Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Hellastat: Μελέτη για εμπόριο καυσίμων λιπαντικών

Το λαθρεμπόριο, η νοθεία, η τροφοδότηση της ναυτιλίας και οι μεγάλες αποκλίσεις στην τιμή της βενζίνης συνθέτουν το επιχειρηματικό πεδίο δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας καυσίμων και λιπαντικών, συνθήκες τις οποίες φιλοδοξεί να βελτιώσει το νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, επισημαίνει μελέτη της Hellastat.

Hellastat: Μελέτη για εμπόριο καυσίμων λιπαντικών
Το λαθρεμπόριο, η νοθεία, η τροφοδότηση της ναυτιλίας και οι μεγάλες αποκλίσεις στην τιμή της βενζίνης συνθέτουν το επιχειρηματικό πεδίο δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων του κλάδου εμπορίας καυσίμων και λιπαντικών, συνθήκες τις οποίες φιλοδοξεί να βελτιώσει το νέο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, επισημαίνει μελέτη της Hellastat.

Στo πλαίσιo της πρόσφατης τροποποίησης του Ν. 3054/2002 με τον Ν. 3335/2005 ”Έλεγχος της διακίνησης και αποθήκευσης πετρελαιοειδών προϊόντων - Ρύθμιση θεμάτων υπουργείου Ανάπτυξης”, προβλέπεται η δυνατότητα προμήθειας από το εξωτερικό και τα εγχώρια διυλιστήρια, οι απαιτήσεις σε κεφάλαια, αποθηκευτικούς χώρους και ύψος αποθεμάτων όσον αφορά τη χορήγηση αδειών λειτουργίας, η πρόσβαση των ανεξάρτητων πρατηρίων απευθείας στα διυλιστήρια –με στόχο την τόνωση του ανταγωνισμού-, αλλά και η δράση αρμόδιου οργάνου για τη διενέργεια ελέγχων που αφορά στην παράνομη διακίνηση και τη νοθεία.

Σε σχετική ανάλυση, την οποία εκπόνησε η Hellastat, αναφέρεται ότι η άνοδος της διεθνούς τιμής του πετρελαίου προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στους εγχώριους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις μεταφορές και την αλιεία αλλά και τα ίδια τα νοικοκυριά.

Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου καυσίμων το 2004 διαμορφώθηκε σε -4,47 δισ. ευρώ, σημειώνοντας περαιτέρω αύξηση της τάξεως του 10,88% (παρά την άνοδο των εξαγωγών κατά 20,61%), καθώς το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας διακινούμενης ποσότητας προέρχεται από εισαγωγές.

Η μέση τιμή της αμόλυβδης βενζίνης κατά τη διάρκεια της διετίας 2004-2005 αυξήθηκε κατά 23,8%, κλείνοντας σε 0,905 ευρώ/λίτρο τα τέλη του 2005.

Αναφορικά με το πετρέλαιο Brent, η αύξηση της εγχώριας μέσης τιμής υπήρξε εντονότερη, καθώς ανήλθε σχεδόν κατά 100% την εν λόγω περίοδο, κλείνοντας το 2005 στο ύψος των $57,79/βαρέλι.

Οι επιχειρήσεις του κλάδου πλήττονται από την κλιμάκωση παράνομων δραστηριοτήτων, και συγκεκριμένα το λαθρεμπόριο και τη διακίνηση νοθευμένων καυσίμων, η συνολική αξία των οποίων εκτιμάται στο 1,5 δισ. ευρώ, με σημαντικές απώλειες εσόδων για το Ελληνικό Δημόσιο.

Σημαντικές επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και δίκτυο διανομής, μακροπρόθεσμα όμως προβλέπεται υποκατάσταση του πετρελαίου.

Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου, μεταξύ των οποίων οι Avinoil, Mamidoil, Αιγαίον, Ελινόιλ, Ρεβόιλ, ΕΤΕΚΑ και Silk Oil, πραγματοποιούν έντονο αναπτυξιακό πρόγραμμα σε εγκαταστάσεις, εξοπλισμό και μεταφορικά μέσα, το οποίο την τελευταία 3ετία τρέχει με πάνω από 15% ετησίως, με στόχο την καλύτερη γεωγραφική κάλυψη, την ποιοτική και αισθητική αναβάθμιση στην εξυπηρέτηση της λιανικής αλλά και τη λειτουργία αποθηκευτικών χώρων.

Οι 3 market leaders, ΕΚΟ-ΕΛΔΑ, BP Hellas και Shell Hellas παρουσιάζουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης των επενδύσεων τους, διαθέτοντας ήδη εκτεταμένο δίκτυο διανομής και εγκαταστάσεις.

Το μέγεθος της αγοράς πετρελαιοειδών στην Ελλάδα και διεθνώς αναμένεται να περιοριστεί μακροπρόθεσμα λόγω της βούλησης της παγκόσμιας οικονομίας σταδιακά να περιορίσει την εξάρτηση από τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες αλλά και να προστατεύσει το περιβάλλον.

Οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας συνδυάζουν χαμηλότερη τιμή και φιλικότητα προς το περιβάλλον, ενώ ήδη καταγράφονται ανοδικές τάσεις στη χρήση φυσικού αερίου από ιδιώτες και δημόσιες υπηρεσίες, ενώ αναμένεται περαιτέρω διείσδυση την επόμενη τετραετία.

Σε διεθνές επίπεδο, τα υψηλά επίπεδα των τιμών του πετρελαίου προκάλεσαν στροφή της ερευνητικής και οικονομικής δραστηριότητας σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας (αιολική, πυρηνική, γεωθερμική ενέργεια, άνθρακας, κλπ).

Η αγορά εναλλακτικών καυσίμων (π.χ. πεπιεσμένο φυσικό αέριο) γνώρισε πρωτοφανή άνθηση, ενώ οι πρώτες εφαρμογές πραγματοποιούνται σε οχήματα νέας τεχνολογίας (κυρίως επιχειρηματικοί στόλοι, λεωφορεία αστικών συγκοινωνιών) με κινητήρες που λειτουργούν με καύση φυσικού αερίου.

Ταυτόχρονα, σε πολλές χώρες αναπτύσσονται και οι πρώτες εφαρμογές βιοκαυσίμων (βιοαιθανόλη, βιοντίζελ, βιοαέριο, βιομεθανόλη κλπ), τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πλειοψηφία των οχημάτων και μηχανημάτων είτε αυτούσια, είτε σε πρόσμιξη με συμβατικά καύσιμα.

Η παραγωγή βιοκαυσίμων στην Ελλάδα και η διάθεση μέρους των αγροτικών εκτάσεων για ενεργειακές καλλιέργειες ενέχει σημαντικά οφέλη. όπως: μείωση των ρυπογόνων αερίων, ειδικά στις φορτισμένες αστικές περιοχές, πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων από τις εταιρείες εμπορίας καυσίμων, αύξηση των νέων θέσεων εργασίας, αύξηση του αγροτικού εισοδήματος κ.α.

--- Θετικά αποτελέσματα για 9 στις 10 επιχειρήσεις

To 2004 αποτέλεσε έτος υψηλής κερδοφορίας για τις εταιρίες εμπορίας καυσίμων και λιπαντικών, καθώς από τις 64 μονάδες του δείγματος, οι 57 (περίπου 9 στις 10) εμφάνισαν θετικά αποτελέσματα, ενώ μόνο 7 εταιρίες ήταν ζημιογόνες.

Τα συνολικά κέρδη του κλάδου διαμορφώθηκαν στο ύψος των 152,67 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 14,7%, έναντι του 2003, λόγω σημαντικής κάμψης των κερδών της Shell Hellas (+6,2% αν εξαιρεθούν τα αποτελέσματα της).

Το περιθώριο μικτού κέρδους εκτιμάται σε 10%, μειωμένο κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα έναντι του 2003.

Οι μικρότερες εταιρίες υπερτερούν κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (συγκεκριμένα 12,1%).

Ο έντονος ανταγωνισμός δεν επιτρέπει τη βελτίωση των περιθωρίων, αντιθέτως παρατηρείται πίεση η οποία οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα τα περιθώρια ΚΠΤΦΑ και ΚΠΦ από 3,8% σε 2,6% και από 1,3% σε 0,8% αντίστοιχα.

Η γενική ρευστότητα βρίσκεται σε επίπεδα οριακά άνω της μονάδας (1,02), λόγω της αυξημένης χρήσης βραχυπρόθεσμων πηγών χρηματοδότησης.

Ο κλάδος λειτουργεί διαχρονικά σε επίσης ικανοποιητικό επίπεδο άμεσης ρευστότητας, στο 0,93 έναντι μέσης επίδοσης της τάξης του 0,85 στο σύνολο των ελληνικών εμπορικών επιχειρήσεων, σημειώνεται δε ότι ποσοστό 20-50% των απαιτήσεων καλύπτεται από επιταγές και γραμμάτια.



Οι εταιρίες του κλάδου –σύμφωνα και με το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας- διακρατούν αποθέματα για 1 εβδομάδα. Το μέσο διάστημα είσπραξης απαιτήσεων (56 ημέρες) βελτιώνεται κατά 9 ημέρες σε σχέση με το 2003 και σε συνδυασμό με τη σταθερότητα των ημερών εξόφλησης προμηθευτών στις 54 ημέρες, οδηγεί τον εμπορικό κύκλο στις 9 ημέρες, σε σαφώς καλύτερα επίπεδα συγκριτικά με τη μέση εμπορική επιχείρηση (58 ημέρες).

Η αποδοτικότητα της καθαρής θέσης διαμορφώνεται στο 12,6%, μειωμένη κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2003, εξαιτίας αφενός της μείωσης του καθαρού περιθωρίου και αφετέρου της ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης από το σύνολο των εταιριών.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v