Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δημητρίου (ΕΣΑΗ): Πρέπει να αρθούν τώρα τα μέτρα στην ενέργεια

Το κράτος θα μπορούσε να εξασφαλίσει έσοδα για στήριξη των καταναλωτών με λιγότερο παρεμβατικά μέτρα, υποστηρίζει ο πρόεδρος του ΕΣΑΗ και διευθυντής της ΗΡΩΝ. Γιατί η χώρα μας θα παραμείνει από τις ακριβότερες στην Ευρώπη.

Δημητρίου (ΕΣΑΗ): Πρέπει να αρθούν τώρα τα μέτρα στην ενέργεια

Σταθερό νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο ζητά η ενεργειακή αγορά από την κυβέρνηση της επόμενης ημέρας. Αυτό που μας λείπει, λέει ο Λουκάς Δημητρίου, πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ) και γενικός διευθυντής στην ΗΡΩΝ, είναι η σταθερότητα του πλαισίου, που θα διασφαλίζει «ορατότητα» στους συμμετέχοντες στην αγορά.

Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Euro2day.gr ο κ. Δημητρίου επέκρινε τις ισχυρές, όπως τις χαρακτήρισε, παρεμβάσεις της πολιτείας, που διατάραξαν την ενεργειακή αγορά και ζήτησε την άμεση απόσυρσή τους, για να μην απειληθούν οι στόχοι ενόψει του 2030.

Ο ίδιος εμφανίζεται ανοιχτός να συζητηθούν νέα εργαλεία, που θα οχυρώσουν τους καταναλωτές από τις ανεξέλεγκτες αυξήσεις των τιμών και διατύπωσε την εκτίμηση ότι δεν προβλέπεται να επανέλθουν οι χονδρεμπορικές τιμές ηλεκτρισμού στα προ κρίσης επίπεδα.

Πώς θα αποτιμούσατε, κατ' αρχάς, τα έκτακτα μέτρα που ελήφθησαν από την πολιτεία για την αντιμετώπιση της διπλής ενεργειακής κρίσης;

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα μας, επιδεικνύοντας γρήγορα αντανακλαστικά, ήταν από τις πρώτες χώρες της Ε.Ε. που στήριξαν τον τελικό καταναλωτή, με οριζόντιες επιδοτήσεις τόσο στον ηλεκτρισμό όσο και στο φυσικό αέριο. Ο τρόπος, όμως, που επέλεξε να συλλέξει πόρους γι’ αυτές τις επιδοτήσεις, με σειρά έκτακτων εισφορών, τελών, κ.λπ. σε παραγωγούς και προμηθευτές ενέργειας, κάθε άλλο παρά δίκαιος μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού επικεντρώθηκε μόνο στα αυξημένα κέρδη της επίμαχης περιόδου, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των προηγούμενων χρήσεων, ιδιαίτερα των παραγωγών από μονάδες φυσικού αερίου, ήταν ζημιογόνες. Από τον Ιούλιο του 2022 και μετά, η Πολιτεία προχώρησε σε ακόμη πιο ισχυρές παρεμβάσεις στην αγορά ηλεκτρισμού. Οι δύο σημαντικότερες και με τις μεγαλύτερες επιπτώσεις είναι το πλαφόν στα έσοδα όλων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής και η μηνιαία, σταθερή τιμολόγηση από τους προμηθευτές. Από το πλαφόν στα έσοδα, το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης έχει εισπράξει τους τελευταίους 9 μήνες γύρω στα 3 δισ. ευρώ. Όμως τα 2/3 από αυτά τα έσοδα θα συλλέγονταν ούτως ή άλλως μέσω του ΕΛΑΠΕ, αφού στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία των ΑΠΕ λειτουργεί με two-way CfDs. Επομένως, το κράτος θα μπορούσε να εξασφαλίσει παρόμοια έσοδα με λιγότερο παρεμβατικά μέτρα, προκειμένου να επιδοτήσει εκείνους τους καταναλωτές που ήταν πιο ευάλωτοι στην ενεργειακή κρίση, χωρίς, όμως, να διαταράξει την ισορροπία της ενεργειακής αγοράς.

Αντιθέτως, τα ισχυρά μέτρα που πάρθηκαν ουσιαστικά ανέστειλαν λειτουργίες της αγοράς, προκάλεσαν στρεβλώσεις σε άλλες και είχαν σοβαρές επιπτώσεις, όπως την αδυναμία αντιστάθμισης κινδύνου της λιανικής μέσω των εγχώριων παραγωγικών μονάδων, ακυρώνοντας έτσι την καθετοποίηση που επιτεύχθηκε, την απροθυμία σύναψης και συνέχισης των PPAs, τη μείωση της επιθυμίας για επενδύσεις σε ΑΠΕ με όρους αγοράς, την ανάγκη για εξασφάλιση μεγάλων όγκων ακριβών συμβολαίων αντιστάθμισης με τις τράπεζες και βέβαια τη δυσανάλογη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού για τις μηνιαίες επιδοτήσεις και την εκ νέου αναζήτηση πόρων μέσω της επιβολής έκτακτης εισφοράς στους προμηθευτές. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι κάποιες φορές οι «ακραίες καταστάσεις απαιτούν ακραία μέτρα», αλλά με τα πρώτα σημάδια ομαλοποίησης, αυτά τα μέτρα θα πρέπει να αίρονται ταχύτατα, για να μην παγιώνονται οι αρνητικές τους συνέπειες, επιφέροντας μόνιμες βλάβες. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ΕΣΑΗ τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ της άρσης των προσωρινών μέτρων, ώστε η αγορά ηλεκτρισμού να επιστρέψει το συντομότερο δυνατό στη νέα κανονικότητα. Άλλωστε, τα έσοδα από το πλαφόν είναι πια περιορισμένα και κατά βάση αφορούν στα έσοδα από τις ΑΠΕ, τα οποία ούτως ή άλλως θα κατέληγαν στον ΕΛΑΠΕ. Μπροστά μας έχουμε ένα τιτάνιο έργο όσον αφορά στους κλιματικούς και ενεργειακούς στόχους για το 2030. Είναι απολύτως βέβαιο ότι όσο καθυστερεί να ξαναρχίσει η ομαλή λειτουργία των αγορών ενέργειας, τόσο περισσότερο θα δυσκολεύει η επίτευξη των στόχων.

Σε μια περίοδο που η αγορά δείχνει σημάδια ομαλοποίησης, γιατί η χώρα μας παραμένει ανάμεσα στις ακριβότερες ευρωπαϊκές αγορές ηλεκτρισμού;

Κατ' αρχάς, να πούμε ότι από την 1η Μαρτίου 2023, οπότε μειώθηκε η εισφορά που πληρώνουν οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής του φυσικού αερίου, η ελληνική αγορά δεν είναι πια η ακριβότερη ή η δεύτερη ακριβότερη στην Ευρώπη, όπως συνέβαινε στο διάστημα Νοέμβριος 2022-Φεβρουάριος 2023. Τους τελευταίους δύο μήνες η ελληνική αγορά είναι στην έκτη θέση. Ιστορικά βέβαια η ελληνική αγορά ήταν συνεχώς στο top-4 των ακριβότερων αγορών στην Ευρώπη για όλο το διάστημα 2016-2022. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα στην Ευρώπη, με τις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς να καθορίζονται κατά περίπτωση από τις οριακές θερμικές μονάδες αερίου και λιγνίτη, λιγότερο τα υδροηλεκτρικά και σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές/εξαγωγές. Όταν, λοιπόν, ανεβαίνει πολύ η τιμή του αερίου, τότε αυτό αντανακλάται στην τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς στην Ελλάδα. Αυτό το ζήσαμε έντονα τον τελευταίο χρόνο και ελπίζουμε ότι ήταν μια παροδική κρίση τιμών αερίου.

Από την άλλη πλευρά, στον λιγνίτη το πρόβλημα δεν είναι πρόσκαιρο αφού την τελευταία δεκαετία έχει σταθερά υψηλό κόστος, κυρίως λόγω του CO2. Επιπλέον είναι και το θέμα της περιορισμένης μεταφορικής ικανότητας των ηλεκτρικών διασυνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες, καθώς και ο ανύπαρκτος ανταγωνισμός στα υδροηλεκτρικά. Όλα αυτά οδηγούν στο να έχει η Ελλάδα υψηλές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού. Από τον λιγνίτη δεν μπορούμε να αναμένουμε μείωση κόστους στο ρεύμα, γιατί δεν αναμένεται κάποια σημαντική, μόνιμη μείωση του κόστους CO2. Επομένως, για να μειωθούν οι τιμές της χονδρεμπορικής στην Ελλάδα, πρέπει να μειωθούν οι τιμές αερίου. Στην Ελλάδα ευτυχώς έχουμε έναν από τους πιο μοντέρνους, άρα και αποδοτικούς, στόλους μονάδων αερίου, ο οποίος συνεχίζει να ανανεώνεται, καθώς και δυνατότητα εισαγωγής σημαντικών ποσοτήτων υγροποιημένου φυσικού αερίου. Έτσι όταν μειώνεται η τιμή της πρώτης ύλης, η μείωση αυτή περνάει άμεσα και αποτελεσματικά στην αγορά ηλεκτρισμού, ακριβώς όπως το ζούμε τους τελευταίους 2-3 μήνες.

Βέβαια, πέρα από τις διεθνείς τιμές έχουμε και την ειδική εισφορά στο φυσικό αέριο, καθώς και την εισφορά για το ΤΑΕ (2,49 ευρώ), οι οποίες συνδυαστικά αυξάνουν σημαντικά την τιμή του αερίου, άρα και του ρεύματος. Επομένως, πρέπει να εστιάσουμε σε παρεμβάσεις που θα έχουν θετική επίδραση στις τιμές φυσικού αερίου στην Ελλάδα και σε βελτιστοποίηση των δράσεων που εγκρίνονται για την ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο, έτσι ώστε να μην αυξάνουμε από μόνοι μας το κόστος της ηλεκτροπαραγωγής και να μειώνουμε την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων μονάδων. Όμως, αυτό που κυρίως οφείλουμε να κάνουμε, είναι να επιταχύνουμε τη διείσδυση των ΑΠΕ και της αποθήκευσης, για να αυξήσουμε την ασφάλεια εφοδιασμού αλλά και να μειώσουμε τις τιμές ρεύματος. Ο ΕΣΑΗ ήταν και είναι υπέρ της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών στην Ελλάδα. Μάλιστα οι εταιρείες-μέλη του ΕΣΑΗ και οι όμιλοι στους οποίους ανήκουν το αποδεικνύουν αυτό και έμπρακτα, καθώς είναι ανάμεσα στους μεγαλύτερους επενδυτές ΑΠΕ στη χώρα μας.

Ξεπεράσαμε την ενεργειακή κρίση ή πρόκειται για πρόσκαιρη ανάπαυλα; Και τι μαθήματα αποκομίσαμε;

Σίγουρα έχουμε ξεπεράσει την πολύ έντονη φάση της ενεργειακής κρίσης. Αυτή τη στιγμή, κανείς δεν προβλέπει ότι οι τιμές του αερίου στην Ευρώπη και την Ασία θα ξαναγυρίσουν στα 200, τα 300 και τα 350 ευρώ/MWh. Βρισκόμαστε τώρα σε μία περίοδο που παρουσιάζει χαρακτηριστικά ομαλοποίησης και σταθεροποίησης τιμών, αν και σε υψηλότερα σε σχέση με το παρελθόν επίπεδα, όπως είναι αυτά των 40 και 50 ευρώ/MWh. Αυτό που σίγουρα καταλάβαμε όλοι στην Ευρώπη τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είναι πόσο μεγάλη αξία έχει η ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Αξία όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτική και κοινωνική. Διότι όταν ο βασικός σου προμηθευτής αερίου αλλάζει άρδην στάση, τότε όλες οι γεωπολιτικές βεβαιότητες πάνε περίπατο. Και όταν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις καλούνται να επωμιστούν ξαφνικά ένα τέτοιο οικονομικό βάρος από τους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου, τότε η κοινωνική συνοχή και ειρήνη απειλούνται. Άρα, δεν πρέπει για κανέναν λόγο να αφήσουμε ξανά την Ευρώπη έκθετη όσον αφορά στην ασφάλεια εφοδιασμού.

