Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Ελλάδα έχασε μια μεγάλη ευκαιρία για βιώσιμη ανάπτυξη

Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, γεγονός που επικαλείται η κυβέρνηση για να προβάλει το έργο της. Αν όμως αναλογισθούμε πόσα κεφάλαια εισέρρευσαν στη χώρα τα τελευταία χρόνια και ποιό είναι το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ανησυχούμε.

Η Ελλάδα έχασε μια μεγάλη ευκαιρία για βιώσιμη ανάπτυξη
Είναι σύνηθες μετά από μια μεγάλη παρατεταμένη βουτιά της οικονομίας, το ΑΕΠ να ανακάμπτει απότομα. Είναι η θεωρία του ελατηρίου.

Η Ελλάδα έχασε το 25% περίπου της οικονομίας της την περίοδο της κρίσης 2008-2016 αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε είναι μια παρατεταμένη ήπια ανάπτυξη παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει υποδεχθεί δεκάδες δισ. ευρώ από διάφορα προγράμματα.

Το θετικό είναι ότι υπάρχει δημοσιονομική πειθαρχία που βοηθάει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του πολύ υψηλού λόγου δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ και σημαντική μείωση της ανεργίας με αύξηση της απασχόλησης.

Χθες, η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε καθοδικά  την ανάπτυξη της οικονομίας σε  2,1% το 2024 από 2,3% προηγουμένως. Και ασφαλώς η φετινή επίδοση της οικονομίας είναι ερωτηματικό.

Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον υπουργό Οικονομικών κ. Πιερρακάκη να επαναλάβει σε εκδήλωση  στην Ουάσινγκτον το  αφήγημα ότι οι μεταρρυθμίσεις επέτρεψαν στην Ελλάδα να «επιστρέψει και να είναι σε πλήρη λειτουργία» σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. 

 Πράγματι, η Ελλάδα έχει επιστρέψει από τα  174,5 δισ. Δολάρια που ήταν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) όταν πάτωσε το 2016, την τελευταία χρονιά ύφεσης. 

Από τότε η ελληνική οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, καταγράφοντας αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,4% το 2017, 1,9% το 2018 και 1,9% το 2019.

Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 9% το 2020 λόγω των επιπτώσεων του Covid και ανέκαμψε το 2021, σημειώνοντας ισχυρή ανάπτυξη 8,4% το 2021 και 5,9% το 2022. Από εκεί και πέρα, ο ρυθμός ανάπτυξης ακολουθεί φθίνουσα πορεία, καταγράφοντας  αύξηση 2,3% το 2023 και 2,1% πέρυσι μετά την πτωτική αναθεώρηση της ΕΛΣΤΑΤ.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος του αντίστοιχου μέσου ρυθμού της ΕΕ από το 2019 και έπειτα.     

Αν όμως αυτό είναι το αποτέλεσμα στην ανάπτυξη μετά από 100 και πλέον μεταρρυθμίσεις τα 6 τελευταία χρόνια κατά τον κ. Πιερρακάκη και του πακτωλού χρημάτων που εισέρρευσε από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ και τις κάθε είδους χρηματοδοτικές διευκολύνσεις που παρείχε προς το τραπεζικό σύστημα, ίσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε κάτι άλλο.

Τι δεν κάναμε σωστά για να έχουμε αυτούς τους αξιοπρεπείς μεν αλλά σίγουρα υποτονικούς ρυθμούς σε σχέση με αυτούς που θα έπρεπε να έχουμε με βάση τα προαναφερθέντα.  Αναμφισβήτητα, υπάρχουν δικαιολογίες.  Κι ο πόλεμος στην Ουκρανία  που ανέβασε  το κόστος της ενέργειας και τα δομικά προβλήματα μεγάλων εμπορικών εταίρων μας όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία. 

Προφανώς, αρκετά  πράγματα δεν κάναμε σωστά και αυτό βαρύνει πρωτίστως εκείνους που έχουν το τιμόνι. 

Για μια οικονομία, όπως η ελληνική, με μακροχρόνιο μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ 1% και 1,4%, μέσος ρυθμός της τάξης  του 2%-2,3% την εποχή των παχέων αγελάδων θα έπρεπε να προκαλεί προβληματισμό.  Ενδεχομένως και ανησυχία γιατί δεν προβλέπονται παρόμοιες εισροές κεφαλαίων μετά το 2026.       


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο