«Χάσαμε. Σκότωσαν τις σκέψεις μας»

Τι σηματοδοτεί η πτώση του Αφγανιστάν στα χέρια των Ταλιμπάν και πώς μπορεί να αντιδράσει ουσιαστικά η διεθνής κοινότητα.

«Χάσαμε. Σκότωσαν τις σκέψεις μας»
  • Shagufa Noorzai, Nazifa Yousefi Bek

Τι πραγματικά σήμαινε το 20ετές ταξίδι του Αφγανιστάν προς τη δημοκρατία; Γιατί κατέρρευσε και ποιος ευθύνεται; Και τι σημαίνει αυτή η αποτυχία για την ικανότητα της Δύσης «να εξάγει τη δημοκρατία και τις αρχές της» σε όλο τον κόσμο και «να οικοδομεί κράτη»;

Στο Athens Democracy Forum 2021, το πάνελ με τη θεματική ενότητα «Όταν η οικοδόμηση του κράτους γίνεται σκόνη» επιχείρησε να δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Συμμετείχαν η Shagufa Noorzai και η Nazifa Yousefi Bek, μέλη του Κοινοβουλίου του Αφγανιστάν, ο Steven Erlanger, επικεφαλής ανταποκριτής διπλωματικών θεμάτων των «New York Times» στην Ευρώπη, και η Dawn Nakagawa, εκτελεστική αντιπρόεδρος του ανεξάρτητου think tank Berggruen Institute. Τη συζήτηση συντόνισε ο Νίκος Κωνσταντάρας, αρθρογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή».

Οι συμμετέχοντες στο πάνελ του Athens Democracy Forum με θέμα «Όταν η οικοδόμηση του κράτους γίνεται σκόνη». Από αριστερά: Shagufa Noorzai και Nazifa Yousefi Bek, μέλη του Κοινοβουλίου του Αφγανιστάν, Νίκος Κωνσταντάρας, αρθρογράφος της εφημερίδας «Καθημερινή», Dawn Nakagawa, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Berggruen Institute, και Steven Erlanger, επικεφαλής ανταποκριτής διπλωματικών θεμάτων των «New York Times» στην Ευρώπη.

Ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑΣ: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με την εμπειρία των δύο φιλοξενούμενών μας από το Αφγανιστάν. Τι συνέβη τα τελευταία 20 χρόνια; Τι πήγε λάθος; Και τι απομένει;

NAZIFA YOUSEFI BEK: Είμαι πολύ λυπημένη. Επειδή η δύσκολη δουλειά μας για 20 χρόνια με τους άνδρες, τις γυναίκες και τους φοιτητές κάνει όπισθεν. Μετά την πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν, δεν μπορεί να περιγραφεί ο τρόμος στην περιοχή, στην πόλη. Ο κόσμος άφησε τα σπίτια του και πήγε σε σπίτια συγγενών για να κρυφτεί εκεί. Εγώ και μέρος της ομάδας μου που θα εγκατέλειπε το Αφγανιστάν, πήγαμε στο αεροδρόμιο, αλλά μία μέρα δεν μπόρεσα να πάω, επειδή πραγματοποιήθηκε εκείνη η επίθεση αυτοκτονίας. Τριακόσιοι άνθρωποι σκοτώθηκαν. Μετά το περιστατικό, η επτάχρονη κόρη μου έκλαιγε και φώναζε «Μαμά, θα έρθουν οι Ταλιμπάν να με σκοτώσουν;». Δεν θα το ξεχάσω αυτό, επειδή ήταν μια κακή μέρα για μένα και για την οικογένειά μου, για τους συνεργάτες μου, για όλη την ομάδα μου.

Θα σας δώσω ένα παράδειγμα του τι χάσαμε στο Αφγανιστάν μετά την κατάληψη από τους Ταλιμπάν. Οι έντυπες εκδόσεις και τα βίντεο είναι τώρα κατά 90% μπλοκαρισμένα. Οι Ταλιμπάν σκότωσαν την ελευθερία της έκφρασης. Ένα εκατομμύριο κορίτσια δεν πηγαίνουν πια στο σχολείο -η πόρτα είναι κλειστή. Οι φοιτήτριες επίσης. Οι 10.000 γυναίκες κυβερνητικές υπάλληλοι δεν επιτρέπεται να εργαστούν. Οι πύλες και των δύο σωμάτων της Βουλής έχουν κλείσει. Δεν έχουμε τίποτα που να λέγεται «Οίκος της Δημοκρατίας», τίποτα. Τέλειωσε.

Ν.Κ.: Κυρία Noorzai, θα θέλατε να προσθέσετε κάτι στο θέμα του τι συνέβη μέσα σε 20 χρόνια και πώς όλα αυτά κατέρρευσαν τόσο γρήγορα;

SHAGUFA NOORZAI: Κάναμε θυσίες, ελπίζαμε πως θα αποκαθιστούσαμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των γυναικών, θα εφαρμόζαμε τη δημοκρατία και θα φέρναμε ελευθερίες. Αλλά λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησής μας, της έλλειψης συνεργασίας από τη διεθνή κοινότητα και των παρεμβάσεων, τα πάντα καταστράφηκαν.

Προηγουμένως, η διεθνής κοινότητα είχε αρχίσει να θεσπίζει τα δικαιώματα των γυναικών και τη δημοκρατία, αλλά δυστυχώς δεν το έκανε με επιτυχία και δεν ήταν βιώσιμο, κάτι που από μόνο του ήταν στρατηγική και πολιτική αποτυχία. Ξέχασαν τα δικαιώματα των γυναικών και τη δημοκρατία. Αγωνιστήκαμε για την ισότητα των φύλων και τη δικαιοσύνη για 20 χρόνια, όπου βλέπαμε έναν διαρκή πόλεμο, εκρήξεις, σκοτωμούς και διακρίσεις κατά των γυναικών. Δεν είχα ιδέα πως θα πέθαινα σε ένα πολιτικό κίνημα -μπορώ να βλέπω, να πίνω, να τρώω, αλλά οι σκέψεις μου θα πεθάνουν. Χάσαμε. Σκότωσαν τις σκέψεις μας. Χωρίς ελευθερία της έκφρασης, δεν μπορώ -δεν θέλω να είμαι ένα σώμα που κινείται. Θέλω να είμαι ζωντανή στις σκέψεις μου.

Τώρα, τα κορίτσια μας στο Αφγανιστάν δεν πηγαίνουν στο σχολείο. Δεν πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο. Όλα τα κορίτσια του Αφγανιστάν είναι απογοητευμένα, θέλουν να φύγουν από τη χώρα. Η χώρα μου σκοτείνιασε. Και η μισή ευθύνη γι’ αυτό είναι της διεθνούς κοινότητας. Αλλά δεν θέλουμε να αφήσουμε τον αγώνα μας. Όταν επανεκλεγούμε, θα ξεκινήσουμε μια εκστρατεία για τις Αφγανές, ώστε να στηρίζονται πλήρως από διεθνείς οργανισμούς. Θα βοηθήσουμε τις γυναίκες που είναι στο Αφγανιστάν και θα είμαστε πιο δυνατές απ’ ό,τι στο παρελθόν για τις Αφγανές, για να τις στηρίξουμε, για να είμαστε η φωνή τους σε όλο τον κόσμο. Θα αγωνιστώ για εκπαίδευση, για τη δική τους εκπαίδευση, για τη δική τους εργασία.

Μαθήτριες σε σχολείο της πόλης Herat στο Αφγανιστάν. «Ένα εκατομμύριο κορίτσια δεν πηγαίνουν πια στο σχολείο -η πόρτα είναι κλειστή», λέει η Nazifa Yousefi Bek, μέλος του Κοινοβουλίου του Αφγανιστάν. Shutterstock / solmaz daryani

Ν.Κ.: Αισθάνεστε πως τα 20 χρόνια που πέρασαν, άφησαν κάτι πίσω τους; Υπάρχουν οι σπόροι της αντίστασης στη χώρα; Υπάρχει κόσμος με τον οποίο μπορείτε να συνεργαστείτε και να δημιουργήσετε κάτι στο ίδιο το Αφγανιστάν;

S.N.: Όχι. Στη χώρα μας τα πάντα είναι σιωπηλά. Οι περισσότεροι άνθρωποι που δουλεύουν για τη δημοκρατία, για την εκπαίδευση, για τη δικαιοσύνη, έχουν φύγει από το Αφγανιστάν. Όποιος είναι στο Αφγανιστάν δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί οι Ταλιμπάν τον μαστιγώνουν.

