Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το «πλυντήριο του Λονδίνου» και οι Ρώσοι ολιγάρχες

Το τσουνάμι του ρωσικού χρήματος που μετέτρεψε την πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας σε «Λόντονγκραντ». Καταγγελίες για χρηματοδότηση πολιτικών και κομμάτων από Ρώσους ολιγάρχες. Γιατί είναι δύσκολο να βρεθεί το «μαύρο χρήμα».

Το «πλυντήριο του Λονδίνου» και οι Ρώσοι ολιγάρχες
  • Daniel Thomas, Laura Hughes, George Hammond, Stephen Morris και Kate Beioley, Λονδίνο

Ο αριθμός 5 της Belgrave Square, ένα αρχοντικό με γυψομάρμαρο και στοά με πυλώνες, αποτελεί μια από τις πλέον διακεκριμένες διευθύνσεις του Λονδίνου. Έχει θέα στους καταπράσινους κήπους και στέκει ανάμεσα σε σημαντικές πρεσβείες και ιδιωτικές κατοικίες.

Ήταν κάποτε το σπίτι του Sir Henry "Chips" Channon, ενός γεννημένου στις ΗΠΑ συντηρητικού βουλευτή του οποίου τα ημερολόγια δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του 1960 και υπήρξαν πηγή σκανδάλου για τη βρετανική υψηλή κοινωνία. Το 2003, το ακίνητο Belgravia, που αγοράστηκε για 25 εκατομμύρια λίρες, έγινε σύμβολο μιας νέας εποχής σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία εκλεκτής ακίνητης περιουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Αγοράστηκε για τα μέλη της οικογένειας του Όλεγκ Ντεριπάσκα, ενός Ρώσου ολιγάρχη -ένα πρώιμο σημάδι της πλημμύρας του ρωσικού πλούτου στο «Λόντονγκραντ», όπως σύντομα ονομάστηκε η πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ένας άλλος εξέχων ολιγάρχης που επένδυσε στο Λονδίνο την ίδια χρονιά ήταν ο Ρομάν Αμπράμοβιτς, ο οποίος αγόρασε την ποδοσφαιρική ομάδα της Τσέλσι. Πριν λίγες μέρες, καθώς η πίεση στους Ρώσους μεγιστάνες μετά την εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία αυξήθηκε, ο Αμπράμοβιτς έβαλε πωλητήριο στην Τσέλσι.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το Λονδίνο έγινε ένας από τους προτιμώμενους -αν όχι ο αγαπημένος- επενδυτικός προορισμός για τους Ρώσους ολιγάρχες, καθώς και βασικό οικονομικό κέντρο για τις ρωσικές εταιρείες, έχοντας σταθερά την ενθάρρυνση βρετανικών κυβερνήσεων με διάφορες πολιτικές αποχρώσεις.
Ωστόσο επικριτές αποκάλεσαν όλο αυτό «πλυντήριο του Λονδίνου»: Αναφέρονταν σε ένα σύστημα που επέτρεψε σε δισεκατομμύρια λίρες -μερικές από τις οποίες αποκτήθηκαν με παράνομα ή αμφισβητήσιμα μέσα- να απομακρυνθούν από τη ρωσική οικονομία και να μετατραπούν σε περιουσιακά στοιχεία στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μετά τον μεγάλης κλίμακας πόλεμο του Πούτιν κατά της Ουκρανίας, ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον δήλωσε ότι ήθελε να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία, να επιβάλει κυρώσεις σε άτομα και εταιρείες που συνδέονται με το Κρεμλίνο, καθώς και να καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος. Ωστόσο, παρά την τολμηρή ρητορική, δεν είναι σαφές αν η κυβέρνηση Τζόνσον έχει την πολιτική βούληση ή τα εργαλεία για να αφαιρέσει εντελώς τα παράνομα χρήματα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το πρώτο κύμα Ρώσων που επένδυσαν σε ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο «ήταν νέο χρήμα που ζητούσε πολύ σημαντικά ακίνητα», σύμφωνα με τον Andrew Langton, πρόεδρο του κτηματομεσιτικού γραφείου του Λονδίνου Aylesford International. «Τα ακίνητα που επιθυμούσαν, ήταν τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα», λέει.

Η απουσία κανόνων που να απαιτούν πλήρη διαφάνεια σε ό,τι αφορά τα στοιχεία ξένων ιδιοκτητών βρετανικής περιουσίας αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Ρώσους κροίσους, οι οποίοι εκτιμούσαν την ιδιωτικότητα. «Δεν ρωτήθηκαν λεπτομέρειες», λέει ο Τσαρλς ΜακΝτάουελ, ένας κτηματομεσίτης που ειδικεύεται στην αγορά ακινήτων υψηλού επιπέδου στο Λονδίνο. «Αρκούσε να έρθεις με μια φωτοτυπία του διαβατηρίου σου».
Μια απόφαση του 2006 του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου, στην οποία εμπλεκόταν ο Ντεριπάσκα, τον ανέφερε ως τον πραγματικό ιδιοκτήτης του Belgrave Square 5.

Αλλά το μητρώο τίτλων του ακινήτου ανέφερε ως ιδιοκτήτη τη Ravellot Limited, μια εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Το όνομα του Ντεριπάσκα δεν εμφανίζεται στον τίτλο, αν και μία εκπρόσωπός του είπε ότι μέλη της οικογένειάς του κατέχουν το σπίτι. Πρόσθεσε ότι ο Ντεριπάσκα δεν ήταν ο πραγματικός ιδιοκτήτης.

Ο Ντεριπάσκα, ιδρυτής της εταιρείας μετάλλων και υδροηλεκτρικής ενέργειας EN+, υφίσταται αμερικανικές κυρώσεις από το 2018, ως αποτέλεσμα της υποτιθέμενης στενής σχέσης του με το Κρεμλίνο.

Ο εκπρόσωπος του Ντεριπάσκα -ο οποίος το 2019 περιέγραψε τις επιβληθείσες από τις ΗΠΑ κυρώσεις ως βασισμένες σε «βρώμικα ψέματα»- είπε ότι τα περιουσιακά του στοιχεία αποκτήθηκαν «δίκαια και νόμιμα» και προσέθεσε ότι «οι ισχυρισμοί για το αντίθετο είναι εντελώς αβάσιμοι». Ο εκπρόσωπος Τύπου του Ντεριπάσκα είπε ότι πριν παραιτηθεί από τη διευθυντική του θέση στο EN+, συναντήθηκε με πολλούς ανώτερους αξιωματούχους από το Κρεμλίνο και υπηρεσίες της ρωσικής κυβέρνησης. «Είχε συνηθισμένες επαφές, όπως θα είχε οποιοσδήποτε άλλος βιομήχανος του επιπέδου του σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου», πρόσθεσε.

Η Transparency International, η διεθνής ομάδα καταπολέμησης της διαφθοράς, εντόπισε περιουσία αξίας 1,5 δισεκατομμυρίου λιρών στο Ηνωμένο Βασίλειο -σχεδόν 150 τίτλους γης-, η οποία αγοράστηκε από Ρώσους που βαρύνονται με κατηγορίες για διασυνδέσεις με το Κρεμλίνο ή για διαφθορά.

Πάνω από 1 δισεκατομμύριο λίρες από αυτά τα περιουσιακά στοιχεία κατέχονται από εταιρείες που εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους, η πλειονότητα των οποίων εξαρτώνται από το βρετανικό στέμμα, και υπερπόντια εδάφη, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον εντοπισμό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.

Τις μεθυστικές μέρες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Μόσχα υιοθέτησε τη δημοκρατία και ιδιωτικοποιούσε επιθετικά μεγάλο μέρος της οικονομίας της, το Λονδίνο γρήγορα έδειξε ότι ήταν ανοιχτό για τις ρωσικές επιχειρήσεις.

Μια πολιτική παροχών βίζας που εισήχθη για πρώτη φορά υπό τον τότε Συντηρητικό πρωθυπουργό Τζον Μέιτζορ το 1994 και επεκτάθηκε υπό την κυβέρνηση των Εργατικών του Γκόρντον Μπράουν, ουσιαστικά πούλησε την υψηλής αξίας βρετανική κατοικία σε εκατομμυριούχους από το εξωτερικό, με ελάχιστους ελέγχους για την προέλευση των χρημάτων τους.

«Υπήρχε μια «περίοδος τυφλής πίστης», σχεδόν όπου και αν έβγαζες τα χρήματα τότε, σου έδιναν βίζα», λέει ο Tom Keatinge, ειδικός στα οικονομικά και στην ασφάλεια στη δεξαμενή σκέψης Royal United Services Institute.

Το City του Λονδίνου επίσης καλωσόριζε ρωσικές εταιρείες. Σχεδόν 40 έχουν εισαχθεί από το 2005, σύμφωνα με το FactSet. Εκτός από την EN+, σε αυτές περιλαμβάνονται οι κρατικά ελεγχόμενες Gazprom και Rosneft, δύο από τις κορυφαίες εταιρείες ενέργειας της Ρωσίας. Σχεδόν 90 συμφωνίες που σχετίζονταν με μετοχικούς τίτλους και κεφαλαιαγορές και στις οποίες μετείχαν ρωσικές εταιρείες έχουν πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο από το 2010, σύμφωνα με στοιχεία της Dealogic. Από αυτά τα deals, οι ρωσικές εταιρίες άντλησαν 34 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ρωσική κυβέρνηση χρησιμοποίησε εξάλλου το Λονδίνο για την έκδοση κρατικού χρέους.

«Η ευκολία με την οποία η ρωσική κυβέρνηση μπόρεσε να συγκεντρώσει κεφάλαια στο Λονδίνο… εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη δέσμευση της κυβέρνησης να καταπολεμήσει τη ρωσική κρατική επιθετικότητα», ανέφερε η επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής των Κοινοτήτων σε έκθεση του 2018.

Η πίεση για την καταστολή του «Λόντονγκραντ» αυξήθηκε, αφότου ο Βλαντιμίρ Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία το 2014. Η επιτροπή περιέγραψε την εισαγωγή της EN+ το 2017, που τότε ελεγχόταν από τον Ντεριπάσκα, ως παράδειγμα των «εγγενών αντιφάσεων στην πολιτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου έναντι της Ρωσίας», δεδομένων των διασυνδέσεων της εταιρείας με οντότητες που βαρύνονται με κυρώσεις. Προσέθεσε ότι η εγγύτητα του Ντεριπάσκα με το Κρεμλίνο ήταν πολύ γνωστή.

Οι κροίσοι της Ρωσίας προσπάθησαν να καλλιεργήσουν φιλίες με επιρροή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο Λόρδος Πίτερ Μάντελσον, πρώην ανώτερος υπουργός στην κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ, ο οποίος έγινε επίτροπος Εμπορίου της Ευρώπης, πέρασε τρεις νύχτες στο πολυτελές γιοτ του Ντεριπάσκα στα ανοιχτά της Κέρκυρας το 2008. Αρνήθηκε ότι έκανε χάρη στον μεγιστάνα, αλλά οι επικριτές του είπαν ότι η διαμονή του υπογράμμισε πόσο κοντά ήταν ορισμένοι Βρετανοί πολιτικοί στη ρωσική ελίτ.

Μια έκθεση του 2020 από την επιτροπή πληροφοριών και ασφάλειας του κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου σημείωνε ότι ορισμένοι Βρετανοί πολιτικοί είχαν επιχειρηματικά συμφέροντα που συνδέονταν με τη Ρωσία ή εργάζονταν απευθείας για μεγάλες εταιρείες με δεσμούς με το ρωσικό κράτος. Ο πρώην υπουργός των Τόρις, Λόρδος Γκρεγκ Μπάρκερ, για παράδειγμα, εντάχθηκε στην EN+ ως πρόεδρος, όταν η εταιρεία τελούσε υπό διαπραγμάτευση στο Λονδίνο.

Η έκθεση έριξε επίσης φως στην ύπαρξη ενός υποστηρικτικού καστ συμβούλων, συμπεριλαμβανομένων τραπεζιτών, δικηγόρων και κτηματομεσιτών, που παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε ολιγάρχες και ρωσικές εταιρείες.

Όπως ανέφερε, τα ρωσικά χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την «εκτεταμένη χειραγώγηση και την οικοδόμηση επιρροής σε ευρεία σφαίρα της βρετανικού κατεστημένου -εταιρείες δημοσίων σχέσεων, φιλανθρωπικά ιδρύματα, ακαδημαϊκά και πολιτιστικά ιδρύματα, ήταν όλοι πρόθυμοι να πάρουν το ρωσικό χρήμα».

Η έκθεση διαπίστωσε ότι ορισμένα μέλη της ρωσικής ελίτ που ήταν στενά συνδεδεμένα με τον Πούτιν είχαν κάνει δωρεές σε πολιτικά κόμματα του Ηνωμένου Βασιλείου και είχαν «ένα δημόσιο προφίλ που τα τοποθετεί στην πλευρά όσων βοηθούσαν τις προσπάθειες αύξησης της ρωσικής επιρροής».

Οι Εργατικοί εκτιμούν ότι από τότε που ο Τζόνσον έγινε πρωθυπουργός, 1,9 εκατομμύριο λίρες έχουν δοθεί στο Συντηρητικό κόμμα ή σε μεμονωμένες εκλογικές ενώσεις βουλευτών των Τόρις, από δωρητές που είτε έχουν «βγάλει χρήματα από τη Ρωσία, είτε έχουν υποτιθέμενους δεσμούς με το καθεστώς Πούτιν». Το κόμμα της αντιπολίτευσης ζητά να επιστραφούν τα χρήματα.

Η υπουργός Εξωτερικών Λιζ Τρας είπε τον περασμένο μήνα ότι όλοι οι δωρητές των Τόρις είχαν ελεγχθεί πλήρως. «Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να μη συγχέουμε ανθρώπους με ρωσική κληρονομιά και ρωσικό υπόβαθρο με ανθρώπους που είναι κοντά στο καθεστώς Πούτιν», πρόσθεσε.

Οι κυβερνήσεις του Ντέιβιντ Κάμερον και της Τερέζα Μέι δέχθηκαν έντονη πίεση για την εξάλειψη του «Λόντονγκραντ», αφότου ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία το 2014 και μετά τη δηλητηρίαση του Ρώσου πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στο Σάλσμπερι το 2018, για την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο κατηγόρησε το Κρεμλίνο.

Αλλά οι διαδοχικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ένα σταθερό πρόβλημα: δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποια ρωσικά χρήματα είχαν παραχθεί με νόμιμο τρόπο και ποια όχι. Ορισμένες απόπειρες του Ηνωμένου Βασιλείου να αποκαλύψει την ιδιοκτησία παράνομου πλούτου, στις οποίες δόθηκε δημοσιότητα, απέτυχαν. Το 2018, η κυβέρνηση της Μέι εισήγαγε ένα μέτρο που ονομάζεται «μη εξηγήσιμες πράξεις πλουτισμού». Βάσει αυτού, όταν συνέτρεχαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ο ιδιοκτήτης περιουσιακού στοιχείου αξίας μεγαλύτερης των 50.000 λιρών ήταν υποχρεωμένος να εξηγήσει με ποιο τρόπο μπορούσε να το αντέξει οικονομικά. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, μόνο τέσσερις εντολές έχουν εκδοθεί από τα δικαστήρια.

Η κυβέρνηση Τζόνσον επιδιώκει τώρα να άρει τα εμπόδια στη χρήση αυτών των εντολών μέσω της μεταρρύθμισης που περιέχεται σε ένα νομοσχέδιο για το οικονομικό έγκλημα, το οποίο έχει ήδη καθυστερήσει πολύ. Το νομοσχέδιο αυτό στοχεύει γενικότερα να ενισχύσει τις προσπάθειες εξάλειψης του παράνομου χρήματος. «Δεν υπάρχει χώρος για βρώμικα χρήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο… Όσοι υποστηρίζουν τον Πούτιν έχουν ειδοποιηθεί: δεν θα υπάρχει μέρος να κρύψετε τα παράνομα κέρδη σας», είπε ο Τζόνσον.

Βάσει του νόμου, θα δημιουργήσει ένα μητρώο που θα απαιτεί από ανώνυμους αλλοδαπούς ιδιοκτήτες βρετανικής περιουσίας να αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους. Παρά τα σχέδια, δικηγόροι και ακτιβιστές έχουν ήδη επισημάνει την ύπαρξη κενών στη νομοθεσία.

Η κυβέρνηση έχει στο μεταξύ καταργήσει τις λεγόμενες χρυσές βίζες που χορηγήθηκαν σε εκατομμυριούχους στο εξωτερικό, αν και δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί τα αποτελέσματα της επίσημης έρευνας που ξεκίνησε το 2018 για το πώς περισσότεροι από 700 Ρώσους έλαβαν αυτές τις άδειες.

Οι επικριτές λένε ότι οι κυρώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου εναντίον εκείνων που θεωρείται ότι υποστηρίζουν τον Πούτιν μετά την εισβολή του στην Ουκρανία είναι πολύ λιγότερο ολοκληρωμένες από αυτές που επιβλήθηκαν σε άλλες δυτικές χώρες.

Υψηλόβαθμος Ρώσος αξιωματούχος παρομοίασε τις κυρώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τις προσπάθειες «της Κολομβίας, του Μεξικού, της Αργεντινής και του Αφγανιστάν να αποκόψουν τη Ρωσία από το εμπόριο ναρκωτικών», επισημαίνοντας ότι είναι πιο αδύναμες από αυτές των ΗΠΑ και της ΕΕ. Μεταξύ πολλών επιφανών ολιγαρχών, η ΕΕ πρόσφατα στόχευσε τον Μιχαήλ Φρίντμαν, συνιδρυτή της εταιρείας ιδιωτικών μετοχών LetterOne με έδρα το Λονδίνο. Ο Μιχαήλ Φρίντμαν έχει απορρίψει ως «ψευδείς» ισχυρισμούς της ΕΕ ότι είναι συνεργός του Πούτιν και μέρος του στενού του κύκλου.

Ο Τζόνσον ανακοίνωσε ένα πακέτο μέτρων 10 σημείων κατά των ολιγαρχών, των ρωσικών τραπεζών και άλλων εταιρειών, αλλά το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει επιβάλει κυρώσεις στον Φρίντμαν ή τον Ντεριπάσκα. Οι Εργατικοί ζήτησαν να μάθουν γιατί δεν επιβλήθηκαν κυρώσεις στον Αμπράμοβιτς, αφού το κόμμα της αντιπολίτευσης δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι αποτελεί «πρόσωπο ενδιαφέροντος» για την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, λόγω των δεσμών του με το ρωσικό κράτος.

Τα στελέχη του λονδρέζικου city προσπαθούν τώρα να καταλάβουν ποιος είναι ο βαθμός της πλήρους έκθεσής τους στη Ρωσία, ενώ βασικές συμβουλευτικές εταιρείες έχουν αρχίσει να κόβουν τους δεσμούς τους. Ορισμένες δικηγορικές εταιρείες και άλλες ομάδες επαγγελματικών υπηρεσιών σταμάτησαν να εργάζονται για ρωσικές κυβερνητικές οντότητες.

Εν τω μεταξύ, το Χρηματιστήριο του Λονδίνου ανέστειλε τις συναλλαγές 36 εταιρειών που είχαν στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων των EN+ και Gazprom. Ωστόσο, ορισμένοι τραπεζίτες αμφιβάλλουν ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θα έχει «το στομάχι» ώστε να αποκλείσει πλήρως τις ρωσικές επιχειρήσεις από τις κεφαλαιαγορές του Λονδίνου και αμφισβητούν ότι οι βρετανικές αρχές θα έχουν τους πόρους για να κυνηγήσουν τις εξαιρετικά εξελιγμένες ιδιοκτησιακές δομές των ολιγαρχών, οι οποίες συχνά αφορούν offshore εταιρείες.

Ο Κρις Μπράιαντ, πρώην υπουργός Εργασίας και μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Κοινοτήτων, ισχυρίζεται ότι οι τελευταίες κινήσεις της κυβέρνησης για να πατάξει το καθεστώς του Πούτιν και το ξέπλυμα χρήματος στο Λονδίνο μπορεί να ήρθαν πολύ αργά για να καταφέρουν να αντιστρέψουν την παλίρροια.

«Κάποιοι μοιάζουν εξαιρετικά απρόθυμοι να προχωρήσουν [την υπόθεση] και είναι να μη σκεφτεί κανείς ότι είναι πολύ κοντά στους Ρώσους;», προσθέτει.

© The Financial Times Limited 2022. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v