Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε ομόφωνα να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, με την πρόεδρο της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ να τονίζει ότι η τρέχουσα συγκυρία χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας, ο οποίος δεν επιτρέπει την παροχή καθοδήγησης για τη μελλοντική πορεία της νομισματικής πολιτικής.
Όπως ανέφερε στην καθιερωμένη συνέντευξη τύπου μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, οι εξελίξεις στο παγκόσμιο εμπόριο και οι πιέσεις από χώρες με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, ιδίως στα ευρωπαϊκά σύνορα, καθιστούν αδύνατη την εκ των προτέρων χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής για την πορεία των επιτοκίων.
Ωστόσο, η Λαγκάρντ επισήμανε ότι παρά το ασταθές διεθνές περιβάλλον η οικονομία της ευρωζώνης παρουσιάζει ανθεκτικότητα.
Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3% το τρίτο τρίμηνο, με βασικούς μοχλούς την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η Λαγκάρντ στο γεγονός ότι η άνοδος των επενδύσεων δεν προέρχεται αποκλειστικά από τον δημόσιο τομέα, αλλά και από την ιδιωτική πρωτοβουλία, στοιχείο που υποδηλώνει διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός παραμένει πηγή αυξημένης αβεβαιότητας. Από τη μία πλευρά, θα μπορούσε να υποχωρήσει περισσότερο του αναμενομένου εάν η άνοδος των αμερικανικών δασμών περιορίσει τη ζήτηση για ευρωπαϊκές εξαγωγές, εάν ενισχυθούν οι εισαγωγές από χώρες με υπερβάλλουσα παραγωγή ή εάν το ευρώ ισχυροποιηθεί περαιτέρω. Επιπλέον, αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές και μεγαλύτερη αποστροφή κινδύνου θα μπορούσαν να πλήξουν τη ζήτηση. σημείωσε η Λαγκάρντ.
Από την άλλη πλευρά, προειδοποίησε, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να κινηθεί υψηλότερα εάν η κατακερματισμένη παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα αυξήσει το κόστος εισαγωγών και περιορίσει την προσφορά κρίσιμων πρώτων υλών. Παράλληλα, μια πιο αργή αποκλιμάκωση των μισθολογικών πιέσεων ή αυξημένες δαπάνες για άμυνα και υποδομές ενδέχεται να τροφοδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα.
Η ΕΚΤ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί βραχυπρόθεσμα, κυρίως λόγω της υποχώρησης των ενεργειακών τιμών, και θα παραμείνει κατά μέσο όρο κάτω από το 2% το 2026 και το 2027, προτού επιστρέψει στον στόχο το 2028.
Οι αποφάσεις για τα επιτόκια, όπως υπογράμμισε η Λαγκάρντ, θα συνεχίσουν να λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση ξεχωριστά, με πλήρη εξάρτηση από τα εισερχόμενα οικονομικά δεδομένα και με όλα τα εργαλεία της ΕΚΤ διαθέσιμα εντός της εντολής της.