Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τράπεζες: Πιάνει «ταβάνι» το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο

Κρίσιμοι παράμετροι, μετά το «πάγωμα» επιτοκίων στα στεγαστικά, η πίεση επιχειρήσεων για μείωση του spread και η πορεία επιτοκίων καταθέσεων. Στα μεγάλα πορτοφόλια περιορίζεται ο ανταγωνισμός στις προθεσμιακές. Τι βλέπουν οι αναλυτές.

Τράπεζες: Πιάνει «ταβάνι» το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο

Στην πορεία των επιτοκίων καταθέσεων καθώς και στα αποτελέσματα της εντεινόμενης πίεσης από πλευράς επιχειρήσεων για μείωση του περιθωρίου (spread) δανεισμού, ως αντιστάθμισμα στη μεγάλη άνοδο του Euribor, στρέφει την προσοχή της η αγορά, προκειμένου να αντιληφθεί αν κορυφώνει το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των τραπεζών.

Η πρόθεση των συστημικών τραπεζών να «παγώσουν» για ένα χρόνο τα επιτόκια στεγαστικών δανείων (σ.σ. για τα κυμαινόμενου επιτοκίου) στα επίπεδα του τέλους Μαρτίου αποτελεί την παράμετρο της εξίσωσης με τη χαμηλότερη βαρύτητα. Αφενός, λόγω του αισθητά μικρότερου υπολοίπου στεγαστικών (27 δισ. ευρώ), σε σχέση με τα επιχειρηματικά κυμαινόμενου επιτοκίου (περί τα 66 με 70 δισ. ευρώ), αφετέρου, επειδή οι τράπεζες έχουν διευρύνει σημαντικά το καθαρό επιτοκιακό περιθώριό τους στην υποκατηγορία στεγαστικών.

Η δόση για στεγαστικό δάνειο κυμαινόμενου επιτοκίου «παγώνει» στα επίπεδα αυτής του Απριλίου, η οποία υπολογίστηκε με βάση είτε το Euribor τριμήνου, όπως είχε διαμορφωθεί τέλος Μαρτίου (3,038%), είτε το βασικό επιτόκιο ΕΚΤ (3,5%), που ίσχυε τέλος Μαρτίου. Με δεδομένο ότι το spread στα στεγαστικά μένει σταθερό (2%), το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε επίπεδα 5,1% με 5,6% (ανάλογα το επιτόκιο βάσης).

Είναι αμφίβολο αν οι τράπεζες μπορούσαν να μετακυλίσουν στους δανειολήπτες, με στεγαστικά, το σύνολο ή έστω μέρος νέων αυξήσεων σε βασικό επιτόκιο ΕΚΤ και Euribor, χωρίς επιπτώσεις στην ομαλή εξυπηρέτησή τους και επομένως στην ποιότητα των ισολογισμών τους. Οι δόσεις των δανείων της κατηγορίας έχουν επιβαρυνθεί σημαντικά σε σχέση με τον περασμένο Ιούλιο από την απότομη άνοδο των επιτοκίων όπως ανάδειξε η στήλη Χαμαιλέων.

Μένει να φανεί αν η πρόθεσή τους να «παγώσουν» τα επιτόκια απαλύνει την πολιτική πίεση για αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, μεσούσης της προεκλογικής περιόδου. Χάρη στην ως τώρα αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων, που πέρασε δυσανάλογα σε αυτά των καταθέσεων, οι τράπεζες πέτυχαν να διευρύνουν περαιτέρω το καθαρό επιτοκιακό περιθώριό τους, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της φετινής χρονιάς, σε σχέση με τα επίπεδα του Δ’ τριμήνου 2022.

Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία δεν προκύπτει μαζική στροφή καταθετών σε προθεσμιακές καταθέσεις, παρά τις αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων που ανακοίνωσαν τον Φεβρουάριο. Ενδεικτικό είναι ότι σε μια από τις συστημικές τράπεζες, το μερίδιο των προθεσμιακών, επί του συνόλου των καταθέσεων, από 18% τον Δεκέμβριο ανέβηκε μόλις στο 20% τέλος Μαρτίου.

Η κάθε μία από τις συστημικές τράπεζες έχει προϋπολογίσει για τη φετινή χρονιά κόστος κτήσης καταθέσεων μεταξύ 230 με 280 εκατ. ευρώ, με το μερίδιο των προθεσμιακών να ανέρχεται ως το 35% της «πίτας» των καταθέσεων. Όπως προαναφέρθηκε, το μερίδιο των προθεσμιακών κινείται σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με το budget, με αποτέλεσμα να μην έχει ανέβει αισθητά το κόστος κτήσης καταθέσεων.

Σε προθεσμιακές άνω των 500 χιλιάδων ευρώ ο ανταγωνισμός

Η απουσία ισχυρού ανταγωνισμού από ξένες τράπεζες και η έλλειψη μικρομεσαίων τραπεζών συμβάλλουν καθοριστικά, ώστε τα επιτόκια καταθέσεων για το retail να συντηρηθούν σε χαμηλά -συγκριτικά- επίπεδα, με αποτέλεσμα να μην προκληθεί μαζική μετατόπιση ποσών από προϊόντα όψεως και ταμιευτηρίου σε προθεσμίες. Αντίθετα, ισχυρότερος είναι ο ανταγωνισμός στις προθεσμιακές για ποσά άνω των 500 χιλ. ευρώ καθώς και εδώ τα επιτόκια παραμένουν χαμηλότερα του επιτοκίου αναφοράς της ΕΚΤ.

Αν δεν υπάρξει άρδην ανατροπή της παραπάνω κατάστασης, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο θα συνεχίσει να διευρύνεται, εφόσον η ΕΚΤ συνεχίζει να αυξάνει τα επιτόκια, αλλά με εμφανώς βραδύτερο ρυθμό και θα κορυφώσει, σύμφωνα με αναλυτές, εντός του τρέχοντος τριμήνου.

Πιέζουν για μείωση του spread οι επιχειρήσεις

Η άποψη των αναλυτών εδράζεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις πιέζουν για μείωση του περιθωρίου δανεισμού, ως αντιστάθμισμα στην άνοδο του Euribor. Προς το παρόν, το μέσο spread διατηρείται στα επίπεδα του 2% με 2,5%, όταν τον περασμένο Ιούλιο, όταν ξεκίνησε η άνοδος των επιτοκίων, ήταν πέριξ του 2,7% με 3%.

Πρόκειται για «αλμυρό» επιτόκιο, αν συνυπολογισθεί ότι η Ελλάδα πληροί όλα τα κριτήρια αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα, αλλά η απόκτησή της έχει ανασταλεί, λόγω πολιτικής αβεβαιότητας. Δεν υπάρχει, ως εκ τούτου, λόγος, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, να διατηρούν οι τράπεζες το spread εταιρικών χορηγήσεων στα επίπεδα του 2% με 2,5%, όταν δίπλα μας (σ.σ. τράπεζες ευρωπεριφέρειας) έχει προσαρμοστεί στα επίπεδα του 1,5%.

Τα μοντέλα που έχουν δουλέψει εσωτερικά οι τράπεζες δείχνουν ότι κάθε αύξηση πάνω από τα επίπεδα του 3,5% για το βασικό επιτόκιο ΕΚΤ, καλό είναι να απορροφηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις ίδιες και να μην περάσει στις επιχειρήσεις.

Άλλωστε, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι σειρά επιχειρήσεων, με ισχυρούς ισολογισμούς, αξιοποίησαν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους για αποπληρωμές δανείων, με αποτέλεσμα το α' τρίμηνο οι τράπεζες να έχουν χαμηλή ή μηδενική πιστωτική επέκταση. Επιπρόσθετα, ξεκίνησε εκ νέου, έστω σποραδικά, η πρακτική δανεισμού επιχειρήσεων από βασικούς μετόχους, με χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τον τρέχοντα τραπεζικό.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v