Hi tech βρόχος για τη Δημοκρατία

Η Δύση παλεύει να τιθασεύσει τους τεχνολογικούς κολοσσούς, την ώρα που τα απολυταρχικά καθεστώτα χρησιμοποιούν την ψηφιακή καινοτομία για να ισχυροποιήσουν την εξουσία τους.

Hi tech βρόχος για τη Δημοκρατία
  • της Alina Polyakova*

H νίκη του Donald J. Trump στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 εξέπληξε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ενώ όλοι αναρωτιούνταν πώς εξελέγη κάποιος σαν τον Trump, αρκετοί πολιτικοί σχολιαστές κατέφυγαν σ’ ένα συνηθισμένο αφήγημα: επρόκειτο για τον συνδυασμό μιας απίθανης σύγκλισης εκλογικών συμπτώσεων και του να είναι κανείς στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Ουσιαστικά, ο Trump ήταν μια στατιστική εξαίρεση. Την άποψη αυτή συμμερίστηκε και ο J. R. Biden Jr., όταν καθησύχαζε τους Ευρωπαίους το 2019 σε ένα συνέδριο λέγοντας, «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επανέλθουν στον ρόλο τους ως παγκόσμιου ηγέτη», υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά: «Θα επιστρέψουμε».

Σε μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι οι προβλέψεις επιβεβαιώθηκαν: ο Trump δεν κέρδισε στη δεύτερη εκλογική του αναμέτρηση και ο Biden είναι και πάλι στον Λευκό Οίκο, αυτή τη φορά ως επικεφαλής. Τα εκ των υστέρων συμπεράσματα και οι ερμηνείες ωστόσο δεν είναι πάντα 100% ακριβή. Η λιγότερο βολική διαπίστωση, αλλά και αυτή που προκύπτει από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι ότι η εκλογή του Trump δεν ήταν σύμπτωση, αλλά το αποτέλεσμα βαθύτερων τάσεων και δυναμικών, που διαμόρφωσαν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων και τη δημοκρατία, παράλληλα.

Η ψηφιακή επανάσταση -η μετάβαση από το αναλογικό στο ψηφιακό, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα- έχει ήδη ανατρέψει την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Οι ψηφιακές τεχνολογίες επικοινωνίας έχουν πυροδοτήσει επαναστάσεις από την Αφρική ως την Ανατολική Ευρώπη, ενώ η υπολογιστική ισχύς και η δυνατότητα συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων αυξάνονται εκθετικά, δίνοντας στα απολυταρχικά καθεστώτα, όπως η Κίνα, νέα εργαλεία για να παρακολουθούν και να περιορίζουν τους πολίτες τους.

Παρότι αποτελούν την πηγή μεγάλων καινοτομιών, οι δυτικές δημοκρατίες ήταν απροετοίμαστες να αποτρέψουν ή ακόμα και να μετριάσουν τις συνέπειες της ψηφιακής εποχής. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική ανακατανομή δύναμης μεταξύ των εθνών - κρατών γενικά και μεταξύ κυβερνήσεων και ιδιωτικού τομέα ειδικότερα.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν αλματώδη τεχνολογική ανάπτυξη μέσω σημαντικών στρατηγικών επενδύσεων σε ερευνητικά προγράμματα από την κυβέρνηση, όπως επίσης μέσω συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα και τα πανεπιστήμια. Οι επενδύσεις αυτές οδήγησαν στην ίδρυση οργανισμών και φορέων όπως η NASA και το National Science Foundation, και προοδευτικά στην ανάπτυξη τεχνολογιών όπως -μεταξύ άλλων- το Internet, το GPS, οι οθόνες αφής.

Στη συνέχεια, ωστόσο, οι συγκεκριμένες κυβερνητικές επενδύσεις ατόνησαν, ενώ οι αντίστοιχες στον επιχειρηματικό κόσμο εκτινάχθηκαν. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, με την πρόσβαση στο Διαδίκτυο από το σπίτι να γίνεται όλο και πιο προσιτή, η κυβέρνηση είχε παραδώσει πλήρως τα ηνία της τεχνολογικής καινοτομίας στον ιδιωτικό τομέα.

Στις μέρες μας, μεγάλες εταιρείες, startups και κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών (venture capitals) οδηγούν και κατευθύνουν την καινοτομία. Πολλές από αυτές τις εταιρείες έχουν πλέον πολύ μεγαλύτερη και ευκολότερη πρόσβαση στην πληροφορία συγκριτικά με τις κυβερνήσεις, κυρίως επειδή οι ιδιόκτητοι αλγόριθμοί τους συλλέγουν πληροφορίες κάθε φορά που το κοινό χρησιμοποιεί προϊόντα ή υπηρεσίες τους.

Φυσικά, η σημαντική αυτή πρόσβαση στην πληροφορία χρησιμοποιείται κυρίως για να βελτιωθούν τα εμπορικά προϊόντα και οι υπηρεσίες και σπανίως προς όφελος του εθνικού συμφέροντος.

Η συγγραφέας Shoshana Zuboff είχε αναφερθεί σ’ αυτή την ανισορροπία δυνάμεων ως «surveillance capitalism» («καπιταλισμός παρακολούθησης»): η λογική είναι ότι τα συμπεριφορικά δεδομένα των χρηστών χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες και καταλήγουν ιδιοκτησία τους, ενώ ταυτόχρονα το παραπάνω οδηγεί σε αποκεντροποίηση της εξουσίας και σταδιακή αποδυνάμωση των δημοκρατικών κρατών έναντι των απολυταρχικών.

Κι αν στις ΗΠΑ η ψηφιακή επανάσταση οδήγησε σε ένα πιο αδύναμο κράτος, αλλά έναν ισχυρό ιδιωτικό τομέα, η Ευρώπη υπέφερε κι από τα δύο: ασθμαίνουσα τεχνολογική καινοτομία και ταυτόχρονα αδύναμοι θεσμοί. Σίγουρα, μερικοί από τους παγκοσμίως αναγνωρισμένους τεχνολογικούς κολοσσούς είναι ευρωπαϊκοί, όπως η Nokia, το Spotify και το Skype. Όμως, η διαφορά με τις αντίστοιχες αμερικανικές εταιρείες είναι τεράστια. Στις τελευταίες αναλογεί το 73% της κεφαλαιοποίησης της παγκόσμιας τεχνολογικής αγοράς, με το αντίστοιχο ποσοστό των Ευρωπαίων να είναι 4% και των Κινέζων 18%.

Επιπρόσθετα, οι αμερικανικές εταιρείες επενδύουν περισσότερα κεφάλαια σε έρευνα και ανάπτυξη έναντι των ευρωπαϊκών, ενώ το ίδιο συμβαίνει με την κυβέρνηση των ΗΠΑ έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χαλαρότερη δομή της οποίας δυσχεραίνει τη δυνατότητά της να διαδραματίσει ενιαίο ρόλο στα παγκόσμια πεπραγμένα.

Ενώ οι δημοκρατίες ανά τον κόσμο πασχίζουν να διαχειριστούν τις συνέπειες της τεχνολογικής εξέλιξης, τα απολυταρχικά καθεστώτα επιδιώκουν να χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες ως μοχλό καταστολής. Η Κίνα πρωτοστατεί σε ένα μοντέλο «ψηφιακού απολυταρχισμού», δηλαδή τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών, για να παρακολουθεί, να καταστέλλει και εντέλει να χειραγωγεί πληθυσμούς εντός κι εκτός της χώρας.

Σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου οι κυβερνήσεις μόλις τώρα ξεκίνησαν να εξετάζουν το ρυθμιστικό πλαίσιο για την ψηφιακή αγορά, το Πεκίνο έθεσε το Internet υπό κυβερνητικό έλεγχο από τα τέλη του 1990, όταν και εγκαθίδρυσε το «Μεγάλο Firewall», για να μπλοκάρει ψηφιακό περιεχόμενο. Από τότε, το Κομμουνιστικό Κόμμα επεδίωξε να θεσπίσει ένα εθνικό δίκτυο παρακολούθησης, το οποίο στηρίζεται στη μαζική συγκέντρωση πληροφοριών από πολλαπλές πηγές, όπως κάμερες παρακολούθησης, οικονομικά αρχεία και δραστηριότητα χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το Πεκίνο είναι επίσης διατεθειμένο να πληρώσει ακριβά για να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο στον τεχνολογικό τομέα. Τιμώρησε αυστηρά όσες κινεζικές εταιρείες παρέκκλιναν από τον κρατικό έλεγχο. Μόλις τους τελευταίους μήνες, το Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε αυστηρά μέτρα για μερικές από τις πιο κερδοφόρες κινεζικές εταιρείες, όπως τις Alibaba, Tencent, Baidu και Didi. Επιπρόσθετα, όλες οι ξένες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα είναι υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με τους εθνικούς νόμους σχετικά με την κρατική πρόσβαση στις πληροφορίες που συλλέγουν υπό την απειλή έξωσης από την κινεζική αγορά.

Με αυτές τις σκληρές κυρώσεις, το Πεκίνο έχει ως στόχο να αποφύγει την ασυμμετρία δυνάμεων που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατικές κυβερνήσεις σε σχέση με τις εταιρείες τεχνολογίας. Και η αλήθεια είναι ότι το πετυχαίνει: η Κίνα σήμερα έχει έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό τεχνολογικό τομέα, και μάλιστα υπό κυβερνητικό έλεγχο που εντείνεται διαρκώς, και παράλληλα ένα ισχυρό κράτος που ανταγωνίζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Κάμερες CCTV σε δρόμο του Πεκίνου. Thomas Peter/Reuters

Οι ψηφιακές τεχνολογίες σχηματίζουν μια νέα τάξη πραγμάτων, η οποία δεν ορίζεται πλέον αποκλειστικά από έθνη-κράτη και πολυσχιδείς θεσμούς. Η διπολική πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου έχει τελειώσει και τώρα τελειώνει η αντίστοιχη μονοπολική της δεκαετίας του 1990, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες απολάμβαναν το status της μοναδικής υπερδύναμης. Οι γεωπολιτικές συνθήκες και οι ισορροπίες σήμερα είναι ασαφείς και ρευστές.

Στα επόμενα χρόνια, οι δημοκρατίες θα δουν περισσότερους πολιτικούς όπως ο Trump, ικανούς να προσελκύσουν υποστήριξη από την άμεση αλληλεπίδραση με ψηφοφόρους μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα δουν περισσότερες χώρες να υιοθετούν το μοντέλο του «ψηφιακού απολυταρχισμού» της Κίνας και θα δουν και περισσότερες μάχες μεταξύ των δημοκρατικών κυβερνήσεων και των τεχνολογικών κολοσσών.

Και παρότι φαντάζει βολικό να προσπαθήσει κανείς να εξηγήσει την ασάφεια ερμηνεύοντας και πάλι τα πάντα σε μαύρο και άσπρο -δημοκρατία έναντι απολυταρχισμού ή ψηφιακός απολυταρχισμός έναντι καπιταλισμού παρακολούθησης -η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δείχνει όλο και πιο γκρι, με τις περισσότερες χώρες κάπου ανάμεσα.

*Η Alina Polyakova είναι Πρόεδρος και CEO του Center for European Policy Analysis



v