Τα κτίρια είναι πολύ πιο ισχυρά από τις βόμβες

Η ανεξέλεγκτη αγορά ακινήτων και η απρόσεκτη αστικοποίηση βλάπτουν την ικανότητά μας να καταπολεμήσουμε την έλλειψη στέγης σε όλο τον κόσμο, περισσότερο κι από τον πόλεμο και την καταστροφή.

Τα κτίρια είναι πολύ πιο ισχυρά από τις βόμβες
  • της Marwa Al-Sabouni*

Oπόλεμος που μαίνεται για περισσότερο από μια δεκαετία στη Συρία, την πατρίδα μου, εξετάζεται κυρίως με πολιτικούς όρους. Για μένα, ωστόσο, δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη μια βασική αιτία της σύγκρουσης. Της καταστροφής αυτού που αποκαλούμε σπίτι -τόσο εννοιολογικά όσο και κυριολεκτικά- προηγήθηκε μια αργή, επίμονη αποσάθρωση που προκλήθηκε από τον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη αρχιτεκτονική άλλαξε τις πόλεις μας και αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο εγκαθιστάμεθα σε έναν τόπο.

Ο κόσμος μας έχει βαλτώσει σε μια διαρκώς επιδεινούμενη στεγαστική κρίση, μια καταστροφική έκβαση του τρόπου με τον οποίο χτίζονται οι σύγχρονες πόλεις. Περισσότεροι από 150 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο μπορεί να είναι άστεγοι και το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν διαθέτει επαρκή στέγαση. Αυτή η συγκλονιστική πραγματικότητα διαπερνά έθνη, τάξεις και περιοχές τόσο σε θεωρούμενες ανεπτυγμένες χώρες όσο και σε υπανάπτυκτες.

Κυβερνήσεις και επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες και σχεδιαστές, υπεύθυνοι χάραξης στρατηγικών και δήμαρχοι: όλοι αυτοί οι άνθρωποι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν εθιστεί στο να ανεβαίνουν τη σκάλα της ιδιοκτησίας και να ικανοποιούν την αγορά αντί να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη με επίκεντρο την κοινωνική αξία ή την κοινοτική ζωή.

Πριν από τον πόλεμο, η Δαμασκός κατατασσόταν μεταξύ των πιο ακριβών αγορών ακινήτων στον κόσμο, με μέσο όρο τιμών άνω των 4.100 δολαρίων ανά τετραγωνικό μέτρο, σύμφωνα με έκθεση της Colliers International. Είχα περισσότερες πιθανότητες να αγοράσω σπίτι στη Νέα Υόρκη παρά στη χώρα μου και το όνειρο να αποκτήσεις δικό σου σπίτι ήταν απρόσιτο για τους περισσότερους νέους.

Σήμερα, παρά την καταστροφή γύρω μας, οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι ακόμη μικρότερες. Όπως έγραψα στο βιβλίο μου «Building for Hope: Towards an Architecture of Belonging», η κερδοσκοπία και η μαζική παραγωγή χαρακτηρίζουν την αγορά κατοικίας στη Συρία και επιβάλλουν ποιος μπορεί να ζήσει πού.
Πολλές μελέτες για την αστικοποίηση υποθέτουν ότι ήδη όλοι ανήκουν σε μια σταθερή μεσαία τάξη και απλώς μετακινούνται από το ένα σπίτι στο άλλο. Όμως, ο Ibn Khaldun, ο μουσουλμάνος στοχαστής του 14ου αιώνα, παρατήρησε ότι οι άνθρωποι ζουν και εγκαθίστανται διαφορετικά - είναι είτε νομάδες είτε αγρότες είτε αστοί. Αυτοί οι διαφορετικοί τύποι ανθρώπων και κοινοτήτων εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο για να ευδοκιμήσουν.

Κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης των δύο τελευταίων αιώνων, σε αυτό το σύστημα προέκυψε μια ανισορροπία. Η βιομηχανία διευκόλυνε τις μετακινήσεις και επέτρεψε την κάλυψη μεγάλων αποστάσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εξαιτίας αυτού, οι πόλεις επεκτάθηκαν και εξαπλώθηκαν, σπρώχνοντας τις κατοικίες πιο μακριά από το κέντρο, ενώ οι αγροτικοί πληθυσμοί μετανάστευσαν στις πόλεις για να είναι πιο κοντά στις νέες βιομηχανίες.

Στην προσπάθειά τους να γεφυρώσουν το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ του εγκαταλειμμένου χωριού και της πολυπληθούς πόλης, οι πολεοδόμοι επινόησαν νέες στρατηγικές που συγχώνευαν τους δύο διαφορετικούς τύπους ανθρώπινων οικισμών -αγροτικούς και αστικούς- σε μια συνεχή μεγάλη έκταση, σε αυτό που αποκαλούμε αστικό συγκρότημα ή αστικό περιβάλλον. Πρόκειται για ένα μέρος ανάμεσα σε δύο διχασμένους κόσμους, αποκομμένο τόσο από τις αστικές όσο και από τις αγροτικές κοινότητες, αλλά σιγά σιγά αποστραγγίζοντας και τις δύο από τη ζωή.

Και τώρα, καθώς τα κέντρα των πόλεων γίνονται όλο και πιο ακριβά χάρη στα φιλικά μέτρα πολλών αρχών για τη βιομηχανία real estate, πολλοί άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να μετακινηθούν προς τα έξω.
Ο πόλεμος έχει εκτοπίσει περίπου το 60% του πληθυσμού των Σύρων. Όλα αυτά τα έζησα με τον σύζυγο και τα δύο μου παιδιά στο νοικιασμένο διαμέρισμά μας στην πόλη Homs. Αν κι εμείς δεν αναγκαστήκαμε να φύγουμε, αμέτρητοι άλλοι έπρεπε να το κάνουν.

Τα δημογραφικά στοιχεία της πόλης άλλαζαν καθημερινά: οι πλούσιες οικογένειες ήταν οι πρώτες που έφυγαν, χρησιμοποιώντας τυχόν δεύτερη εθνικότητα και τα χρήματά τους για να αγοράσουν τη φυγή τους προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι φτωχές οικογένειες ή οι λιγότερο τυχεροί συγγενείς εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις περιουσίες για να τις προστατεύσουν από τη λεηλασία.

Σε ημιτελή οικοδομικά τετράγωνα, οικογένειες μεταναστών από αγροτικές περιοχές ή από τα προάστια σφράγιζαν τις ανοιχτές κατασκευές με νάιλον και αυτοσχέδια ξύλινα κουφώματα, φτιάχνοντας έτσι κτίρια που αποκαλούνταν «καταφύγια». Μπορούσες να βρεις μέχρι και τρεις οικογένειες να ζουν σε ένα διαμέρισμα, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη στέγης.

Ωστόσο, ακόμη και όταν πάνω από το 60% των κατοικιών υπέστη ζημιές ή καταστράφηκε, η αγορά «κλείδωσε». Όσοι νοίκιαζαν, όπως εγώ και η οικογένειά μου, προσπαθούσαμε να παραμείνουμε στο σπίτι μας καθώς οι τιμές ανέβαιναν.

Η καταστροφή στη Homs της Συρίας - Ιούνιος 2014. Sergey Ponomarev/The New York Times

Είναι μια πραγματικότητα που εμείς οι Σύροι μοιραζόμαστε με τον υπόλοιπο κόσμο. Σύμφωνα με έρευνα της ερευνητικής εταιρείας Numbeo, το 90% των σπιτιών σε 502 μεγαλουπόλεις απ’ όλο τον κόσμο κοστίζει περισσότερο από το τριπλάσιο του μέσου οικογενειακού εισοδήματος. Αυτό που θα έπρεπε να οδηγεί φυσικά και οργανικά στις έννοιες της κοινότητας, της γειτνίασης και της ένταξης στη γειτονιά, κατάντησε εμπόρευμα, αντικείμενο κερδοσκοπίας και απόδειξη οικονομικής ισχύος. Φαίνεται ότι τα σπίτια δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν αγοράζονται και δεν πουλιούνται.

