Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Με θέα τις εγκαταστάσεις της Ρεβυθούσας, περίπου προ μηνός, παρουσία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου, ο Αμερικανός υπουργός Εσωτερικών και επικεφαλής συμβουλίου ενεργειακής πολιτικής των ΗΠΑ Doug Burgum παρέθεσε προς κοινό εκπροσώπων του Τύπου ορισμένα απλά δεδομένα σχετικά με την πατρίδα του.
Όπως είπε, σήμερα οι κεφαλαιακές ροές που κατευθύνονται σε data centers όπου στεγάζονται εγκαταστάσεις τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) είναι μεγαλύτερες από εκείνες που οδεύουν -αθροιστικά- σε σειρά άλλων βιομηχανιών. Είναι μεγαλύτερες από εκείνες που οδεύουν στη μεταποίηση και στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Με τις επισημάνσεις του αυτές ο φίλτατος Burgum αναφερόταν σε δύο τινά. Πρώτον, στην εκπληκτική ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται ο τομέας της τεχνητής νοημοσύνης και δεύτερον, στις ενεργειακές ανάγκες που αυτό το γεγονός δημιουργεί για κάθε χώρα ξεχωριστά και συνολικά για την υφήλιο. Όπως είπε, οι χώρες που αντιλαμβάνονται αυτά τα μεγέθη έχουν προτεραιοποιήσει πολιτικές ενεργειακής ασφάλειας και πλέον υποδέχονται πληθώρα επενδύσεων. Οι λοιπές θα έχουν «μηδενικές επενδύσεις», σύμφωνα με τον ίδιο.
Τα δεδομένα του τομέα, δε, στέκουν προς επίρρωσιν των λεγομένων του. Την τρέχουσα δεκαετία η ταχύτητα ανάπτυξης του τομέα ΑΙ ανά τετραετία ήταν πολλαπλάσια του 10.000x. Βάσει αυτού του στοιχείου εκτιμάται ότι έως το 2027 η ΑΙ θα υπερβεί ακόμη και κορυφαίους επιστήμονες που σήμερα στέκουν ως σημεία παγκόσμιας αναφοράς.
Ενώπιον αυτών των καταιγιστικών εξελίξεων, οι οποίες αναμένεται να καθορίσουν μελλοντικούς συσχετισμούς δυνάμεων και να προσδιορίσουν το ειδικό βάρος του κάθε κράτους και κατά προέκταση την ευημερία των πολιτών του, πού στέκεται σήμερα η δική μας χώρα;
Παρά τον καταιγισμό επενδύσεων σε data centers που βιώνει η χώρα μας, σύμφωνα με έρευνα που είδε χθες το φως της δημοσιότητας, η προετοιμασία της Ελλάδας παραμένει ακόμη ιδιαίτερα ελλιπής.
Για την ακρίβεια, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα Global Workforce of the Future του Ομίλου Adecco, αν και μόλις το 11% των εργαζομένων παγκοσμίως θεωρούνται "future-ready", ήτοι επαρκώς προετοιμασμένοι ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές απαιτήσεις απασχόλησης, στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%. Με άλλα λόγια, ούτε στο μισό του μέσου παγκόσμιου όρου.
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι "future-ready" εργαζόμενοι δεν προκύπτουν τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα στοχευμένης εκπαίδευσης και υποστήριξης, η οποία προφανώς απουσιάζει από την πατρίδα μας, αν μη τι άλλο, σε βαθμό που θα ικανοποιούσε τις σχετικές ανάγκες. Όπως επισημαίνεται, «το να γίνεις future-ready δεν είναι έμφυτο χαρακτηριστικό, αλλά αποτέλεσμα συνεχούς μάθησης και επένδυσης σε δεξιότητες», κατά κύριο λόγο ψηφιακές.
Εάν, όμως, έχουν όντως έτσι τα πράγματα, τότε οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό και δη υψηλής εξειδίκευσης που παρατηρούνται σήμερα στην Ελλάδα, ελέω και του brain drain που υπέστη η χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια, κατά πάσα βεβαιότητα θα βαίνουν εντονότερες, επιδεινώνοντας μία ήδη βεβαρυμένη κατάσταση.
Με άλλα λόγια, σε μία εποχή ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, ο «συγχρονισμός» με τις οποίες απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, τόσο σε πάγια στοιχεία όσο και σε ζητήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης προσωπικού, η χώρα μας εμφανίζεται να στέκει ακόμη αντιμέτωπη με τα επίχειρα προηγούμενων επιλογών της.
Επιλογών της όπως η αδιαφάνεια, οι πελατειακές σχέσεις και η αναποτελεσματικότητα, που την οδήγησαν προ 15ετίας στη χρεοκοπία και σήμερα την ωθούν σε ατραπούς από τις οποίες είναι ιδιαίτερα δυσχερές να διαφύγει.
Διότι πλέον δεν φθάνουν μόνον τα data centers αλλά απαιτούνται και πολλά περισσότερα για τα οποία, ακόμη, ελάχιστοι μιλούν στην πατρίδα μας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.