Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Σύμφωνο Σταθερότητας: Τι σημαίνει η «μη συμφωνία» για Ελλάδα

Τα δεδομένα του προϋπολογισμού έναντι στον κίνδυνο να πρέπει να καλύπτει τα κριτήρια του «παλαιού» Συμφώνου Σταθερότητας. Τα στρατόπεδα και οι «νάρκες» των ευρωεκλογών.

Σύμφωνο Σταθερότητας: Τι σημαίνει η «μη συμφωνία» για Ελλάδα

Οι υπουργοί Οικονομικών της Ε.Ε. θεωρείται από δύσκολο έως αδύνατο να καταλήξουν σε συμφωνία για τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας στο αυριανό Ecofin.

Το ίδιο σκηνικό, εκτός εάν μεσολαβήσουν δραματικές ανατροπές σε επίπεδο πολιτικής βούλησης, αναμένεται να επαναληφθεί και στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου. Κάπως έτσι, φαντάζει παραπάνω από ορατό το ενδεχόμενο, το 2024, με τη ρήτρα διαφυγής να έχει απενεργοποιηθεί, η Ε.Ε. να έχει ως «οδηγό» δημοσιονομικής πειθαρχίας το παλιό Σύμφωνο Σταθερότητας, διανθισμένο με τις κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν για τα ανώτατα όρια αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών.

Σε αυτό το σενάριο, της αδυναμίας έγκαιρης συμφωνίας και αναγκαστικής μεταβατικής επανόδου του παλαιού Συμφώνου, η Ελλάδα, με βάση τις προβλέψεις του προσχεδίου προϋπολογισμού οι οποίες αναμένεται να επαναβεβαιωθούν στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού στις 20 Νοεμβρίου, περνάει με άνεση τον πήχη.

Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται του χρόνου πως θα υποχωρήσει στο 1% του ΑΕΠ, σε απόσταση ασφαλείας από το όριο 3% του ΑΕΠ του Συμφώνου, ενώ το δημόσιο χρέος προβλέπεται να υποχωρήσει από το 159,3% του ΑΕΠ στο 152,2% του ΑΕΠ, υπερκαλύπτοντας -ακόμα κι αν εφαρμοζόταν- τον κανόνα για προσαρμογή στο 1/20 της απόστασης που χωρίζει το επίπεδο χρέους από τον στόχο του 60% του ΑΕΠ. Και στο μέτωπο της αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι αισθητά χαμηλότερες από τη μέγιστη επιτρεπόμενη αύξηση κατά 2,6% που ορίζουν οι κατευθύνσεις της Κομισιόν.

Στρατόπεδα

Στη διαδικασία αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας, η Ευρώπη είναι για μια ακόμα φορά χωρισμένη στα δύο. Στις προτάσεις της Κομισιόν αντιτίθεται η Γερμανία, με τις απόψεις της οποίας συντάσσονται -όχι όλες με την ίδια ένταση- δέκα ακόμα χώρες: Τσεχία, Αυστρία, Βουλγαρία, Δανία, Κροατία, Σλοβενία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία και Λουξεμβούργο. Ολλανδία και Φινλανδία κρατούν αποστάσεις από τις γερμανικές θέσεις ενώ από την άλλη πλευρά βρίσκεται και η Κομισιόν και το μέτωπο του Νότου.

Κωδικοποιημένα, η αντιπαράθεση έχει ως εξής: Η Κομισιόν παρουσίασε προτάσεις σύμφωνα με τις οποίες για κάθε χώρα ξεχωριστά προκύπτει ένα δημοσιονομικό μονοπάτι για τη μείωση του χρέους της. Λαμβάνοντας υπόψη παραδοχές για την ανάπτυξη, τα επιτόκια και τον πληθωρισμό, προσδιορίζεται ένα επίπεδο ελλείμματος το οποίο θα οδηγεί σε μείωση του χρέους, διατηρώντας τα κριτήρια της Συνθήκης αμετάβλητα, χρέος προς το 60% του ΑΕΠ και έλλειμμα όχι πάνω από 3% του ΑΕΠ. Οι Γερμανοί επιδιώκουν κοινό ελάχιστο στόχο ετήσιας μείωσης του χρέους, αμφισβητώντας τη βούληση της Επιτροπής στην επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεων των διμερών συμφωνιών (η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν έχουν γίνει πολλές φορές τα «στραβά μάτια» και για τη Γαλλία και για τη Γερμανία).

Πηγές κοντά στη διαδικασία εκτιμούν πως δεν αποκλείεται ορισμένες χώρες να επιθυμούν οι διαπραγματεύσεις να τραβήξουν, για τους δικούς τους πολιτικούς λόγους, έως τις ευρωεκλογές. Το σενάριο αυτό, εφόσον επιβεβαιωθεί, δυσκολεύει τα πράγματα καθώς μετά τη βελγική προεδρία το πρώτο εξάμηνο του 2024, ακολουθεί η ουγγρική προεδρία το δεύτερο…

Οι παρατηρήσεις του Ελεγκτικού

Παραμονή της συνεδρίασης του Ecofin, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) αναλύει το πλαίσιο της μεταρρύθμισης οικονομικής διακυβέρνησης που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρότι επικροτεί την κίνηση και τις προσπάθειες, επισημαίνει επίσης τις προκλήσεις και τους κινδύνους για τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην ΕΕ.

Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με το ΕΕΣ, η εικόνα όσον αφορά τα αποτελέσματα του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ είναι ανάμικτη. Λίγο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας Covid‑19, το επίπεδο του δημόσιου χρέους σε 12 κράτη-μέλη υπερέβαινε το 60% ενώ, παράλληλα, δέκα χώρες αντιμετώπιζαν μακροοικονομικές ανισορροπίες και άλλες τρεις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι αριθμοί αυτοί, όπως έχει επανειλημμένως αναφέρει το ΕΕΣ στις διάφορες δημοσιεύσεις του, είναι ενδεικτικοί σημαντικών αδυναμιών στο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης και στον τρόπο εφαρμογής του.

Αυτές είναι: η χρήση μη παρατηρήσιμων δεικτών που υπόκεινται σε συχνές και ενίοτε σημαντικές αναθεωρήσεις, η μη ανάληψη της ευθύνης σε εθνικό επίπεδο, η ανισορροπία μεταξύ διαφάνειας και διακριτικής ευχέρειας, η μη επιβολή των κανόνων στην πράξη, καθώς και η πολυπλοκότητα και οι αλληλεπικαλύψεις στην εποπτεία και την παρακολούθηση. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνώρισε την ανάγκη μεταρρύθμισης του πλαισίου και, τον Απρίλιο του 2023, παρουσίασε μια δέσμη νομοθετικών προτάσεων.

«Με την προτεινόμενη μεταρρύθμιση επιδιώκεται να αντιμετωπιστούν πολλά από τα προβλήματα του ισχύοντος πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης που το ΕΕΣ έχει επισημάνει τα τελευταία χρόνια», δήλωσε ο François-Roger Cazala, μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για την επισκόπηση. «Ωστόσο, η κύρια πρόκληση θα είναι να διασφαλιστούν έγκαιρες και αποτελεσματικές δημοσιονομικές προσαρμογές που προωθούν τη βιωσιμότητα του χρέους, με παράλληλη στήριξη των επενδύσεων και της οικονομικής μεγέθυνσης».

Οι καθαρές δαπάνες προορίζονται να αποτελέσουν τον μοναδικό δείκτη κατά τον καθορισμό της πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής στα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια των κρατών-μελών και κατά την άσκηση της ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας. Η αλλαγή αυτή ανταποκρίνεται στην προτροπή του ΕΕΣ για έναν δείκτη απλούστερο, περισσότερο προβλέψιμο και παρατηρήσιμο από τον μέχρι στιγμής χρησιμοποιούμενο.

Επιπλέον, το ΕΕΣ επικροτεί τον στόχο για μεγαλύτερη εστίαση στη βιωσιμότητα του χρέους με την εφαρμογή μιας ειδικής ανά χώρα προσέγγισης αντί της προσέγγισης της «ενιαίας αντιμετώπισης». Ωστόσο, προειδοποιεί ότι δεν αποκλείεται να μην προβούν όλες οι χώρες της ΕΕ στις αναγκαίες δημοσιονομικές προσαρμογές. Λόγου χάρη, εάν τα κράτη-μέλη χρησιμοποιούσαν παραδοχές περισσότερο αισιόδοξες από εκείνες της Επιτροπής, ο προβλεπόμενος δείκτης χρέους θα μειωνόταν, με αποτέλεσμα ανεπαρκή δημοσιονομική προσαρμογή.

Σε εθνικό επίπεδο, το ΕΕΣ επισημαίνει ότι τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια εξακολουθούν να μην είναι αρκετά δεσμευτικά. Εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ενίσχυση και διεύρυνση του ρόλου των εθνικών ανεξάρτητων δημοσιονομικών οργάνων, αν και μένει να διαπιστωθεί πώς αυτό θα εφαρμοστεί στην πράξη.

Η ανάληψη της ευθύνης σε εθνικό επίπεδο είναι σημαντική για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ: εάν δεν τις ενστερνίζονται, οι κυβερνήσεις τείνουν να αναβάλλουν σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι προτάσεις καλύπτουν τις παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί σε παλαιότερα έγγραφα του ΕΕΣ σχετικά με το ζήτημα αυτό. Ομοίως, οι προτάσεις αποτελούν βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση όσον αφορά τη διαφάνεια, μέσω της γνωστοποίησης από την Επιτροπή της μεθοδολογίας της και των δεδομένων που χρησιμοποιεί για τον καθορισμό της πορείας προσαρμογής αναφοράς. Ωστόσο, τα κριτήρια και η μεθοδολογία που θα εφαρμόζονται για την αξιολόγηση των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών-διαρθρωτικών σχεδίων δεν καθορίζονται με σαφήνεια. Ως εκ τούτου, το ΕΕΣ διαβλέπει κίνδυνο διεύρυνσης του περιθωρίου ερμηνείας και διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής, κάτι που ενδέχεται να έχει συνέπειες για τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση.

Όσον αφορά την επιβολή, μολονότι οι κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες αποτελούν ανέκαθεν στοιχείο του πλαισίου δημοσιονομικής εποπτείας της ΕΕ, η Επιτροπή δεν τις έχει εφαρμόσει ποτέ. Το ΕΕΣ κρίνει ότι η θέσπιση κυρώσεων που μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, όπως προτείνει η Επιτροπή, μπορεί ενδεχομένως να επιδράσει θετικά στην επιβολή των κανόνων. Ωστόσο, η κρίση των ειδικών και οι πολιτικές ευαισθησίες θα συνεχίσουν να βαρύνουν καθοριστικά στην απόφαση επιβολής οικονομικών κυρώσεων. Η σύνδεση της χρηματοδότησης στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ) με τις ειδικές ανά χώρα συστάσεις στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (ετήσιος κύκλος συντονισμού της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής) μπορεί να επηρεάσει θετικά την υλοποίησή τους και, ενδεχομένως, να επιδράσει θετικά στην επιβολή.

Τέλος, το ΕΕΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παρά τις προσπάθειες εξορθολογισμού από μέρους της Επιτροπής, στη μακροοικονομική εποπτεία της ΕΕ εξακολουθεί να εμπλέκεται πληθώρα φορέων και επιπέδων ελέγχου.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v