Ν.Κ.: Ακούσαμε για την ευθύνη της διεθνούς κοινότητας. Dawn, έχεις κάτι να πεις επ’ αυτού;

DAWN NAKAGAWA: Νομίζω ότι συνειρμικά σκεφτόμαστε την επαίσχυντη αποτυχία των Ηνωμένων Πολιτειών να δημιουργήσουν κάτι που να έχει διάρκεια και τη βιασύνη τους να φύγουν -προφανώς, η ανθρώπινη τραγωδία που αυτή η στάση άφησε πίσω είναι πραγματική.

Όσο για το αν ήταν ένα εξαρχής προβληματικό εγχείρημα… Έχει μείνει τίποτα πίσω; Υπάρχει τίποτα για να πούμε πως τα 20 χρόνια και τα τρισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα δημοκρατικό σύστημα, έχουν αφήσει σπόρους δημοκρατίας που θα αναδυθεί μελλοντικά; Νομίζω πως αυτή είναι πιθανότατα η πιο ελπιδοφόρα σκέψη που μπορούμε να κάνουμε.

Ξέρετε, οι δημοκρατίες μπορούν να αναδυθούν υπό μυριάδες διαφορετικές συνθήκες. Αλλά υπάρχουν συγκεκριμένες συνθήκες που πρέπει να υπάρχουν ώστε η δημοκρατία να διαρκέσει και να αντέξει. Το αν στο Αφγανιστάν υπάρχουν αυτές οι συνθήκες αυτή τη στιγμή, δεν το γνωρίζω. Αλλά ίσως οι σπόροι που φυτεύτηκαν, είναι η επανάσταση που θα έρθει αργότερα. Επειδή η δημοκρατία πρέπει να κερδίζεται. Δεν μπορεί να επιβάλλεται.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πώς συμβαίνει αυτό και ούτε μία από αυτές δεν λέει πως μπορεί να επιβληθεί έξωθεν. Πρέπει να είναι η φιλοδοξία των ανθρώπων, η βούληση του λαού να πολεμήσει γι’ αυτή και να πεθάνει γι’ αυτή. Έτσι αναδύεται η δημοκρατία. Και νομίζω πως ίσως οι θαρραλέοι άνθρωποι που είναι πρόθυμοι είτε να μείνουν είτε να επιστρέψουν και να πολεμήσουν γι’ αυτήν, είναι αυτοί που θα κερδίσουν στο τέλος τη δημοκρατία.

Ν.Κ.: Steven, ποιος είναι ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας; Μάθαμε κάτι απ’ αυτό;

STEVEN ERLANGER: Υπάρχει πολλή ντροπή στη διεθνή κοινότητα για το θέμα του Αφγανιστάν. Υπάρχει ταπείνωση. Είναι μέρος του θυμού που υπάρχει στην Ευρώπη για τις ΗΠΑ. Δεν είναι πως οι Ευρωπαίοι ήθελαν ιδιαίτερα να μείνουν στο Αφγανιστάν -αυτό ήταν ένα αμερικανικό εγχείρημα- και έτσι στο τέλος οι Αμερικανοί ήταν αυτοί που θα αποφάσιζαν πότε θα τελείωνε. Αλλά οι Ευρωπαίοι, πιθανότατα περισσότερο απ’ τους Αμερικανούς, επένδυσαν στην ιδέα της οικοδόμησης της δημοκρατίας, της οικοδόμησης του κράτους, της ισότητας των φύλων στην παιδεία. Η προσπάθεια να μεταμορφώσουμε έναν διαφορετικό πολιτισμό, σε κάποιον βαθμό βλέπουμε πως πέτυχε. Οι κυρίες Bek και Noorzai είναι πρώτης τάξεως παράδειγμα τουλάχιστον της επιτυχίας αυτού του μέρους του εγχειρήματος.

Οι Ταλιμπάν δεν είναι μονολιθικοί. Εννοώ ότι είναι πολύ διαιρεμένοι, διαφέρουν από επαρχία σε επαρχία. Οι κανόνες είναι διαφορετικοί. Υπάρχει εσωτερική διαμάχη για το τι θα συμβεί. Η διεθνής κοινότητα μπορεί να ασκήσει κάποια πίεση -όχι στην ιδεολογία αλλά στη βοήθεια, στο χρήμα, στην αναγνώριση.

Υπάρχει μια αίσθηση ντροπής και ταπείνωσης, ελπίζω. Κι αυτό είναι, τουλάχιστον σε αμερικανικούς όρους, το τέλος του παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας που ξεκίνησε την 11η Σεπτεμβρίου 2000, που μεταμορφώθηκε, χωρίς διεξοδική σκέψη, σε κάτι άλλο, σε ένα διαφορετικό εγχείρημα. Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να είχαν φύγει το 2010 και πιθανότατα αυτό να ήταν καλύτερο για την αφγανική κυβέρνηση.

Τα μάτια της Αμερικής μεταφέρονται αλλού και όποιος νόμιζε πως ο Joe Biden δεν θα έφευγε από το Αφγανιστάν, δεν άκουγε, δεν έδινε προσοχή. Και προσωπικά νομίζω πως το Πεντάγωνο κατά κάποιον τρόπο έκανε ό,τι κάνει πάντα, δηλαδή δεν ήθελε να φύγει, διατάχθηκε να φύγει και είπε «yes, sir» όπως συνηθίζει. Και τότε έφυγε χωρίς να συντονιστεί πραγματικά με κανέναν. Εννοώ, απλά έφυγαν, έτσι. Και τώρα επιρρίπτουν ευθύνες στο State Department που δεν έβγαλε τις σωστές βίζες κ.ο.κ.

Αλλά η πραγματικότητα είναι, νομίζω, πως υπήρξε κάποια μνησικακία από την πλευρά του Πενταγώνου. Και φυσικά, μόλις αρχίσεις να αποσύρεις τον στρατό σου, οι στρατιώτες που μένουν πίσω είναι πιο ευάλωτοι, και έτσι θέλεις να φύγεις γρηγορότερα. Άρα νομίζω πως ήταν απλώς ένα μεγάλο πλήγμα στην εικόνα της ικανότητας που υποτίθεται πως δείχνει η κυβέρνηση Biden. Είναι νωρίς ακόμα.

Το μεγάλο ερώτημα για μένα είναι το εξής: Βλέπω τα παιδιά των Ταλιμπάν από την ύπαιθρο με smartphones. Δεν θα είχαν smartphones πριν από 20 χρόνια. Άρα έχουν πρόσβαση, κατά κάποιον τρόπο, σε έναν διαφορετικό κόσμο. Και θα ήλπιζε κάποιος πως οι αλλαγές που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο, από το Ιράν μέχρι το Πακιστάν, θα κάνουν διαφορά και εκεί. Αλλά για την ώρα, νομίζω πως θα πρέπει απλώς να ακούσουμε τις μαρτυρίες, να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους που ξέφυγαν και να προσπαθήσουμε να μη χάσουμε την πίστη μας σε αυτούς που έμειναν.

Ν.Κ.: Η ιδέα της «οικοδόμησης του κράτους», με τη λανθάνουσα αλαζονεία της αν μου επιτρέπετε, θα μπορέσει να επιβιώσει; Θα υπάρξει ποτέ πάλι τέτοιου είδους παρέμβαση;

D.N.: Οι πρωτοβουλίες για την οικοδόμηση κράτους έχουν πολλά χρόνια να επιδείξουν κάποια επιτυχία. Πιθανότατα δεν υπήρξε άλλη επιτυχία μετά το Σχέδιο Marshall. Άρα νομίζω πως είναι μια προβληματική ιδέα. Υπήρχε μια περίοδος στην ιστορία μας όπου κάναμε εξαγωγή ιδεολογίας και εγχωρίως κερδίζαμε τις καρδιές και το μυαλό των ανθρώπων, επειδή πραγματικά σημειώναμε επιτυχία. Άρα, αν σκεφτεί κάποιος τις εποχές εκείνες που η οικοδόμηση κρατών ήταν πράγματι αποτελεσματική, η αξιοπιστία των ΗΠΑ μπορούσε να βασιστεί στην ισχύ της στο εσωτερικό. Η μεσαία τάξη αναπτυσσόταν, η οικονομία πήγαινε καλά.

Αν και δεν τηρούσαμε πραγματικά τις δημοκρατικές μας αξίες (και θα περνούσαν αρκετές δεκαετίες για να το αντιληφθούμε αυτό), εξακολουθούσε να υπάρχει αυτή η αντίληψη της δημοκρατίας που άνθιζε. Νομίζω πως, δεδομένων όλων των προβλημάτων που έχουν τώρα οι ΗΠΑ, των εσωτερικών μας επιδόσεων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δικής μας προβληματικής δημοκρατίας και το πόσο εμφανές είναι αυτό στον υπόλοιπο κόσμο, είναι δύσκολο να πάμε οπουδήποτε και να πούμε πως θα εξάγουμε αυτό που έχουμε. Ποιος θα το ήθελε; Νομίζω πως υπάρχουν πολλά προβλήματα με την αξιοπιστία του μοντέλου μας, άρα και με την ιδέα πως μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να εξάγουμε τις αξίες μας.

Τούτου λεχθέντος, ακούτε αυτές τις γυναίκες και διακρίνετε την οικουμενικότητα στην ιδέα να θες να ακουστεί η φωνή σου, να μην έχει νόημα η ζωή σου αν δεν έχεις την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία να έχεις τις δικές σου σκέψεις. Άρα, νομίζω πως οι οικουμενικές αξίες της δημοκρατίας είναι ισχυρές. Πώς μπορούμε να τις μεταδώσουμε; Πώς μπορούμε να τις μεταφυτεύσουμε; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα κράτη να τις θέλουν; Δεν γνωρίζω αν έχουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Είμαι, όμως, σίγουρη πως η ιδέα της οικοδόμησης κρατών δεν είναι ο τρόπος για να το πετύχουμε.

Διαδήλωση στο San Fransisco των ΗΠΑ, στις 28/8/2021, για την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και για την υποστήριξη των Αφγανών που προσπαθούσαν να διαφύγουν από τη χώρα. «Υπάρχει πολλή ντροπή στη διεθνή κοινότητα για το θέμα του Αφγανιστάν. Υπάρχει ταπείνωση», σημειώνει ο Steven Erlanger, επικεφαλής ανταποκριτής διπλωματικών θεμάτων των «New York Times» στην Ευρώπη. Shutterstock / Phil Pasquini

S.E.: Θα ήθελα να προσθέσω σ’ αυτό πως οι Αμερικανοί τα πήγαμε αρκετά καλά στη Γερμανία και την Ιαπωνία, αλλά τις κατακτήσαμε τις χώρες αυτές και ουσιαστικά εξαλείψαμε τις κυβερνήσεις τους, ξαναγράψαμε τα συντάγματά τους και μείναμε εκεί. Εξακολουθούμε να έχουμε στρατιώτες στη Γερμανία.

Εξακολουθούμε να έχουμε στρατιώτες στην Ιαπωνία. Έχουμε χιλιάδες στρατιώτες στη Νότια Κορέα. Η Δύση εξακολουθεί να έχει δυνάμεις στο Κόσοβο. Το Κόσοβο δεν είναι και τόσο κακό παράδειγμα για την αποτελεσματική οικοδόμηση ενός κράτους, αλλά είναι μικροσκοπικό. Και πάλι, ήταν το αποτέλεσμα ενός πολέμου που τελείωσε.

Στο Αφγανιστάν, κατά κάποιον τρόπο κερδίσαμε τον πόλεμο, μετά μείναμε για να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι άλλο, όμως ο πόλεμος επέστρεψε. Δεν πήγαμε σε πόλεμο κατά των Ταλιμπάν. Πήγαμε σε πόλεμο κατά του Osama bin Laden και της Al-Qaeda, και αργότερα κατά του ISIS. Και κάποιες φορές αναρωτιέμαι: αν είχαμε συνεργαστεί με την κυβέρνηση των Ταλιμπάν όταν ήθελε ειρήνη στις αρχές, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά; Είναι πολύ δύσκολο να το γνωρίζουμε αυτό.

Νομίζω πως μεγάλο μέρος της αποδόμησης αυτής ξεκίνησε με τον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ υπό τον George W. Bush. Και υπάρχει μια βαθιά αλαζονεία γι’ αυτό. Αυτός ήταν ένας πόλεμος επιλογής, χρησιμοποιήθηκαν πολλές ψεύτικες πληροφορίες για να ξεκινήσει. Θυμάμαι Δημοκρατικούς να μου λένε πως «Αυτό είναι το επόμενο μεγάλο project μας. Νικήσαμε τον κομμουνισμό, τώρα θα ξαναφτιάξουμε τη Μέση Ανατολή». Ήταν μια διακομματική φιλοδοξία στις ΗΠΑ. Και θυμάμαι που έλεγα «είστε τρελοί». Είπα, «Οι Βρετανοί θα μπορούσαν. Εμείς δεν έχουμε την υπομονή να το κάνουμε αυτό. Είμαστε Αμερικάνοι». Απλά δεν έχουμε την υπομονή για κάτι τέτοιο. Και επίσης έχουμε κατά κάποιον τρόπο χτίσει ολόκληρο αυτόν τον κόσμο των ΜΚΟ και των ανθρώπων που θέλουν να κάνουν το καλό και έχουν χρήματα να κάνουν το καλό, αλλά που δεν είναι πάντα τόσο πολιτικά ευαίσθητοι, που έχουν τα δικά τους συμφέροντα. Και θαυμάζω τα συμφέροντά τους, αλλά οι φιλοδοξίες τους δεν είναι πάντα ρεαλιστικές. Άρα, νομίζω πως εν μέρει έχουμε μια κρίση αθετημένων προσδοκιών και πολύ κόσμο που πρέπει να επουλωθούν οι πληγές του.

Ν.Κ.: Τι θα κάνετε διαφορετικά όταν επιστρέψετε στο Αφγανιστάν;

S.N.: Θέλω να πω στη διεθνή κοινότητα να πιέσει τους Ταλιμπάν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους έναντι των γυναικών και των κοριτσιών. Τότε θα μπορούμε να εργαστούμε εκεί. Επειδή τώρα τα κορίτσια δεν μπορούν να πάνε στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά. Αλλά όταν η διεθνής κοινότητα τους πιέζει, η συμπεριφορά τους αλλάζει. Και ελπίζουμε πως θα έχουμε μια ικανοποιητική ειρήνη, αλλά όχι έτσι, όπου όλες οι σκέψεις μας θα πεθάνουν. Δεν θέλουμε οι σκέψεις μας να πεθάνουν. Θέλουμε να είμαστε ζωντανές. Θέλουμε να εργαζόμαστε σαν άνθρωποι. Αλλά οι Ταλιμπάν δεν θέλουν να είναι έτσι τα πράγματα. Μαστιγώνουν τις γυναίκες, τα κορίτσια. Είναι πραγματικά πολύ επικίνδυνα για όλους μας.

Δεν θέλω να βλέπω τη χώρα μου σε αυτή την κατάσταση. Σκέφτομαι πώς ήταν πριν από 20 χρόνια, αισθάνομαι το ίδιο. Πριν από ένα μήνα ήμουν στην Καμπούλ. Αλλά μια μέρα, όταν βγήκα έξω, νόμιζα πως τα πάντα πεθαίνουν. Κανένας στον δρόμο, κανένας στο σχολείο, στην αγορά, στο εμπορικό κέντρο -τα πάντα άδεια. Είναι σαν να ήρθαν τα ζόμπι στην πόλη και όλοι είναι στα σπίτια τους. Άρα δεν μπορώ να πάω εκεί.
Ως άνθρωπος, απευθύνω έκκληση στη διεθνή κοινότητα: η ανθρωπότητα δεν έχει σύνορα. Κάντε κάτι. Απλώς πιέστε τους Ταλιμπάν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους έναντι των γυναικών, των κοριτσιών. Ακόμα και οι άνδρες λένε, «δεν θέλουμε να ζήσουμε εδώ στο Αφγανιστάν». Τους ρωτώ «Γιατί; Αφού εσείς είστε ελεύθεροι». Μου απαντούν «Όχι. Αυτή η κατάσταση δεν αντέχεται, επειδή οι γυναίκες μας, τα κορίτσια μας, δεν ζουν καλά».

v