Η αθέατη εικόνα της εγκληματικότητας στην Ελλάδα

Την προσοχή τραβούν οι «ηχηρές» και «μοναδικές» περιπτώσεις που υπερπροβάλλουν τα media, αλλά τα στοιχεία αποκαλύπτουν τα πραγματικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν -ιδίως στα σχολεία.

Η αθέατη εικόνα της εγκληματικότητας στην Ελλάδα
  • Έφη Λαμπροπούλου

Yπάρχει η διάχυτη άποψη ότι η εγκληματικότητα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί και ότι οι μορφές της είναι σοβαρότερες από το παρελθόν. Θεωρείται για παράδειγμα ότι έχουμε περισσότερες δολοφονίες γυναικών ή ένταση της ενδοοικογενειακής βίας, απόψεις οι οποίες δεν βασίζονται σε δεδομένα, αλλά σε μεγάλο βαθμό στην αναπαραγωγή τέτοιων ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στην κινητοποίηση των απειλούμενων ομάδων (π.χ. γυναίκες), καθώς και στη δημιουργία αδικημάτων που πριν εντάσσονταν στις γενικές κατηγορίες εγκλημάτων (π.χ. ενδοοικογενειακή βία).

Μετά το 2010 που έχουμε διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία, δεν παρατηρείται αύξηση στις ανθρωποκτονίες γυναικών, αλλά έντονες αυξομειώσεις από έτος σε έτος (+21%, -25%), με ανεπαίσθητη πτωτική τάση. Όσον αφορά τους βιασμούς, που και αυτοί συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, έχουμε αυξομειώσεις (+26%, -27%), επίσης με πτωτική τάση. Και πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των ετών 1991 έως 2020 έχουμε κατά μέσο όρο 1,16 βιασμό λιγότερο κάθε έτος.

Περιπτώσεις όπως των τριών παιδιών στην Πάτρα (δεν έχει αποφανθεί το δικαστήριο) ή της Καρολάιν, οι οποίες απασχόλησαν έντονα τα ΜΜΕ, είναι μεμονωμένες. Τέτοιες πράξεις τελούνται σε καταστάσεις ακραίας ζήλιας ή απελπισίας ή έλλειψης συναίσθησης της πράξης. Μπορεί να συμβούν σε κάθε εποχή και δεν τελούνται συχνά.

Αντιθέτως, με βάση τα περιορισμένα και διάσπαρτα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, παρουσιάζεται ανοδική τάση στις κακοποιήσεις παιδιών, αλλά και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και τη δημιουργία ξεχωριστού αδικήματος (Ν. 3727/2008, Ν. 4837/2021). Έτσι, το α’ εξάμηνο του 2022 στην «Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056», καταγράφηκαν από το επιστημονικό προσωπικό της Γραμμής συνολικά 557 αναφορές σοβαρών περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης 964 παιδιών, σημειώνοντας αύξηση 27,2% σε σχέση με το α’ εξάμηνο του 2021, με 438 αναφορές.

Ως προς τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, ενώ η Γραμμή SOS αναφέρει ότι αυτές εκπροσωπούν περίπου το 1,45% (14/964) των περιπτώσεων κακοποίησης, η Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος σημειώνει ότι το 2020 χειρίστηκε 300 υποθέσεις για σεξουαλική κακοποίηση και πορνογραφία ανηλίκων, σε σύγκριση με 329 υποθέσεις το 2019 και 282 το 2018. Το 27% των θυμάτων ήταν ηλικίας κάτω των 15 ετών, όπως και το 2,6% των δραστών, ενώ σύμφωνα με τη Γραμμή το 76,3% των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης ήταν μέχρι 12 ετών.

Ένα πολύ σοβαρό θέμα του οποίου οι διαστάσεις υποτιμώνται, είναι η παραβατικότητα ανηλίκων, η δράση νεανικών συμμοριών και η χρήση βίας εκ μέρους τους (π.χ. συμπλοκές, εκβίαση με σωματική βία και απειλές). Η υποτίμηση εν μέρει οφείλεται στο ότι τα ηλικιακά όρια ποινικής ευθύνης αλλάζουν κατά καιρούς, δηλαδή αυξάνονται, οπότε δεν υπάρχει αδίκημα να καταγραφεί και δράστης να τιμωρηθεί. Γι’ αυτές τις πράξεις διαβάζουμε μόνο κάποιες φορές στα ΜΜΕ, αλλά έτσι δεν αντικατοπτρίζεται η πραγματική εικόνα.

Βεβαίως, ένα μεγάλο μέρος της νεανικής παραβατικότητας διακόπτεται με την ενηλικίωση, όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ατιμωρησία και την αυστηρή τιμωρία. Παράδειγμα ο σχολικός εκφοβισμός, ο οποίος δεν καταγράφεται, διότι δεν υπάρχει αδίκημα. Η υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη το 2015 έφερε στο φως ένα πρόβλημα, το μέγεθος του οποίου φάνηκε ότι είτε αγνοείτο είτε αποσιωπάτο.

Μετά τον θάνατό του έγινε μια προσπάθεια (Ν. 4322/2015 άρ. 8 παρ. 1, άρ. 312 ΠΚ) ποινικοποίησης του σχολικού εκφοβισμού, όμως ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) τροποποίησε ριζικά το περιεχόμενο του άρθρου 312 ΠΚ, με αποτέλεσμα οι πράξεις βίας μεταξύ ανηλίκων να μην περιλαμβάνονται πια στις διατάξεις του και αναγνωρίζεται μόνο η ποινική ευθύνη των γονέων στην τέλεση αξιόποινης πράξης από το ανήλικο τέκνο τους (άρ. 360 ΠΚ).

Την τελευταία δεκαετία, παρατηρείται επίσης η ανάπτυξη μιας ενεργά επιθετικής κουλτούρας προς τους θεσμούς από ανηλίκους και νέους, βιαιοπραγίες κατά προσώπων και καταστροφές δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. Στις δεκαετίες ’80 και ’90, αλλά και παλαιότερα, οι παραβατικές συμπεριφορές ανηλίκων συνδέονταν με την παραμέλησή τους, τώρα οι μορφές παραβατικότητας χαρακτηρίζουν νέους που ψάχνουν για συγκινήσεις.

Ένα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι η δυναμική παρουσία εγκληματικών ομάδων. Οι ληστείες π.χ., έγκλημα που απαιτεί οργάνωση, από 81 που ήταν το 1980 έφθασαν τις 1.800 το 2000 και μετά το 2010 κυμαίνονται μεταξύ 4.300-4.700 τον χρόνο, δηλαδή τις 13 την ημέρα. Παράλληλα, έχουμε πολλές δολοφονίες στο πλαίσιο του ελληνικού οργανωμένου εγκλήματος. Μεταξύ των ετών 2009-22 έγιναν γνωστές 47 εκτελέσεις, από τις οποίες οι μισές μετά το 2017 και οι απόπειρες είναι άγνωστες στο κοινό.

Εκτός από τις ελληνικές και ξένες εγκληματικές ομάδες που καταγράφει κάθε χρόνο η Ελληνική Αστυνομία, στη χώρα δραστηριοποιείται, κρατώντας χαμηλό προφίλ, πλήθος άλλων ομάδων, οι οποίες συνδέονται απευθείας με το εξωτερικό και λειτουργούν επιχειρήσεις-βιτρίνα για ξέπλυμα και για την προώθηση ή συγκάλυψη των παράνομων δραστηριοτήτων τους.

Καταλήγοντας, τα ΜΜΕ έχουν έναν δικό τους τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας, λειτουργώντας με βάση το ποια πληροφορία μπορεί να αποτελέσει είδηση και όχι πού βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα, διότι τα ΜΜΕ προτιμούν να προβάλλουν πρόσωπα και όχι καταστάσεις, αφού μόνο αυτά μπορούν να τους μιλήσουν. Η πραγματικότητα, όμως, της εγκληματικότητας διαδραματίζεται κατά κύριο λόγο πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας και των δελτίων ειδήσεων και είναι ενίοτε πιο απαισιόδοξη από αυτήν που φαίνεται.

Η παραβατικότητα ανηλίκων, η δράση νεανικών συμμοριών και η χρήση βίας εκ μέρους τους είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, του οποίου οι διαστάσεις υποτιμώνται. Επίσης, την τελευταία δεκαετία παρατηρείται η ανάπτυξη μιας ενεργά επιθετικής κουλτούρας προς τους θεσμούς από ανηλίκους και νέους, βιαιοπραγίες κατά προσώπων και καταστροφές δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ.

*Η κα Έφη Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Παν/μίου. Visiting Fellow του Πανεπιστήμιου του Cambridge/HB και του Ινστιτούτου Max-Planck για τη μελέτη του εγκλήματος, της ασφάλειας και του δικαίου στο Freiburg/Γερμανία. Μέλος επιστημονικών εταιρειών.

v