Το Χρηματιστήριο Αθηνών εισέρχεται στο 2026 με ανανεωμένη δυναμική, στηριζόμενο σε ουσιαστικές διαρθρωτικές βελτιώσεις, αυξημένη διεθνή ορατότητα και βαθύτερη ενσωμάτωση με τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές, επισημαίνει η Beta Securities στην έκθεσή της με τις προοπτικές για το επόμενο έτος.
Κομβικό σημείο σε αυτή την πορεία αποτελεί η διαδικασία ενοποίησης με τον όμιλο Euronext, μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις για την ελληνική αγορά την τελευταία δεκαετία, καθώς αναβαθμίζει την προσβασιμότητα, τα τεχνολογικά πρότυπα, την αποδοτικότητα των διαδικασιών και τη συνολική ανταγωνιστικότητα του ΧΑ.
Η μετάβαση αυτή, σημειώνει η χρηματιστηριακή, έχει ήδη ενισχύσει το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, τοποθετώντας την Ελλάδα πιο σταθερά στο οικοσύστημα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Το 2025 καταγράφηκε αισθητή βελτίωση στη δραστηριότητα και τη ρευστότητα της αγοράς, με τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών να αυξάνεται κατά 56,6% σε ετήσια βάση. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τόσο την ενισχυμένη συμμετοχή των εγχώριων επενδυτών όσο και τη διεύρυνση της βάσης διεθνών θεσμικών χαρτοφυλακίων.
Παράλληλα, τα εταιρικά κέρδη κινήθηκαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, η πιστοληπτική εικόνα του ελληνικού Δημοσίου βελτιώθηκε περαιτέρω και το μακροοικονομικό περιβάλλον σταθεροποιήθηκε, διαμορφώνοντας ένα σαφώς πιο υγιές πλαίσιο διαπραγμάτευσης και μεγαλύτερο εύρος επενδυτικών επιλογών.
Ύστερα από μια παρατεταμένη περίοδο υποτονικότητας, η δραστηριότητα στις αρχικές δημόσιες προσφορές αρχίζει σταδιακά να ανακάμπτει. Αρκετές μεσαίου μεγέθους και αναπτυξιακές εταιρείες εξετάζουν την είσοδό τους στο ταμπλό, ενώ η «ουρά» των νέων εισαγωγών για την περίοδο 2025-2026 έχει ενισχυθεί αισθητά. Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι βελτιωμένες αποτιμήσεις, τα υψηλότερα πρότυπα εταιρικής διακυβέρνησης και το αυξανόμενο ενδιαφέρον ιδιωτικών επιχειρήσεων για άντληση κεφαλαίων με στόχο την επέκτασή τους. Την ίδια στιγμή, δευτερογενείς εκδόσεις και εταιρικές πράξεις -όπως επαναγορές μετοχών, placements και αναχρηματοδοτήσεις- ενίσχυσαν τη συνολική δυναμική της αγοράς.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η ελληνική οικονομία αναμένεται να διατηρήσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2026, με το ΑΕΠ να προβλέπεται ότι θα αυξηθεί κατά 2,2%. Η πορεία αυτή στηρίζεται στην ανθεκτική εγχώρια ζήτηση, τη συνεχιζόμενη ισχύ του τουρισμού και των άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς και στη διαρκή επίδραση των επενδύσεων που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης. Η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα παραμείνει υψηλή, γύρω στο 4,6%, αντανακλώντας τη σταθερή οικονομική δραστηριότητα και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να υποχωρήσει περαιτέρω στο 1,9% το 2026, προσεγγίζοντας τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ ο δομικός πληθωρισμός, επηρεασμένος κυρίως από τις υπηρεσίες και τις μισθολογικές πιέσεις, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2%, συνεχίζοντας την πορεία σύγκλισης. Η αγορά εργασίας αναμένεται επίσης να βελτιωθεί περαιτέρω, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί στο 9,2%, ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης, των ιστορικά υψηλών τουριστικών ροών και της έντονης δραστηριότητας στους κλάδους των κατασκευών και των ακινήτων.
Οι δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα συνεχίζουν να κινούνται σε σαφώς θετική τροχιά, με το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης να εκτιμάται ότι θα περιοριστεί περαιτέρω και τη χώρα να διατηρεί ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα. Η επίδοση αυτή στηρίζεται στην υπεραπόδοση των δημοσίων εσόδων και στη συνεχιζόμενη πειθαρχία στις δαπάνες, ενισχύοντας τη συνολική αξιοπιστία της δημοσιονομικής πολιτικής.
Παράλληλα, το ελληνικό δημόσιο απολαμβάνει πλέον τα οφέλη της επανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, με όλους τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης να έχουν αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, αναγνωρίζοντας τη δημοσιονομική συνέπεια, τις μεταρρυθμίσεις και τη θεαματικά βελτιωμένη βιωσιμότητα του χρέους.
Καθοριστικό ρόλο στη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής το 2026 διαδραματίζουν οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), με το επόμενο έτος να αποτελεί το τελευταίο της περιόδου επιλεξιμότητας του προγράμματος. Η Ελλάδα, έχοντας τη μεγαλύτερη κατανομή πόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με το ΑΕΠ της, συνεχίζει να αξιοποιεί τα κονδύλια για επενδύσεις στην ενέργεια, στον ψηφιακό μετασχηματισμό, στις υποδομές και στην αναβάθμιση των επιχειρήσεων.
Με βάση τον ρυθμό υλοποίησης έως σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του πακέτου των 36 δισ. ευρώ έχει ήδη δεσμευθεί, ενώ εκτιμάται ότι απομένουν 6-8 δισ. ευρώ προς εκταμίευση εντός του 2026. Η τελευταία αυτή «δόση» αναμένεται να προσφέρει ουσιαστική ώθηση στις επενδύσεις και να διατηρήσει τους ισχυρούς πολλαπλασιαστές του προγράμματος, καθώς η χώρα εισέρχεται στη μετα-RRF εποχή.
Η εικόνα για τις εισηγμένες
Το βελτιούμενο μακροοικονομικό περιβάλλον συμβαδίζει με μια ουσιαστική αναγέννηση των θεμελιωδών μεγεθών των ελληνικών επιχειρήσεων. Έπειτα από μία δεκαετία αναδιαρθρώσεων, συγχωνεύσεων και στρατηγικής επανατοποθέτησης, οι μεγάλες εισηγμένες εμφανίζονται σήμερα ισχυρότερες, με μεγαλύτερο μέγεθος και πιο προβλέψιμη κερδοφορία.
Το στοιχείο της κλίμακας αποκτά καθοριστική σημασία στη σύγχρονη ελληνική αγορά, καθώς οι ηγετικές εταιρείες έχουν ενισχυθεί μέσω συγχωνεύσεων και αναβάθμισης των επιχειρηματικών τους μοντέλων, μειώνοντας τον κίνδυνο και αυξάνοντας τη σταθερότητα των κερδών. Η τάση αυτή είναι εμφανής σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων -από τις τράπεζες και την ενέργεια έως τα τυχερά παιχνίδια και τη βιομηχανία-, ενισχύοντας ουσιαστικά το επενδυτικό αφήγημα της χώρας.
Την ίδια στιγμή, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών βρίσκονται προ των πυλών ενός νέου άλματος κερδοφορίας. Το 2025 θα μπορούσε να αποτελέσει το τέταρτο συνεχόμενο έτος ιστορικά υψηλών κερδών, με αιχμή την ισχυρή απόδοση του τραπεζικού κλάδου και την ωρίμανση των επενδυτικών σχεδίων (CapEx) σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Ο συνδυασμός ισχυρών μακροοικονομικών θεμελίων και αναζωογονημένης εταιρικής επίδοσης καθιστά την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά ελκυστική για ένα ευρύ φάσμα επενδυτών. Οι ιδιώτες επενδυτές μπορούν πλέον να αντλούν εμπιστοσύνη από τη μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας -με διατηρήσιμη ανάπτυξη και συνετή δημοσιονομική πολιτική- στοιχεία που περιορίζουν τη μεταβλητότητα και την αβεβαιότητα του παρελθόντος. Παράλληλα, έχουν στη διάθεσή τους ισχυρά εταιρικά stories, είτε πρόκειται για τράπεζες με επαναφορά σε ελκυστικές μερισματικές αποδόσεις είτε για βιομηχανικούς «πρωταθλητές» που επεκτείνονται σε νέες αγορές.
