Σε ένα ολοένα και πιο δύσκολο περιβάλλον εξελίσσεται για τους ξένους η ελληνική αγορά των ΑΠΕ, καθώς ακριβώς επειδή δεν έχουν καθετοποιημένη παρουσία, οι αυξανόμενες περικοπές καθιστούν την αμιγή παραγωγή ενέργειας μια ζημιογόνο δραστηριότητα.
Σε μια αγορά όπου οι Ελληνες καθετοποιημένοι παίκτες δεν επηρεάζονται από τη διακύμανση της χονδρικής, καθώς μπορούν με το ένα χέρι να «μπιντάρουν» ακόμη και σε αρνητικές τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας ξέροντας ότι με το άλλο θα πληρωθούν από τους πελάτες τους για τις κιλοβατώρες που παρήγαγαν, οι ξένοι βρίσκονται αναπόδραστα σε μειονεκτική θέση.
Η απόφαση της Energias de Portugal (της πορτογαλικής ΔΕH) να αποχωρήσει από την Ελλάδα και να πουλήσει το portfolio της θυγατρικής της EDP Renewables μπορεί να εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική που μεταφράζεται σε exit από 10 συνολικά αγορές (Ουγγαρία, Βέλγιο, Ολλανδία, χώρες της Ασίας, Κολομβία, Βραζιλία κ.λπ.), ωστόσο συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η ελληνική αγορά δεν είναι πλέον ελκυστική σε μη καθετοποιημένους παίκτες. Το αναγνωρίζουν και στελέχη άλλων ξένων παικτών στις ΑΠΕ με παρουσία στην Ελλάδα, για τους οποίους επίσης υπάρχουν φήμες ότι επανεξετάζουν τη θέση τους.
Και όσο θα αυξάνονται οι περικοπές της πράσινης παραγωγής, το πρόβλημα θα μεγαλώνει, μαζί και ο προβληματισμός από τις ξένες εταιρείες ότι η παρουσία τους θα καταστεί ζημιογόνος, κάτι που δεν ισχύει για τους Έλληνες καθετοποιημένους. Το μόνο που ενδιαφέρει τους τελευταίους είναι αφενός το σταθμισμένο κόστος παραγωγής των έργων τους σε ΑΠΕ και αφετέρου το πόσο πουλάνε στη λιανική στους πελάτες τους.
Σε ένα τοπίο όπου διεθνώς τα μεγάλα χαρτοφυλάκια των έργων ΑΠΕ συνοδεύονται και από παρουσία στην προμήθεια, αυτό στην Ελλάδα οι ξένοι παίκτες δεν το έκαναν. Ανέπτυξαν μια πλειάδα φωτοβολταϊκών και αιολικών χωρίς καμία προοπτική καθετοποίησης. Αν και όταν κτίζει κανείς ένα portfolio εκατοντάδων MW ειδικά σε μια ξένη αγορά, η λογική, όπως λένε οι συνομιλητές μας, είναι να αγοράζει και μια εταιρεία προμήθειας (όπως έκανε η ΔEΗ στη Ρουμανία), αυτό σε εμάς δεν συνέβη. Η στρατηγική που ακολούθησαν κάποιοι ξένοι παίκτες στην Ελλάδα αποδείχθηκε τελικά προβληματική.
Στο παιχνίδι θα μείνουν οι «οικονομικά αδιάφοροι»
Αναπόδραστα και επειδή η υπόθεση με τις μπαταρίες προχωρά απελπιστικά αργά, στο παιχνίδι θα μείνουν μόνο οι «οικονομικά αδιάφοροι» απέναντι στις περικοπές και τις διακυμάνσεις των χρηματιστηρίων.
Είτε δηλαδή οι καθετοποιημένοι παίκτες, που εξισορροπούν τα κόστη της αγοράς χονδρικής με τα τιμολόγια που παρέχουν στη λιανική και άρα δεν επηρεάζονται. Είτε όσοι έχουν έργα με κλειδωμένες «ταρίφες» feed in tariff (έργα με συμβάσεις ΣΠΗΕ και ΣΕΣΤ με τον ΔΑΠΕΕΠ και όχι ΣΕΔΠ), άρα θα πληρωθούν από τον εγχώριο ΕΛΑΠΕ, όπως εξηγεί στο Euro2day.gr ο πρόεδρος του Συνδέσμου Παραγωγών Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά, Στέλιος Λουμάκης. Είτε αυτοί που έχουν συνάψει μακροχρόνιες διμερείς συμβάσεις (PPAs), επομένως συναλλάσσονται σε προσυμφωνημένες τιμές.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξένοι (και εγχώριοι) παίκτες που δεν έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά, λογικά θα αποθαρρυνθούν, ειδικά όταν η εξασφάλιση χρηματοδότησης δυσχεραίνει συνεχώς, με τις τράπεζες να συνυπολογίζουν όλο και περισσότερο πλέον τον κίνδυνο των περικοπών.
