Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δανεικά ή φόροι; Το δίλημμα της χρηματοδότησης ενός πολέμου

Κλειδί η διάρκεια για να αποφασιστεί αν το οικονομικό βάρος θα πληρωθεί με δάνεια ή με φόρους. Το παράδειγμα της Δανίας και τι διδάσκει η ιστορία για τη συσχέτιση συρράξεων με τον πληθωρισμό.

Δανεικά ή φόροι; Το δίλημμα της χρηματοδότησης ενός πολέμου
  • Του John Paul Rathbone (Λονδίνο)

Τον επόμενο Απρίλιο, για πρώτη φορά μετά από περισσότερο από τρεις αιώνες, οι Δανοί θα πρέπει να εργαστούν κατά την αργία της Μεγάλης Προσευχής, καθώς η κυβέρνηση κατήργησε τη θρησκευτική ημέρα εν μέρει για να πληρώσει για τις επιπλέον αμυντικές δαπάνες.

Η απόφαση, που εγκρίθηκε τον Μάρτιο, ήταν βαθύτατα αντιδημοφιλής: σε μια δημοσκόπηση, το 70% των Δανών τάχθηκαν κατά. Αλλά οι οικονομολόγοι έδωσαν εύσημα στην Κοπεγχάγη διότι εφάρμοσε ένα σχέδιο για να ανταποκριθεί στον αυξανόμενο αμυντικό της λογαριασμό, σε αντίθεση με πολλές άλλες κυβερνήσεις.

«Κανένας δεν θέλει να πληρώσει περισσότερους φόρους. Αλλά την ίδια ώρα, όλοι θέλουν καλύτερη άμυνα και καλύτερες υπηρεσίες υγείας επίσης», ανέφερε ο Τζον Λιούελιν, πρώην επικεφαλής οικονομικών προβλέψεων του ΟΟΣΑ. «Κάποια στιγμή το θέμα θα αναγκαστεί να μπει στη δημόσια αρένα, καθώς κανένας δεν είναι ξεκάθαρος ως προς το πώς θα αντληθούν τα κεφάλαια».

Η Ιαπωνία, που ανησυχεί με την άνοδο της Κίνας και τον κίνδυνο πολέμου στον Ινδο-Ειρηνικό, δεν έχει διευκρινίσει το πώς θα χρηματοδοτήσει μια σχεδιαζόμενη αύξηση του αμυντικού της προϋπολογισμού κατά δυο τρίτα μέχρι το 2027. Το Ηνωμένο Βασίλειο, ωθούμενο από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, θέλει να ενισχύσει μελλοντικά της στρατιωτικές του δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ, αλλά μόνο «εάν το επιτρέπουν οι δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες».

Οι Γερμανοί, αναστατωμένοι από τη ρωσική επιθετικότητα, θέλουν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες, όχι όμως αν αυτό σημαίνει να χάσουν μια δημόσια αργία. Η Γαλλία δεν έχει δώσει λεπτομέρειες ως προς το πώς θα πληρώσει για μια σχεδιαζόμενη αύξηση 40% του στρατιωτικού της προϋπολογισμού τα επόμενα πέντε χρόνια. Το ίδιο ισχύει για την Πολωνία, που στοχεύει να διπλασιάσει σχεδόν τις δαπάνες της στο 4% του ΑΕΠ.

Το πώς να πληρώσεις για τους πολέμους είναι ένα ζήτημα τόσο παλιό όσο είναι και ο ίδιος ο πόλεμος. Ο Ρωμαίος πολιτικός Κικέρων είπε πως «τα χρήματα αποτελούν τα νεύρα του πολέμου». Το 1694, η Τράπεζα της Αγγλίας ιδρύθηκε για να βοηθήσει τον Γουλιέλμο ΙΙΙ να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με τη Γαλλία. Σήμερα, την ώρα που ο κόσμος μοιάζει αυξανόμενα χαοτικός, οι δαπάνες μοιάζουν πιο πεπερασμένες εν μέσω ενός περιβάλλοντος αυξανόμενων επιτοκίων και υψηλών κρατικών χρεών.  

Η Ευρώπη βρίσκεται στη μέση της μεγαλύτερης ένοπλης σύγκρουσης από το 1945. Οι γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν αυξάνονται. Το Ιράν μπορεί σύντομα να είναι σε θέση να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο. Επιπλέον, παγκόσμιες προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η μετανάστευση μπορεί επίσης να αναγκάσουν τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν μεγάλα ποσά.

Το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (Sipri) υπολογίζει ότι οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 4% και έφθασαν πέρυσι στο ποσό ρεκόρ των 2,24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Φέτος, αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, παρά το ότι τα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος δανεισμού των κυβερνήσεων.

Οικονομολόγοι όπως ο Λόρενς Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, και ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, έχουν εκτιμήσει ότι οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες θα μπορούσαν ακόμη και να συμβάλουν στην αύξηση των επιτοκίων.

«Ένα σενάριο είναι ότι οι χώρες που έχουν ήδη αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες το 2022 θα συνεχίσουν να το κάνουν, ενώ εκείνες που έχουν δηλώσει ότι θα αρχίσουν να αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες το 2023 θα αρχίσουν πράγματι», δήλωσε ο Ντιέγκο Λόπε ντα Σίλβα, ανώτερος ερευνητής στο πρόγραμμα στρατιωτικών δαπανών και παραγωγής όπλων του Sipri.