Η κρίση μάς δίδαξε, επίσης, ότι η ενιαία και συζευγμένη αγορά ηλεκτρισμού που σχεδιάσαμε και σταδιακά υλοποιήσαμε στην Ε.Ε. την τελευταία εικοσαετία συνέχισε να λειτουργεί αποτελεσματικά και μέσα στην κρίση. Προφανώς, χρειαζόμαστε καλύτερα εργαλεία, που θα επιτύχουν τη μερική αποσύζευξη του κόστους των χονδρεμπορικών αγορών από τον Λογαριασμό Κατανάλωσης και θα λειτουργήσουν ως ασπίδα των καταναλωτών σε ενδεχόμενες μελλοντικές κρίσεις. Αυτό ναι, να το συζητήσουμε, να το σχεδιάσουμε και να το υλοποιήσουμε. Όχι, όμως, να καταστρέψουμε τη βασική αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού.

Ποια είναι η άποψή σας, θα επανέλθει η αγορά στα προ κρίσης επίπεδα;

Μέσα στους επόμενους μήνες ενδέχεται να έχουμε μια πρόσκαιρη αύξηση τιμών αερίου, εάν η πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου στην Ευρώπη γίνει ασυντόνιστα και με βιασύνη. Αυτό που δεν φαίνεται πάντως πιθανό είναι να επιστρέψουν οι τιμές αερίου για μακρύ χρονικό διάστημα σε επίπεδα κάτω των 20 ευρώ/MWh στη διάρκεια των επόμενων 3-4 ετών. Άρα δεν φαίνεται πιθανό να επιστρέψουν μόνιμα οι χονδρεμπορικές τιμές σε επίπεδα περί των 40-50 ευρώ/MWh, όπως ήταν για μεγάλο διάστημα τα χρόνια πριν την ενεργειακή κρίση.

Είμαστε σε προεκλογική περίοδο. Τι ζητά η αγορά από την επόμενη κυβέρνηση;

Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν και ούτε νομίζω ότι κανείς στην αγορά περιμένει κάτι τέτοιο. Η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού πιστεύω ότι έχει προχωρήσει αρκετά τα τελευταία χρόνια. Ενδεχομένως, δεν έχουμε ακόμα φτάσει στο επίπεδο ανταγωνισμού άλλων ευρωπαϊκών αγορών και προφανώς το άνοιγμα της αγοράς, ειδικά στη λιανική, υπολείπεται σημαντικά των στόχων που είχαν τεθεί. Όμως, παρόλα αυτά, οι ελληνικές εταιρείες ηλεκτρισμού είναι εδώ, με μοντέρνες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και άριστο στελεχιακό δυναμικό. Αυτό που χρειαζόμαστε πρώτα από όλα είναι ένα σταθερό νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, που να προσδίδει «ορατότητα» στους δραστηριοποιούμενους στις ενεργειακές αγορές. Δεν είναι δυνατόν να αποφασίζονται και να επιβάλλονται τέτοιου βεληνεκούς ρυθμιστικές και νομοθετικές αλλαγές, με τέτοια συχνότητα, αλλάζοντας συνεχώς το τοπίο μέσα στο οποίο καλούμαστε να δραστηριοποιηθούμε επιχειρηματικά. Η σταθερότητα του πλαισίου είναι αυτό που κυρίως μας λείπει.

Όσον αφορά στον σχεδιασμό της αγοράς, πιστεύω ότι έχει έρθει η ώρα να ξεκινήσουμε ταχύτατα όλες τις απαραίτητες διαδικασίες και ενέργειες για τη λειτουργία στην Ελλάδα μέσα στην επόμενη διετία μιας αγοράς διαθέσιμης ισχύος/ευέλικτης ισχύος. Ιδίως στα επόμενα χρόνια, για την κάλυψη της ζήτησης τις ημέρες που δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο, αλλά και για την παροχή της απαραίτητης ευελιξίας, θα χρειάζεται να είναι στη διάθεση των Διαχειριστών Συστήματος και Δικτύου ένας σημαντικός αριθμός ευέλικτων συμβατικών μονάδων και μονάδων αποθήκευσης. Επομένως, σταθερότητα πλαισίου και ολοκλήρωση του σχεδιασμού είναι τα κύρια ζητούμενα για τον κόσμο της αγοράς ηλεκτρισμού.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v