Σημειωτέον ότι από την αρχή της χρονιάς μέχρι σήμερα έχουν «πεταχτεί στα σκουπίδια» πάνω από 860 GWh, δηλαδή ποσότητες πράσινης ενέργειας μεγαλύτερες απ’ ό,τι ολόκληρο το 2024 και δεν έχουμε φτάσει ούτε στα μέσα Ιουνίου. Ανθρωποι της αγοράς εκτιμούν ότι φέτος θα δούμε περικοπές που θα φτάσουν το 8%-10% της συνολικής παραγωγής από ΑΠΕ, έναντι 4% πέρυσι.
Οι συνθήκες «φούσκας» και το τέλος (;) σε νέα αιτήματα
Ένα τρίτο στοιχείο που λειτουργεί αποθαρρυντικά για τους ξένους ομίλους είναι οι συνθήκες «φούσκας» της ελληνικής αγοράς. Τόσο στο στάδιο της αδειοδότησης και σ’ αυτό της χορήγησης όρων σύνδεσης, όσο και σε αυτό της προσφοράς ενέργειας που υπερβαίνει τη ζήτηση. Την πόρτα για αυτή την κατάσταση άνοιξε ο νόμος 4685/2020. Το έργο που αφορά τον κορεσμό της αγοράς και τα συσσωρευμένα αιτήματα στην ουρά του ΑΔΜΗΕ βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη, καθώς στα 16 GW των εν λειτουργία έργων ΑΠΕ πρόκειται να προστεθούν επιπλέον 15 GW με όρους σύνδεσης.
Και σίγουρα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη ότι η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έβαλε προ ημερών στο τραπέζι την προοπτική για προσωρινή αναστολή στην έκδοση όρων σύνδεσης από τους δύο Διαχειριστές για καινούρια έργα ΑΠΕ. Στο επίκεντρο βρίσκεται η φόρμουλα του overbooking, υπό την οποία γίνεται η υπερδέσμευση ηλεκτρικού χώρου από νέα έργα, θέτοντας ζήτημα για το κατά πόσο πρέπει να συνεχιστεί η χορήγηση όρων σύνδεσης υπό το συγκεκριμένο καθεστώς. Αν και δεν μπορεί κανείς να προδικάσει τι θα αποφασίσει η ηγεσία του ΥΠΕΝ, έχει τη σημασία του ότι στα μέσα Ιουνίου πρόκειται να γίνει ευρεία σύσκεψη για το θέμα.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο LinkedinΣτην πραγματικότητα, αν και ουδείς παίκτης θα παραδεχόταν προτού λάβει οριστικές αποφάσεις ότι εξετάζει τον επανακαθορισμό της θέσης του, καιρό τώρα ακούγεται ότι κι άλλα ξένα ονόματα με παρουσία στην εγχώρια αγορά των ΑΠΕ επανεξετάζουν την παρουσία τους στην Ελλάδα.
Το «πωλητήριο» έργων από EDPR και οι απολύσεις προσωπικού
Ασφαλώς τέτοιες αποφάσεις λαμβάνονται σε επίπεδο μητρικής, όπως συνέβη στην περίπτωση της θυγατρικής της πορτογαλικής EDP.
Στο πλαίσιο του asset rotation (κτίζω και πουλάω πάρκα), έχει βγάλει από πέρυσι προς πώληση 4 αιολικά συνολικής ισχύος 150 MW, όπου λέγεται ότι έχουν προκύψει 4 προσφορές από ισάριθμες εταιρείες.
«Πωλητήριο» λέγεται ότι έχει επίσης μπει και στο υπόλοιπο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας στην Ελλάδα, το οποίο περιλαμβάνει το 51% μιας κοινοπραξίας με τη MORE με 2 cluster αιολικών έργων 150 και 214 MW στην Εύβοια, καθώς και ένα δεύτερο cluster, επίσης στην Εύβοια, συνολικής ισχύος 156 MW κατά 100% της EDPR. Το ίδιο λέγεται ότι ισχύει για ένα εν λειτουργία πάρκο 22 MW στην Πελοπόννησο, καθώς και δύο αιολικά υπό κατασκευή στη Βοιωτία.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η EDPR έχει ξεκινήσει τις απολύσεις προσωπικού, με μεγάλο μέρος των στελεχών να αποτελεί πλέον παρελθόν, ενώ για το υπόλοιπο προβλέπεται παρόμοια εξέλιξη, ανάλογα με το πότε θα γίνει το πλήρες exit από την Ελλάδα.