Εντείνεται η ευρωπαϊκή πίεση προ την κυβέρνηση για τα χρέη των νοσοκομείων προς τους ιδιώτες προμηθευτές, τα οποία αντί να μειώνονται αυξάνονται και πληθύνονται με αποτέλεσμα στο τέλος Απριλίου 2025 να φθάσουν το 1,650 δισ. ευρώ, όταν στις αρχές του έτους οι οφειλές ήταν 1,164 δισ. ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2019 μόλις 344 εκ. ευρώ.
Μετά τις παρατηρήσεις από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την προσφυγή της Κομισιόν, ακούστηκε η «καμπάνα» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για τα χρέη των νοσοκομείων.
Όπως αναφέρει το σκεπτικό της απόφασης, κατά γενικό κανόνα, οι δημόσιες Αρχές διαθέτουν ασφαλέστερες, προβλέψιμες και συνεχείς ροές εσόδων συγκριτικά με τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, πολλές δημόσιες Αρχές μπορούν να λάβουν χρηματοδοτήσεις με ελκυστικότερους όρους από τις επιχειρήσεις, ενώ εξαρτώνται λιγότερο από ό,τι οι επιχειρήσεις από τη διαμόρφωση σταθερών εμπορικών σχέσεων για την επίτευξη των στόχων τους.
Με αυτά τα δεδομένα, οι μεγάλες προθεσμίες πληρωμής και οι καθυστερήσεις στις πληρωμές από δημόσιες Αρχές, για εμπορεύματα και υπηρεσίες, προκαλούν αδικαιολόγητο κόστος για τις επιχειρήσεις. Επομένως, κρίθηκε σκόπιμο να καθιερωθούν ειδικοί κανόνες για τις εμπορικές συναλλαγές που αφορούν στην πώληση εμπορευμάτων ή την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις σε δημόσιες Αρχές.
Στον «πυρήνα» αυτών των κανόνων προβλέπονται προθεσμίες πληρωμής κατά βάση όχι μεγαλύτερες από 30 ημερολογιακές ημέρες, εκτός αν στη σύμβαση προβλέπεται ρητά μεγαλύτερη προθεσμία η οποία τεκμηριώνεται αντικειμενικά υπό το πρίσμα του ιδιαίτερου χαρακτήρα ή των ειδικών χαρακτηριστικών της σύμβασης, και, σε κάθε περίπτωση, όχι μεγαλύτερες από 60 ημερολογιακές ημέρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιστολή που έστειλαν οι ελληνικές αρχές στις Βρυξέλλες, με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου, παραδεχόταν ότι υπήρχε νοσοκομείο με μέσο χρόνο πληρωμών 667 ημέρες (περίπου 2 χρόνια).
Παρ’ όλα αυτά, στην τελευταία αλληλογραφία για την υπόθεση, με ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 2024, οι ελληνικές Αρχές κατάφεραν να πείσουν τις Βρυξέλλες ότι για 12 πολιτικά νοσοκομεία, ο χρόνος πληρωμής είχε πέσει κάτω από τις 60 ημέρες ως το τέλος του β’ τριμήνου του 2024, ωστόσο για όλα τα υπόλοιπα νοσοκομεία δεν υπήρξαν αντίστοιχα στοιχεία. Και κάπως έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε.
Το ζήτημα πάντως δεν φαίνεται να είναι οικονομικό, καθώς τα ταμειακά διαθέσιμα φθάνουν τα 44 δισ. ευρώ, και το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στα 5,3 δισ. ευρώ στο πεντάμηνο του έτους. Προφανώς το πρόβλημα συνδέεται με γραφειοκρατικά και διαδικαστικά ζητήματα και ίσως με το rebate και clawback που δεν έχει συμψηφιστεί ακόμα, στοιχείο που επικαλείται η κυβέρνηση.
Το ιστορικό
Η απόφαση του Δικαστηρίου (C‑317/24), διαπιστώνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέλειψε να διασφαλίσει την τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών πληρωμής, οι οποίες για τους δημόσιους φορείς παροχής υγειονομικής μέριμνας μπορούν να φτάνουν έως και τις 60 ημερολογιακές ημέρες.
Η υπόθεση ξεκίνησε με προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία είχε επισημάνει επανειλημμένως ότι πολλά ελληνικά νοσοκομεία καθυστερούν υπερβολικά τις πληρωμές τους, γεγονός που αντίκειται στη σχετική Οδηγία. Παρά τις παρεμβάσεις της Επιτροπής, η κατάσταση παρέμεινε ανεπαρκής έως και το 2024.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι, κατά την περίοδο:
- 2018 έως 2023, ορισμένα στρατιωτικά νοσοκομεία (401 ΓΣΝΑ, 251 ΓΝΑ, 424 ΓΣΝΕ, Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών, Ναυτικό Νοσοκομείο Κρήτης) υπερέβαιναν τις νόμιμες προθεσμίες πληρωμής.
- Από Απρίλιο 2023 έως α΄ τρίμηνο 2024, 12 πολιτικά νοσοκομεία (όπως Πρέβεζας, Νάξου, Κρεστένων κ.ά.) εμφάνισαν αντίστοιχη παραβατική συμπεριφορά.
- Από Απρίλιο 2023 έως β΄ τρίμηνο 2024, δεκάδες άλλα μεγάλα νοσοκομεία και υγειονομικά ιδρύματα σε όλη την επικράτεια, μεταξύ αυτών ο «Ευαγγελισμός», το «Αττικόν», το «Θριάσιο», το «ΑΧΕΠΑ» και τα περισσότερα περιφερειακά νοσοκομεία.
Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας περί βελτίωσης των χρόνων πληρωμής λόγω εφαρμογής μεταρρυθμίσεων, τονίζοντας ότι οι μεταβολές που επήλθαν μετά τη λήξη της προθεσμίας της αιτιολογημένης γνώμης δεν μπορούν να αναιρέσουν την ήδη διαπιστωθείσα παράβαση.
Ως αποτέλεσμα της απόφασης, η Ελληνική Δημοκρατία καλείται να διασφαλίσει την άμεση συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ και να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα.