Τις διαφορετικές γραμμές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους τόσο μέσα στην κυβέρνηση όσο και στους κόλπους της ίδιας της βιομηχανίας αναδεικνύουν οι πυκνές διεργασίες και το μπαράζ συσκέψεων των τελευταίων ωρών, προκειμένου να «κλειδώσουν» τα περίφημα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων.Στον απόηχο των δηλώσεων του προέδρου του ΣΕΒ ότι δύο βαριές ελληνικές βιομηχανίες εξετάζουν να βάλουν λουκέτο σε εργοστάσια λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους που αντιμετωπίζουν, και ενώ η κυβέρνηση δείχνει ότι επιχειρεί να επισπεύσει τις όποιες αποφάσεις, γίνονται ορατές δύο διαφορετικές θέσεις για το θέμα.
Τα «στρατόπεδα» εκκινούν όχι μόνο από διαφορετική αφετηρία, καθώς κυβερνητικά στελέχη υποστηρίζουν ότι τα νούμερα δεν στηρίζουν το αφήγημα της αποβιομηχάνισης, αλλά και εν μέσω διαφορών, τόσο σε επίπεδο υπουργών όσο και στον χώρο των επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση της βιομηχανίας, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι αποτελεί μονόδρομο η ελληνική εκδοχή του περίφημου «ιταλικού μοντέλου» που εκπόνησε για λογαριασμό του η Grant Thorton, κεντρική ιδέα του οποίου είναι ότι οι ίδιες οι επιχειρήσεις παράγουν και επενδύουν σε πράσινο ρεύμα και «δανείζονται» για μια 3ετία φθηνή ενέργεια μέσω μιας συμφωνίας με το κράτος.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, δυνητικά μπορούν να επωφεληθούν 385 επιχειρήσεις από την υψηλή και μέση τάση, μεταξύ των οποίων και κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, με επιδότηση για το μεγαλύτερο μέρος της σωρευτικής τους κατανάλωσης που φτάνει τις 10 TWh τον χρόνο και αναλογεί σε ετήσια δαπάνη 285 εκατ. ευρώ.
Στα εναλλακτικά σενάρια, εφόσον η επιδότηση για την ενεργοβόρο βιομηχανία είναι κλιμακωτή (60%-100%), το ετήσιο κόστος διαμορφώνεται στα 271 εκατ. Ωστόσο, αν φτάσει να καλύπτει το 100% της ετήσιας ενεργειακής τους κατανάλωσης, διαμορφώνεται στα 385 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Τα παραπάνω τέθηκαν σε σύσκεψη που έγινε σύμφωνα με τις πληροφορίες χθες μεταξύ της ηγεσίας του Συνδέσμου και του υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκου Τσάφου, δίχως να ληφθούν οριστικές αποφάσεις.
Στον αντίποδα, η ενεργοβόρος βιομηχανία (ΕΒΙΚΕΝ) θεωρεί ότι η παραπάνω πρόταση είναι μαξιμαλιστική, ότι το σχήμα πρέπει να καλύπτει κατά μέγιστο το 50% της κατανάλωσης των επιλέξιμων βιομηχανιών και ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να διαφοροποιηθεί καθόλου από το «ιταλικό μοντέλο». Ειδάλλως, η χώρα ρισκάρει να εκκινήσει εναντίον της η Κομισιόν διαδικασία ελέγχου για παροχή κρατικών ενισχύσεων και να χαθεί η ευκαιρία να αποκτήσει η ελληνική βιομηχανία για μια 3ετία φθηνό ενεργειακό κόστος όπως άλλες χώρες στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Σημειωτέον ότι το ιταλικό μοντέλο καλύπτει το 25% της ετήσιας κατανάλωσης των ωφελούμενων επιχειρήσεων.
Τόσο η μία πάντως πρόταση όσο και η άλλη εκκινούν από την ίδια αφετηρία: Τη δυνατότητα παροχής της φθηνής ενέργειας των ΑΠΕ εκτός Χρηματιστηρίου, προκειμένου να διοχετεύεται απευθείας στις βιομηχανίες με τη μεσολάβηση ενός κρατικού φορέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις αποκτούν άμεση πρόσβαση σε σταθερό ανταγωνιστικό κόστος μακριά από τις διακυμάνσεις της χονδρικής.
Εκεί ωστόσο που διαφέρει το «ιταλικό μοντέλο» από την πρόταση του ΣΕΒ είναι ότι η ελληνική εκδοχή της Grant Thornton δεν λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς που επέβαλε η Κομισιόν στη Ρώμη (με την αποστολή comfort letter), καθιστώντας λιγότερο ελκυστική τη φόρμουλα από την αρχική της εκδοχή.
Στην πράξη, έπειτα από τις κοινοτικές παρεμβάσεις, το μέτρο που εφαρμόζεται στην Ιταλία αφορά επιδότηση του ενεργειακού κόστους για τρία έτη, με την υποχρέωση για τις ωφελούμενες βιομηχανίες να επενδύσουν σε νέα έργα ΑΠΕ που θα επιστρέφουν-μηδενίζουν το ποσό της ενίσχυσης στα επόμενα 20 έτη (ρήτρα claw back).
Αν και αυτό δεν ακυρώνει τη σημασία του, όπως σημειώνει η ΕΒΙΚΕΝ, είναι απαραίτητο τα μέτρα στήριξης που θα εφαρμοστούν για τη βιομηχανία στην Ελλάδα να είναι απολύτως συμβατά με το δίκαιο του ανταγωνισμού, προκειμένου να μη διατρέξουν τον παραμικρό κίνδυνο να θεωρηθούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις.
Η γραμμή Χατζηδάκη και οι δηλώσεις Θεοδωρικάκου
Διαφοροποιήσεις όμως ως προς τα εξεταζόμενα μέτρα στήριξης φαίνεται να υπάρχουν και στο κυβερνητικό στρατόπεδο.
Σύμφωνα με την κεντρική γραμμή που εκφράζεται από τον αντιπρόεδρο Κωστή Χατζηδάκη, παραμένει ανοικτό το αν θα επιλεχθεί η πρόταση του ΣΕΒ ή όχι, διαμηνύοντας ότι μελετώνται μια σειρά λύσεων και εξετάζεται πώς τεχνικά και οικονομικά μπορούν να εφαρμοστούν, ανοίγοντας τη βεντάλια σε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση επιδιώκει να συμπεριληφθούν στο μέτρο και άλλοι παραγωγικοί κλάδοι που πλήττονται από το ενεργειακό κόστος, πέραν της βαριάς βιομηχανίας, χωρίς ωστόσο να εκτινάσσεται το δημοσιονομικό κόστος.
Σε διαφορετική γραμμή δείχνει να κινείται ο υπ. Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος, που χθες, μιλώντας στον ΣΚΑΪ, τάχθηκε υπέρ της ελληνικής εκδοχής του «ιταλικού μοντέλου», εξηγώντας ότι πρόκειται για σχέδιο άμεσης δράσεως, και προσθέτοντας ότι την επόμενη εβδομάδα θα υπάρξει νέα διυπουργική συνεδρίαση, λέγοντας ότι τις τελικές αποφάσεις θα τις λάβει ο πρωθυπουργός.
Τα ντεσού των θέσεων ΣΕΒ και ΕΒΙΚΕΝ
Αν και σύσσωμος ο βιομηχανικός κόσμος συμφωνεί στην επιτακτική λήψη μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα για την άμβλυνση του ενεργειακού κόστους, οι προσεγγίσεις του διαφέρουν σε αρκετά σημεία.
Στην πρόταση του ΣΕΒ, το σχήμα καλύπτει το 100% της κατανάλωσης των ωφελούμενων βιομηχανιών, ενώ δεν κρίνεται απαραίτητη η κοινοποίησή του στην Κομισιόν. Το μοντέλο μιλά στην ουσία για ένα είδος «ενεργειακού δανείου» μέσω του Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης της Ελλάδας (ΔΑΠΕΕΠ), διάρκειας 3 ετών. Ενα «δάνειο» που θα πρέπει να επιστραφεί από τους ωφελούμενους σε βάθος 20ετίας. Το δε συνολικό κόστος του σχήματος εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 260 εκατ. ευρώ ετησίως για την πρώτη τριετία.
Στον αντίποδα, η ΕΒΙΚΕΝ, πέραν της ανάγκης κοινοποίησης του σχήματος στην Κομισιόν και της πρότασης το σχήμα να καλύπτει το 50% της ετήσιας κατανάλωσης των επιλέξιμων βιομηχανιών, ζητά να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς.
Τόσο δηλαδή ότι υπάρχουν έργα ΑΠΕ ισχύος 3 GW που έχουν ήδη επιλεχθεί για να λάβουν όρους σύνδεσης με απόλυτη προτεραιότητα και διαθέτουν υπογεγραμμένες διμερείς συμβάσεις (PPAs) με συγκεκριμένες βιομηχανίες, όσο και το γεγονός ότι οι τιμές στο ελληνικό χρηματιστήριο είναι διαχρονικά χαμηλότερες κατά 15 €/MWh έναντι του ιταλικού. Εξ ου και η πρόταση οι τιμές να «κλειδώνουν» χαμηλότερα απ' ό,τι αυτές στην Ιταλία, στα 55 €/ MWh (έναντι 65 €/ MWh στην περίπτωση της γείτονος).
Από τη στιγμή ωστόσο που θα κοινοποιηθεί το σχήμα στην Κομισιόν, είναι αυτονόητη, σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, η διενέργεια διαγωνισμού για έργα ΑΠΕ παραγωγής 3,7 TWh, όση η ενέργεια των μέχρι σήμερα υπογεγραμμένων PPAs. Σύμφωνα με τον φορέα των ενεργοβόρων βιομηχανιών, δυνατότητα συμμετοχής στους διαγωνισμούς θα πρέπει να έχουν τόσο οι επιλέξιμες βιομηχανίες που επιθυμούν να κατασκευάσουν τα έργα ΑΠΕ όσο και παραγωγοί. Και από τους διαγωνισμούς, θα προκύπτει ένα premium που θα πληρώνουν οι επιδοτούμενες βιομηχανίες στους παραγωγούς.
Ανεξαρτήτως του ποια πρόταση τελικά θα υιοθετηθεί, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι τελικές της αποφάσεις θα πρέπει να είναι συμβατές με το πρόσφατο νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ για τη βιομηχανία, όπου γίνεται λεπτομερής αναφορά τόσο στις επιλέξιμες επιχειρήσεις που μπορούν να επωφεληθούν τέτοιων μέτρων όσο και στους σχετικούς όρους που τα συνοδεύουν.