Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Σήματα για την οικονομία θα στείλουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ

Ζητούμενο η παραμονή της οικονομικής μεγέθυνσης πάνω από τη ζώνη του 2%. Οι επιφυλάξεις που προκάλεσε η πορεία βασικών δεικτών ανάπτυξης. Τα 78 δισ. ευρώ που… περιμένουν μέχρι το 2027.

Σήματα για την οικονομία θα στείλουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ

Με τα προσωρινά στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το β' τρίμηνο του έτους ανά χείρας, ανηφορίζει για τη Θεσσαλονίκη και τη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) πρόκειται να δημοσιοποιήσει σήμερα τις πρώτες εκτιμήσεις και το ζητούμενο είναι να παραμείνει η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας πάνω από τη ζώνη του 2%, προκειμένου να επιτευχθεί και ο φιλόδοξος στόχος για ρυθμό ανάπτυξης 2,3% για το σύνολο του 2025.

Το πρώτο τρίμηνο του έτους ξεκίνησε με ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας 2,2%, ωστόσο κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου υπήρξαν στοιχεία που έδειξαν τάσεις επιβράδυνσης ορισμένων βασικών δεικτών της ανάπτυξης.

Το «βελάκι» (για να χρησιμοποιήσουμε μπασκετικούς όρους) έδειξε ανάμεικτη εικόνα στις επενδύσεις, την κατανάλωση και τη μεταποίηση, καθώς και πτωτική τροχιά για την ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα και τις εξαγωγές.

Συνεπώς, η συνολική δυναμική δεν ήταν παντού ισχυρή. Αρμόδια στελέχη και οικονομικοί αναλυτές δεν αποκλείουν ακόμα και οριακή υποχώρηση κάτω από το 2% σε ετήσια βάση και 0,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Ο τζίρος στο λιανεμπόριο αυξήθηκε κατά 1,8% τον Ιούνιο σε σχέση με πέρυσι, κυρίως λόγω των πωλήσεων τροφίμων. Η κατανάλωση συνεχίζει να στηρίζει την ανάπτυξη, αλλά η περιορισμένη αύξηση δείχνει ότι η ζήτηση είναι ευάλωτη στις πληθωριστικές πιέσεις και στις μεταβολές της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, καθώς το κόστος διαβίωσης παραμένει υψηλό. Οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά, στην ενέργεια και στις υπηρεσίες επιτείνουν την οικονομική «αιμορραγία» στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών.
  • Η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα, αν και ανέκαμψε ισχυρά τον Μάιο (14,4% ως προς τον όγκο), στο πεντάμηνο του έτους, δηλαδή την περίοδο Ιανουαρίου - Μαΐου 2025, εμφάνισε στο σύνολο της χώρας μείωση κατά 17,6% στον αριθμό των οικοδομικών αδειών, μείωση κατά 30,9% στην επιφάνεια και μείωση κατά 24,4% στον όγκο, σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου - Μαΐου 2024. Η καθυστέρηση εφαρμογής νέων κανονισμών και η αβεβαιότητα γύρω από τις δημόσιες επενδύσεις περιόρισαν τον ρυθμό ανάπτυξης του κατασκευαστικού τομέα, που παραδοσιακά αποτελεί το μεγαλύτερο στήριγμα της οικονομίας.
  • Η βιομηχανική παραγωγή σημείωσε οριακή αύξηση 0,5% τον Ιούνιο, μετά την πτώση του Μαΐου. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην εξόρυξη μετάλλων (+16,2%), ενώ η παραγωγή ενέργειας μειώθηκε κατά 7,2%. Ο δείκτης PMI μεταποίησης παραμένει πάνω από τις 50 μονάδες, υποδηλώνοντας ήπια επέκταση της μεταποιητικής δραστηριότητας, ενώ ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχώρησε ελαφρά, αντανακλώντας την επιφυλακτικότητα των καταναλωτών και των επιχειρήσεων.
  • Στο εξωτερικό εμπόριο, οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν κατά 8,3% τον Ιούνιο σε σχέση με πέρυσι, περιορίζοντας τη θετική συμβολή τους στην επιτάχυνση του ΑΕΠ, ενώ οι εισαγωγές συνεχίζουν να αυξάνονται, πιέζοντας το εμπορικό ισοζύγιο. Η αγορά εργασίας παραμένει σε καλό δρόμο, με αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, ενώ οι επενδύσεις εξακολουθούν να είναι το μεγάλο «αγκάθι» κυρίως λόγω των καθυστερήσεων και της υποεκτέλεσης έργων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο τρίμηνο η «βουτιά» στις παραγωγικές επενδύσεις άγγιξε το 3,2%, με τη μεγαλύτερη πτώση να σημειώνουν οι κατασκευές πλην κατοικιών.

Οι προοπτικές 

Όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, σε κάθε περίπτωση, η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει η κύρια συνιστώσα του ΑΕΠ και της αναπτυξιακής πορείας και θα συνεχίσει να διαδραματίζει τον βασικότερο ρόλο.

«Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών και εθνικών κεφαλαίων για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων και την τόνωση της επιχειρηματικότητας.

Αυτή η εξέλιξη θα έχει διττό αποτέλεσμα: αφενός, η αξία της επένδυσης θα "μετρήσει" στο ΑΕΠ και μαθηματικά θα βελτιώσει τον ρυθμό ανάπτυξης και αφετέρου, μακροπρόθεσμα, θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, υποστηρίζοντας νέες θέσεις εργασίας και την παραγωγικότητα του παγίου κεφαλαίου», σημειώνουν.

Παραθέτουν μάλιστα και στοιχεία σύμφωνα με τα οποία από τον περασμένο χρόνο μέχρι και το 2027, η χώρα θα έχει εξασφαλίσει περίπου 78,6 δισ. ευρώ από φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περίπου άλλα 17 δισ. ευρώ από εθνικούς πόρους.

Οι επενδύσεις αναμένεται να επιταχυνθούν τα επόμενα χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη την ωρίμανση των επενδυτικών σχεδίων και των έργων που υλοποιούνται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης. Στόχος όμως θα πρέπει να είναι η ταχύτατη αύξηση του λόγου επενδύσεις παγίου κεφαλαίου προς ΑΕΠ (15% του ΑΕΠ) και η σύγκλιση προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (22% του ΑΕΠ), αλλά και η μείωση του επενδυτικού κενού και της απαξίωσης του εργοστασιακού εξοπλισμού που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.

Όσον αφορά επιμέρους το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η Ελλάδα έχει εισπράξει περί τα 21,3 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 60% από τα συνολικά 36 δισ. ευρώ, που έχει εξασφαλίσει.

Ωστόσο, τους επόμενους 12 μήνες που έχει ακόμα στη διάθεσή της προτού «κλείσει» το πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρώσει 104 επενδύσεις και 77 μεταρρυθμίσεις που έχει εντάξει στο «Ελλάδα 2.0».

Από τα συνολικά 21,3 δισ. ευρώ που έχουν εισπραχθεί ως τώρα, περίπου το 50% των συνολικών πόρων (19,1 δισ. ευρώ από τα 36 δισ. ευρώ) έχουν διατεθεί και περνάνε σταδιακά στην οικονομία ως πληρωμές έργων (10,6 δισ. ευρώ) και ως εκταμιεύσεις δανείων (8,5 δισ. ευρώ).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο