογίας για να μπορέσουν να ανταποκριθούν σε αυτές τις προκλήσεις, υιοθετώντας λύσεις που προσφέρουν αυτοματοποίηση, βελτιστοποίηση και εξατομικευμένη ιατρική.

Πέρα από τη συνέχιση παροχής επενδυτικών κινήτρων, η ενίσχυση της έρευνας στη φαρμακοβιομηχανία χρήζει διαμόρφωσης στρατηγικού σχεδιασμού, με βασικούς πυλώνες την εκπαίδευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, τη δημιουργία κέντρων αριστείας κλινικής έρευνας, αλλά και την ενσωμάτωση των ψηφιακών μέσων μέσα από τη χρήση των «μεγάλων δεδομένων» (biga data). Ιδιαίτερα η ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων, σε συνδυασμό με λύσεις τεχνητής νοημοσύνης, μπορούν να κάνουν την κλινική έρευνα και την ανάπτυξη νέων θεραπειών πιο αποτελεσματική και ταχύτερη.

Παρατηρούμε ακόμα καθυστερήσεις στην πρόσβαση των ασθενών σε νέες καινοτόμες θεραπείες σε σχέση με άλλες αγορές στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι η όλη διαδικασία θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε διάστημα 6 μηνών από την έγκριση ενός φαρμάκου. Παρ’ όλα αυτά, έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα προόδου τα τελευταία χρόνια, ενώ η δημιουργία ενός αυτόνομου οργανισμού HTA αναμένεται να μας φέρει ακόμα πιο κοντά στον επιθυμητό στόχο.

Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα δαπάνησε 6,7% του ΑΕΠ για την δημόσια υγεία όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. ήταν 8,1%. Παρ’ όλα αυτά, ο ορισμός της αρμόζουσας δημόσιας δαπάνης για την υγεία απαιτεί τη χαρτογράφηση των αναγκών του πληθυσμού μέσω «πραγματικών δεδομένων», αλλά και την αποτύπωση στρατηγικών προτεραιοτήτων. Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται μέσα στο πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0» για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς και την ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας εν γένει θα προσφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες για μια εμπεριστατωμένη απάντηση.

Ψηφιακή... ανάγκη και προτεραιότητα

Γράφει ο Δρ Παναγιώτης Καλαφατάς, Πρόεδρος & Διευθύνων Σύμβουλος της KALTEQ Α.Ε.

Ο ευρύτερος ψηφιακός μετασχηματισμός στον τομέα της υγείας, του συνόλου των υπηρεσιών που προσφέρονται στον ασθενή, αλλά και η ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στα νοσηλευτικά ιδρύματα της χώρας είναι άμεση ανάγκη και προτεραιότητα με πολλαπλά οφέλη. Για τον ασθενή, οι νέες τεχνολογίες θα δημιουργήσουν βάσεις δεδομένων του εξατομικευμένου του ιστορικού για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του εκάστοτε περιστατικού.

Παράλληλα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα συνδράμει ουσιαστικά στην εύρυθμη λειτουργία των νοσοκομείων, δημιουργώντας πλατφόρμες δεδομένων για τη βέλτιστη διαχείριση των υλικών που απαιτούνται ή καταναλώνονται, των υλικών που εκκρεμούν προς τιμολόγηση, των εκκρεμών προς πληρωμή τιμολογίων στους προμηθευτές και πολλών ακόμη εφαρμογών, που θα μειώσουν σημαντικά τα κόστη, τα οποία δημιουργούνται από την έλλειψη της εν λόγω υποδομής.

Επιπροσθέτως είναι επιβεβλημένη ανάγκη να εφαρμοστούν μέσα στα επόμενα χρόνια, στον δημόσιο τομέα, οι νέες τεχνολογίες που ήδη βρίσκονται σε εφαρμογή και ανάπτυξη στον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε ο κλάδος της υγείας να μετασχηματιστεί και να γίνει πιο λειτουργικός.

Όσον αφορά τη φαρμακοβιομηχανία, είναι ένας δυναμικός και πολύ σημαντικός πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαία τόσο η ενίσχυση όσο και ο εκσυγχρονισμός της. Η αναβάθμιση της υπάρχουσας νομοθεσίας θα δώσει κίνητρα για καινοτομία, για έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία θα συμβάλουν στη διατήρηση αλλά και τη διεύρυνση της ανταγωνιστικότητας της χώρα μας σε αυτόν τον τομέα.

Η πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμα σκευάσματα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα έχει βελτιωθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια, χωρίς αυτό ωστόσο να αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης, κυρίως όσον αφορά στη διαδικασία τιμολόγησης και αποζημίωσης των καινοτόμων φαρμάκων. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει άμεσα ρυθμιστικό πλαίσιο έτσι ώστε να αυξηθεί η δημόσια χρηματοδότηση σε σχέση με τον έλεγχο προσφοράς και ζήτησης και να μειωθεί η επιβάρυνση της βιομηχανίας και των ασθενών.

*Επιµέλεια αφιερώµατος: Δέσποινα Καραγιαννοπούλου

v