Μεταξύ των πέντε χωρών παγκοσμίως με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες, τα νούμερα είναι αδιανόητα.

Στις ΗΠΑ, οι πολιτικοί εξασφάλισαν μια εξαίρεση στις συνομιλίες για το ανώτατο όριο χρέους για να επιτρέψουν την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 3% σε 886 δισ. δολάρια το 2024. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της Κίνας, τον οποίο το Sipri εκτιμά ότι ανέρχεται σε 292 δισ. δολάρια, βρίσκεται φέτος σε τροχιά για την 29η συνεχόμενη ετήσια αύξησή του.

Η Ρωσία, η οποία εκτιμάται ότι δαπάνησε πέρυσι 86 δισ. δολάρια για την άμυνα, δήλωσε εν τω μεταξύ ότι δεν θα υπάρξουν «περιορισμοί στη χρηματοδότηση» του πολέμου της κατά της Ουκρανίας, παρά το ότι ο προϋπολογισμός της παραμένει απόρρητος. Η Ινδία σχεδιάζει να αυξήσει τον αμυντικό της προϋπολογισμό κατά 13% το ερχόμενο έτος στα 73 δισ. δολάρια, ενώ η Σαουδική Αραβία, φοβούμενη ένα πυρηνικό Ιράν, δαπανά σήμερα το 7,5% του ΑΕΠ για την άμυνα, ποσοστό που ξεπερνά μόνο η Ουκρανία.

Στο ΝΑΤΟ, μόνο επτά από τα 31 μέλη του πέτυχαν πέρυσι τον αυτοεπιβαλλόμενο από τη συμμαχία στόχο των αμυντικών δαπανών του 2% του ΑΕΠ. Αν το έκαναν όλα, οι συνολικές δαπάνες θα αυξάνονταν κατά πάνω από 150 δισ. δολάρια ετησίως, σύμφωνα με έρευνα των FT.

Ενώ ο πόλεμος ήταν μια από τις «πιο δαπανηρές και λιγότερο παραγωγικές ανθρώπινες δραστηριότητες», ο Τζέιμς Γκράντ, οικονομικός ιστορικός και εκδότης του Grant's Interest Rate Observer, σημείωσε ότι υπήρχε «επίσης μια τάση η ειρήνη να εκρήγνυται περιοδικά στα μούτρα μας».Ο Γκράντ πρόσθεσε: «Όταν συμβαίνει αυτό, υπάρχει συχνά μια σύμπτωση υποσχέσεων για πληρωμές και εκτύπωσης χρήματος».

Κατά γενικό κανόνα, οι «σύντομοι, θερμοί πόλεμοι» που απαιτούν μια ξαφνική αύξηση των δαπανών, χρηματοδοτούνται με επιπλέον δανεισμό, ενώ οι «μακροχρόνιοι, ψυχροί πόλεμοι» που απαιτούν διαρκείς αμυντικές δαπάνες χρηματοδοτούνται από φόρους.

Ο Ναπολεόντειος και ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος χρηματοδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με χρέος. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια των μακρών δεκαετιών του ψυχρού πολέμου, η Δύση χρηματοδότησε τις αμυντικές της δαπάνες μέσω υψηλότερης φορολογίας. Κατά το τέταρτο του αιώνα που προηγήθηκε της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, τα φορολογικά έσοδα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σε περισσότερο από 32% του ΑΕΠ, από 25%, ενώ τα επίπεδα του χρέους γενικά μειώθηκαν.

«Για σύντομους πολέμους, οι κυβερνήσεις μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες με δανεισμό», δήλωσε ο Τζέιμς Μακντόναλντ, συγγραφέας του βιβλίου A Free Nation Deep in Debt, μιας ιστορίας αναφορικά με τα δημόσια οικονομικά και τους πολέμους. «Αλλά αν υπάρχει ένας μακρύς πόλεμος, όσο περισσότερο διαρκεί, τόσο περισσότερο πρέπει να χρησιμοποιήσεις άλλες μεθόδους, όπως οι φόροι».

Οι πόλεμοι συνοδεύονται επίσης συχνά από υψηλότερο πληθωρισμό και καταστολή των επιτοκίων. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι τιμές χονδρικής των ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 8,2% ετησίως, ακόμη και όταν τα επιτόκια για το μακροπρόθεσμο χρέος ήταν σταθερά στο 2,5% - ένα κενό που βοήθησε την Ουάσινγκτον να διογκώσει την αξία των ομολόγων που εξέδωσαν οι ΗΠΑ.

«Όλοι οι πόλεμοι συνδέονται γενικά με κάποιο πληθωρισμό. Στους πολιτικούς δεν αρέσει να αυξάνουν τους φόρους (για να πληρώσουν τους πολέμους), και ο πληθωρισμός είναι ένας κρυφός φόρος», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Σίλα, συν-συγγραφέας του βιβλίου A History of Interest Rates.

Οι οικονομολόγοι υποψιάζονται ότι η ανοικοδόμηση των μακροπρόθεσμων αμυντικών δαπανών, οι οποίες έχουν μειωθεί κατά το ένα τρίτο σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, θα απαιτούσε ένα μείγμα υψηλότερων φόρων και περικοπών δαπανών αλλού.

«Δεν μπορούν να αποφευχθεί η πολιτική παράμετρος», δήλωσε ο Λιούελιν. «Οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν μια σειρά από γρίφους και πρέπει να γίνουν κάποιες δύσκολες επιλογές».

© The Financial Times Limited 2023. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v