Παρ’ όλα αυτά, εκτιμάται ότι μέχρι το 2050, σχεδόν 7 στους 10 ανθρώπους στον κόσμο θα ζουν σε πόλεις -σε μέρη δηλαδή που παλεύουν με τη ρύπανση, την ανεργία, τη συμφόρηση, τον συνωστισμό, την εγκληματικότητα και, πάνω απ’ όλα, την έλλειψη στέγης λόγω των υψηλών τιμών των κατοικιών και της μικρής διαθεσιμότητας.

Κατοικίες στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας, τον Μάρτιο του 2020, όταν πολλοί άνθρωποι έμεναν στο σπίτι λόγω της πανδημίας της Covid-19. Victor Moriyama/The New York Times

Η διαβίωση στις αγροτικές περιοχές επίσης δεν είναι διασφαλισμένη. Μεγάλο μέρος της παραδοσιακής γεωργίας έχει αντικατασταθεί από αγροτικές επιχειρήσεις, οι οποίες μπορεί να αποφέρουν κέρδη, αλλά δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατο της κοινότητας ή να προσελκύσουν πρόθυμους εργαζόμενους, όπως βλέπουμε σήμερα στη Βρετανία μετά το Brexit. Οι ανεξάρτητοι αγρότες βλέπουν τη δουλειά τους όχι μόνο ως πηγή εισοδήματος, αλλά και ως έναν τόπο στον οποίο ανήκουν, κάτι που οι αγροτικές επιχειρήσεις είναι ανίκανες να προσφέρουν.

To σωτήριο δώρο για χώρες όπως η Συρία, είναι η ως ένα βαθμό έλλειψη «ανάπτυξης». Οι επιχειρήσεις και η αστική εξάπλωση που συνεπάγεται η ανάπτυξη δεν έχουν φτάσει ακόμη στα χωριά μας και δεν μπορούν να εξαλείψουν τις παραδοσιακές θέσεις εργασίας στη γεωργία ή τη νομαδική κτηνοτροφία. Και επειδή η απληστία που προκάλεσε την εκτόξευση των τιμών των κατοικιών δεν έχει φτάσει ακόμα στα τρόφιμα, μπορούμε να έχουμε, ακόμα τουλάχιστον, την οικονομική δυνατότητα να προμηθευόμαστε τρόφιμα.

Στις ΗΠΑ, η είδηση ότι ο Bill Gates έγινε ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης ιδιωτικής αγροτικής έκτασης στη χώρα, λέει μια διαφορετική ιστορία. Η γη που θα μπορούσε προηγουμένως να υποστηρίξει τη βιώσιμη τοπική γεωργία και πολυπληθείς αγροτικές κοινότητες, χρησιμοποιείται τώρα για την προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών. Οι τιμές των τροφίμων μπορεί σύντομα να ακολουθήσουν αυτές των κατοικιών, καθώς η βιομηχανοποιημένη καλλιέργεια, όπως για παράδειγμα της σόγιας, αντικαθιστά τα προϊόντα που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ζήσουν υγιεινά.

Για δεκαετίες, μια παγκόσμια οικοδομική και κτηματομεσιτική βιομηχανία, που ενδιαφέρεται κυρίως για το χρήμα και την ταχεία ανάπτυξη, παρέβλεψε την ισορροπία στη φύση μας, την οποία ο Khaldoun θεωρούσε κρίσιμη. Χρειαζόμαστε χρόνο για να δημιουργήσουμε δεσμούς μεταξύ μας και δεν θα εξυπηρετούνται όλοι καλύτερα από μια ομοιογενή, εκτεταμένη πόλη, ούτε από μια πόλη-αγροτοβιομηχανία.

Κοιτάζω τη δική μου χώρα, τη σημαδεμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο, και βλέπω τους σπόρους της ελπίδας στην ιστορία της επιβίωσής της επί χιλιετίες. Πάντα στηριζόταν σε μια ισορροπία πόλεων, εμπορικών κοινοτήτων και καλλιεργούμενων εκτάσεων, στις οποίες δεν ορίζουμε τιμή.

*Η Marwa Al-Sabouni είναι αρχιτέκτονας και συγγραφέας από τη Συρία - Πλέον πρόσφατο βιβλίο της το «Building for Hope: Towards an Architecture for Belonging» (2021).

 

v