Για τους θεσμικούς επενδυτές, η Ελλάδα προσφέρει έναν μοναδικό συνδυασμό σταθερότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ρυθμών ανάπτυξης που θυμίζουν αναδυόμενη αγορά, με τους κινδύνους όμως να έχουν μειωθεί ουσιαστικά χάρη στις μεταρρυθμίσεις. Σε επίπεδο χαρτοφυλακίου, οι ελληνικές μετοχές συνδυάζουν κυκλικά οφέλη και αμυντικά χαρακτηριστικά. Η κυκλική διάσταση προκύπτει από τη φάση ανόδου της οικονομίας, με περιθώρια περαιτέρω σύγκλισης προς τα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής και τα ευρωπαϊκά εισοδηματικά πρότυπα. Η αμυντική πλευρά εντοπίζεται σε κλάδους όπως οι κοινωφελείς υπηρεσίες, τα τυχερά παιχνίδια και οι τηλεπικοινωνίες, όπου οι σταθερές ταμειακές ροές και οι μερισματικές αποδόσεις λειτουργούν ως «ασπίδα» σε περιόδους μεταβλητότητας.
Ταυτόχρονα, η ισχυρή εγχώρια ζήτηση -μέσω λιανεμπορίου, τραπεζών και κατασκευών- προσδίδει ανθεκτικότητα, μειώνοντας την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από εξωτερικούς παράγοντες. Ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας ως σταθερού συμμάχου και περιφερειακού κόμβου προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο μεσοπρόθεσμων ευκαιριών, με πιθανές στρατηγικές επενδύσεις σε υποδομές, ενέργεια και τεχνολογία.
Συνολικά, η «αναγέννηση» του ελληνικού χρηματιστηρίου χαρακτηρίζεται από υψηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερο ρίσκο. Η Ελλάδα του σήμερα διαφέρει ριζικά από εκείνη πριν από δέκα χρόνια: διαθέτει αναπτυσσόμενη οικονομία, ισχυρά δημοσιονομικά θεμέλια, ενισχυμένο τραπεζικό σύστημα και επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στην κλίμακα και την καινοτομία. Το αποτέλεσμα είναι ένα πειστικό, τεκμηριωμένο επενδυτικό αφήγημα, βασισμένο σε πραγματικά θεμελιώδη μεγέθη -επιταχυνόμενα κέρδη, βελτιούμενη πιστοληπτική ποιότητα και ένα νέο, πιο ώριμο πλαίσιο λειτουργίας.
Τα top picks
Στο πλαίσιο διαμόρφωσης της επενδυτικής στρατηγικής για το 2026, εφαρμόστηκε ένα πειθαρχημένο, πολυπαραγοντικό μοντέλο επιλογής, με έμφαση: (α) στο μέγεθος και τη θέση στην αγορά, (β) στην ορατότητα των επενδυτικών σχεδίων και των πιθανών στρατηγικών συνεργασιών, (γ) στη μερισματική απόδοση και τη βιωσιμότητα των ταμειακών ροών, (δ) στη γεωγραφική διασπορά και (ε) στην έκθεση σε κλάδους διαρθρωτικής ανάπτυξης.
Με βάση τα κριτήρια αυτά, οι βασικές επιλογές για το 2026 περιλαμβάνουν τις Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank στον χρηματοοικονομικό κλάδο, τη ΔΕΗ στην ενέργεια, τη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στις παραχωρήσεις και τις υποδομές, καθώς και την Jumbo στο λιανεμπόριο. Στο τμήμα της μικρής κεφαλαιοποίησης, ξεχωρίζει η Παπουτσάνης, λόγω της ισχυρής αναπτυξιακής πορείας και της σταθερής δυναμικής κερδοφορίας.
Συστάσεις και τιμές-στόχοι
Η χρηματιστηριακή διατηρεί σύσταση buy για την Αlpha Bank, με τιμή-στόχο στα 4,17 ευρώ, βλέποντας περιθώριο ανόδου 22%.
Σύσταση buy δίνει για τη Eurobank, με στόχο τα 4,12 ευρώ και περιθώριο ανόδου 21% αλλά και για την Τράπεζα Πειραιώς με τιμή-στόχο στα 8,59 ευρώ (περιθώριο 22%).
Για την Εθνική Τράπεζα διατηρεί σύσταση "hold" με τιμή-στόχο στα 14,14 ευρώ.
ΓΕΚ Τέρνα: Παραμένει overweight με τιμή-στόχο στα 32,1 ευρώ.
ΔΕΗ: Σύσταση overweight με τιμή-στόχο στα 24,4 ευρώ.
Jumbo: Σύσταση overweight με τιμή-στόχο στα 39 ευρώ.
Παπουτσάνης: Σύσταση overweight με στόχο τα 5,2 ευρώ.