Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι κοινωνικές δαπάνες δεν είναι το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας

Η εξισορρόπηση μεταξύ της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της μείωσης του υπέρογκου δημοσίου χρέους από την μια πλευρά και των αυξημένων κοινωνικών αναγκών από την άλλη δεν είναι εύκολη υπόθεση για οποιαδήποτε κυβέρνηση.  Ιδίως, όταν ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών είναι μικρός.

Οι κοινωνικές δαπάνες δεν είναι το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας
Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού είχε δηλώσει κάποτε ο Γερμανός καγκελάριος Οτο Φον Μπίσμαρκ. 

Πουθενά αλλού ίσως αυτό δεν έχει μεγαλύτερη εφαρμογή από την οικονομική πολιτική. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική. Oποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει μια αρκετά συνετή δημοσιονομική πολιτική από την στιγμή που γνωρίζει δυο πράγματα.

Πρώτον, οι αγορές θα καταστήσουν  ακριβό έως απαγορευτικό το κόστος δανεισμού για την χώρα σε περίπτωση που αντιληφθούν ότι λαμβάνονται μέτρα τα οποία  οδηγούν σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Προφανώς, καμία κυβέρνηση με σώας τα φρένας δεν θα θελήσει να δοκιμάσει την ανοχή τους όταν γνωρίζει ότι η Ελλάδα πήγε στα μνημόνια γιατί έχασε την πρόσβαση στις αγορές. 

Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα μείνει με σταυρωμένα χέρια αν διαπιστώσει ότι η Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη χώρα παραβιάζει το Σύμφωνο Σταθερότητας, διογκώνοντας τις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες αρκετά πιο πάνω από τον συμφωνηθέντα ετήσιο ρυθμό αύξησης.

Τα αναφέρουμε όλα αυτά για να γίνει αντιληπτό πόσο δύσκολο είναι να αυξηθούν αρκετά οι κρατικές δαπάνες για συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, υγεία, κοινωνική στέγαση, επιδόματα αναπηρίας ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ακόμη, κι αν ο πολιτικός στόχος μιας κυβέρνησης είναι αυτός.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα δαπάνησε το 23% περίπου του ΑΕΠ το 2024 για το αποκαλούμενο κοινωνικό κράτος όσα περίπου κι η Πορτογαλία. Ο μέσος όρος στην ΕΕ ήταν περίπου 27% του ΑΕΠ αλλά υπήρχαν μεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε.

Η Φινλανδία, η Γαλλία και η Αυστρία ήταν οι πιο γενναιόδωρες με τις κοινωνικές δαπάνες να ανέρχονται στο 32% περίπου του ΑΕΠ τους.  Από την άλλη πλευρά, η Ιρλανδία και η Μάλτα δαπάνησαν το 12%-13% του ΑΕΠ τους ενώ η Κύπρος βρισκόταν στο 19%.   

Για να μπορέσει η Ελλάδα να ανεβάσει τις κοινωνικές δαπάνες στο 27% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, είτε θα πρέπει να μειώσει άλλες κρατικές δαπάνες, είτε να αυξήσει τους φόρους είτε και τα δυο μαζί, αν δεν θέλει να επηρεάσει το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Φυσικά, μια κυβέρνηση θα μπορούσε να επιβάλει μόνιμες αυξήσεις φόρων για να χρηματοδοτήσει περισσότερα κοινωνικά προγράμματα. 

Σε γενικές γραμμές, τα δημοσιονομικά περιθώρια θα στενέψουν τα επόμενα χρόνια, κυρίως μετά το 2027. Τόσο γιατί ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να είναι μικρότερος, όσο κι επειδή τα έσοδα από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής δεν θα αυξάνονται όπως τα τελευταία χρόνια. Επίσης, λογικά, η πίεση από οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες για περισσότερες παροχές θα αυξηθεί με την οικονομία σε επιβράδυνση. Άρα, τα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών δεν θα είναι μεγάλα.

Ούτε υπάρχει μεγάλη δυνατότητα για μεταφορές κεφαλαίων από μια κατηγορία κοινωνικών δαπανών σε άλλη. Τα περισσότερα λεφτά στην Ελλάδα πάνε στους ηλικιωμένους υπό την μορφή συντάξεων. Κάπου 14,5% του ΑΕΠ. Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία δαπανών είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη με κάπου 5,5% του ΑΕΠ και ακολουθούν οι οικογένειες και τα παιδιά με λίγο πάνω από 1%, τα επιδόματα ανεργίας κοντά στο 1% του ΑΕΠ, τα επιδόματα αναπηρίας και τελευταία η κοινωνική στέγαση με περίπου 0,5%.

Ίσως, μεγαλύτερη έμφαση θα έπρεπε να δοθεί από τώρα στην αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών, βάζοντας μετρήσιμους στόχους. Είναι γνωστό ότι τα δηλωθέντα εισοδήματα διαφέρουν από τα πραγματικά σε πολλές περιπτώσεις με αποτέλεσμα το κριτήριο του δηλωθέντος εισοδήματος να υπονομεύεται. Ως εκ τούτου, αρκετοί δικαιούχοι ίσως δεν θα έπρεπε να λαμβάνουν χρήματα και άλλοι να λαμβάνουν πολύ περισσότερα. Αυτό θα γίνεται ολοένα και ευκολότερο όσο οι βάσεις δεδομένων του κράτους «επικοινωνούν» μεταξύ τους.

Η αποτελεσματικότητα των κοινωνικών δαπανών θα μπορούσε ίσως να αυξηθεί μεταφέροντας πόρους εντός της ίδιας κατηγορίας. Είναι γνωστό π.χ. ότι στην Ελλάδα δίνουμε έμφαση στη νοσοκομειακή περίθαλψη και στα φάρμακα αλλά όχι στη πρόληψη και στη μακροχρόνια περίθαλψη. ‘Ισως, αν άλλαζε αυτό, το αποτέλεσμα να ήταν καλύτερο στην υγεία. 

Όπως κι αν έχει η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο μπροστά της ακόμη αν θέλει να φτιάξει ένα καλύτερο κράτος πρόνοιας.  Όμως, η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο