Παρά τη μεγάλη άνοδο που έχει σημειώσει ο Γενικός Δείκτης, το Χρηματιστήριο της Αθήνας σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φούσκα και μάλιστα, οι αποτιμήσεις των ελληνικών τίτλων σε σχέση με τους αντίστοιχους ξένων αγορών και ομοειδών εταιρειών κρίνονται όχι μόνον λογικές αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται με σοβαρό discount.
Αυτό εκτιμά ο Μιχάλης Καραμανώφ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Καραμανώφ ΑΧΕΠΕΥ, ο οποίος, αναφερόμενος στην ελληνική οικονομία, αναγνωρίζει την πρόοδο που έχει συντελεστεί σε δημοσιονομικό επίπεδο, πλην όμως εντοπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες που περικλείουν κινδύνους.
Σχετικά με τις εξελίξεις στο δεύτερο φετινό εξάμηνο, ο Μιχάλης Καραμανώφ θεωρεί πως οι διεθνείς αγορές δεν μπορούν να θεωρηθούν πλέον φθηνές και ως εκ τούτου η προτεινόμενη αναλογία χαρτοφυλακίου είναι 40% ελληνικές μετοχές, 10% ελληνικά ή ξένα (για λόγους διαφοροποίησης) ομόλογα, 10% πολύτιμα μέταλλα (υπάρχουν ETFs στο εξωτερικό που προσφέρουν στον επενδυτή έκθεση σε τέτοια assets) και 40% διατήρηση ρευστότητας.
«Με τον τρόπο αυτόν άλλωστε (τη διατήρηση υψηλής ρευστότητας), οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν διορθώσεις που είναι αρκετά πιθανό να προκύψουν στη συνέχεια σε εταιρείες με καλά θεμελιώδη στοιχεία, συνεπές management και ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις», καταλήγει ο γνωστός χρηματιστής.
Κύριε Καραμανώφ, πώς θα αξιολογούσατε με περιληπτικό τρόπο τις εξελίξεις στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά από την αρχή του έτους έως τώρα;
Η απόδοση κατά 30% του Γενικού Δείκτη και η υπεραπόδοση κατά 50% του τραπεζικού κλάδου αποτυπώνουν εύγλωττα την εικόνα του Χ.Α. κατά το α' εξάμηνο του έτους. Οι επιδόσεις αυτές, από τις υψηλότερες παγκοσμίως, επανέφεραν την αγορά σε προ κρίσης επίπεδα και οφείλονται, μεταξύ άλλων, στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και σε μία ανακατανομή διεθνών κεφαλαίων από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη.
Η μεγάλη άνοδος των τιμών των μετοχών έχει καταστήσει το ελληνικό χρηματιστήριο ως «φούσκα» ή οι τρέχουσες αποτιμήσεις ερμηνεύονται από τα θεμελιώδη μεγέθη των επιχειρήσεων;
Σε καμία περίπτωση το ελληνικό χρηματιστήριο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «φούσκα». Συγκρινόμενες οι αποτιμήσεις με τις αντίστοιχες ξένων αγορών και ομοειδών εταιρειών κρίνονται όχι μόνον λογικές, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται με σοβαρό discount, αν και τα περιθώρια ανόδου μετά την προαναφερθείσα πορεία έχουν μειωθεί. Υπάρχουν εταιρείες που διαπραγματεύονται ακόμα κάτω από τη λογιστική τους αξία με μονοψήφιους (ή οριακά διψήφιους) δείκτες Ρ/Ε, ενώ και οι μερισματικές αποδόσεις σε πολλές περιπτώσεις συγκινούν.
Πώς αποτιμάτε την πορεία της εθνικής οικονομίας και τι θα μπορούσε να μας φοβίσει σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο;
Παρά την αξιοσημείωτη βελτίωση στα δημόσια οικονομικά, η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να παραμένει εισαγωγικού προσανατολισμού και το οικονομικό μοντέλο στηρίζεται στην κατανάλωση, η οποία και αποτελεί τον βασικό άξονα της σημειωθείσας ανάπτυξης. Η εγχώρια αποταμίευση δεν φαίνεται να μπορεί να στηρίξει τις επενδύσεις και να συντελέσει στο κλείσιμο του επενδυτικού κενού που απαιτούνται προκειμένου να μπορεί να διατηρηθεί ένας ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης στο μέλλον, ενώ οι επενδύσεις από το εξωτερικό δεν επικεντρώνονται, ως επί το πλείστον, σε παραγωγικούς τομείς και συχνά χρησιμοποιούν μόχλευση από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας, αν και επιβεβλημένη και απαραίτητη για την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της πατρίδας μας έναντι απολύτως υπαρκτού κινδύνου, θα εισφέρει λίγο στην άνοδο του ΑΕΠ λόγω χαμηλού πολλαπλασιαστή. Από την άλλη πλευρά, ο τουρισμός που έχει αναχθεί σε βασική βιομηχανία της χώρας, πέρα από τον κίνδυνο της «μονοκαλλιέργειας», προσφέρει κατά τη γνώμη μου μειωμένη προστιθέμενη αξία -εν συγκρίσει τουλάχιστον με αυτό που φαίνεται-, λόγω ακριβώς των ανισορροπιών στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας, αλλά και της, μη έχουσας μετρηθεί, καταπόνησης των υποδομών και της εξάντλησης των φυσικών πόρων (π.χ. νερό).
Επιπλέον τα ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης οδεύουν σιγά σιγά προς το τέλος τους (σ.σ. το χρηματιστήριο αποτελεί προεξοφλητικό μηχανισμό), ενώ και τα ήδη εισπραχθέντα κεφάλαια δεν είναι βέβαιο ότι έχουν επιτύχει τη βέλτιστη οικονομική αποτελεσματικότητα. Τέλος, ενδεχόμενοι κίνδυνοι εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και σοβαρής γεωπολιτικής ή και οικονομικής εμπλοκής στο εξωτερικό θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθούν υπόψη.
Ποια πιστεύετε ότι θα ήταν μία καλή αναλογία μετοχών, ομολόγων και μετρητών σε ένα μικτό χαρτοφυλάκιο με ελληνικούς και ξένους τίτλους, που στόχο έχει ένα σχετικά καλό συνδυασμό προσδοκώμενης απόδοσης και περιορισμένου ρίσκου;
Οι διεθνείς αγορές δεν μπορούν να θεωρηθούν πλέον φθηνές. Ως εκ τούτου, η προτεινόμενη αναλογία σε σχέση με το ερώτημά σας θα ήταν 40% ελληνικές μετοχές, 10% ελληνικά ή ξένα (για λόγους διαφοροποίησης) ομόλογα, 10% πολύτιμα μέταλλα (υπάρχουν ETFs στο εξωτερικό που προσφέρουν στον επενδυτή έκθεση σε τέτοια assets) και 40% διατήρηση ρευστότητας.
Πώς βλέπετε να εξελίσσονται τα πράγματα κατά το δεύτερο μισό του 2025; Μπορείτε να μας δώσετε ενδεικτικούς κλάδους ή και μετοχές που αξίζουν να προσεχτούν από τους επενδυτές;
Είμαι μάλλον επιφυλακτικός για το δεύτερο εξάμηνο του έτους και γι' αυτό θα συνέστηνα στους επενδυτές την, έστω και μερική, προστασία των κερδών που έχουν καταγράψει φέτος. Εξού και τα υψηλά επίπεδα ρευστότητας στο προηγούμενο ερώτημά σας, με περεταίρω ρευστοποιήσεις όσο το κλίμα διατηρείται θετικό. Με τον τρόπο αυτόν άλλωστε οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν διορθώσεις που είναι αρκετά πιθανό να προκύψουν στη συνέχεια σε εταιρείες με καλά θεμελιώδη στοιχεία, συνεπές management και ικανοποιητικές μερισματικές αποδόσεις.