Σύννεφα μαζεύονται πάνω από το success story της κυβέρνησης για τις χαμηλές τιμές στο ρεύμα, καθώς η πορεία της χονδρικής είναι τις τελευταίες εβδομάδες σταθερά ανοδική, με την Ελλάδα να κατέχει σήμερα τον τίτλο του «αρνητικού πρωταθλητή» στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τα 141,58 €/MWh που είναι η μέση τιμή σήμερα της χονδρικής και που το βράδυ, μόλις σβήσουν τα φωτοβολταϊκά, θα εκτιναχθεί στα 425 €/MWh, αποτελώντας μακράν την υψηλότερη τιμή σήμερα στον χάρτη της ΕΕ, μαζί με Βουλγαρία και Ρουμανία.
Το ράλι στη χονδρική έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετές εβδομάδες, από τότε που έκλεισε το καλοκαιρινό «παράθυρο» της μεγάλης ηλιοφάνειας και των ισχυρών ανέμων και ο μήνας φεύγει με μέση χονδρική τιμή υψηλότερη κατά 24% έναντι του Αυγούστου, γεγονός που θα συνυπολογίσουν οι πάροχοι στις ανακοινώσεις τους μεθαύριο Τετάρτη για τα τιμολόγια του Οκτωβρίου.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τα νοικοκυριά, που θα δουν ξανά αυξήσεις στα πράσινα τιμολόγια, αλλά προφανώς και τη βιομηχανία. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση αναζητά τη φόρμουλα που θα μειώσει το ενεργειακό της κόστος, αυτή πληρώνει υπερδιπλάσιες τιμές από τον ανταγωνισμό, όπως δείχνει η πορεία της χονδρικής, με τον Σεπτέμβριο να κλείνει στα 90,99 €/MWh, μακριά από τα 73 ευρώ του Αυγούστου.
Σε αυτό το μοτίβο και ενώ πλησιάζουμε προς τη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, όπου είναι βέβαιο ότι θα ενταθεί η πίεση προς την κυβέρνηση για να καταλήξει στην παρέμβαση για την οποία η ίδια έχει δεσμευθεί, το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται διάφορα σενάρια, τα οποία, σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, πρέπει να υπακούουν σε τέσσερα βασικά κριτήρια.
Τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας, την κάλυψη κάτω από την «ομπρέλα» στήριξης όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων, τη συμβατότητα των μέτρων με την κοινοτική νομοθεσία, καθώς και με την ενεργειακή στρατηγική της χώρας.
Τα παραπάνω είναι τα βασικά προαπαιτούμενα που πρέπει να πληροί, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η τελική λύση που θα ανακοινώσει το κυβερνητικό επιτελείο, χωρίς ωστόσο κανένα από τα σενάρια που εξετάζονται, συμπεριλαμβανομένου και του περίφημου «ιταλικού μοντέλου» που προβλέπει ένα είδος ενεργειακού δανείου προς τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, να καλύπτει το 100% των τεσσάρων αυτών κριτηρίων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι διεργασίες συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό, μεθαύριο επίκειται νέα συνάντηση στο ΥΠΕΝ, την Πέμπτη θα γίνει διυπουργική με συμμετοχή του επικεφαλής του συνδέσμου Σπύρου Θεοδωρόπουλου, και τα μέτρα πιθανώς να «κλειδώσουν» εντός εβδομάδας, με στόχο να τα παρουσιάσει ο πρωθυπουργός την επόμενη Τρίτη 7 Οκτωβρίου στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ.
Το μόνο σίγουρο, με βάση όσα μεταφέρουν κυβερνητικές πηγές, είναι ότι η πρόταση του ΣΕΒ, που αφορά τη στήριξη της βιομηχανίας για περίοδο 3 ετών, μέσω μιας παραλλαγής του «ιταλικού μοντέλου», και η οποία κοστολογείται στα 285 εκατ. ευρώ τον χρόνο (855 εκατ. στη τριετία ή και 1 δισ. ευρώ για την κάλυψη του 100% της κατανάλωσης των επιλέξιμων επιχειρήσεων), υπερβαίνει τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας.
Επιφυλάξεις για το «ιταλικό μοντέλο»
Ταυτόχρονα, στην κυβέρνηση φαίνεται να εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο ταιριάζει στην ελληνική πραγματικότητα το «ιταλικό μοντέλο» (Energy Release 2.1, όπως είναι η ονομασία του στη νέα του εκδοχή μετά την παρέμβαση της Κομισιόν) και είναι ικανό να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς.
Μιας αγοράς που αφενός χαρακτηρίζεται από πολλές επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους συγκριτικά με τις ιταλικές, αφετέρου είναι υπερκορεσμένη σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις στις ΑΠΕ, γεγονός που θέτει ερωτήματα ως προς την αναγκαιότητα προσθήκης πολλών νέων έργων, όπως αυτά που προβλέπει το «ιταλικό μοντέλο».
Συνοψίζοντας το μοντέλο που εφαρμόζεται στην Ιταλία, έπειτα από τις σχετικές αλλαγές που επέβαλε το comfort letter της Κομισιόν, προβλέπεται η παροχή ενέργειας στη βιομηχανία σε σταθερή και χαμηλή τιμή (65 ευρώ/MWh) για μια τριετία, με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση ή κατασκευή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, νέων έργων ΑΠΕ. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα μέσα στην επόμενη 20ετία, οι ωφελούμενοι δεσμεύονται να επιστρέψουν στο σύστημα διπλάσια ενέργεια απ' αυτήν που απορρόφησαν.
Το ένα ερώτημα που προβληματίζει την κυβέρνηση είναι κατά πόσο εξυπηρετεί το να «πλημμυρίσει» με πολλά νέα έργα ΑΠΕ η ελληνική αγορά μέσα στην επόμενη 20ετία, όταν είναι ήδη υπερκορεσμένη. Σημειωτέον ότι στην ιταλική αγορά υπάρχει περισσότερος «ηλεκτρικός χώρος» απ’ ό,τι στην Ελλάδα για νέες πράσινες επενδύσεις.
Σύμφωνα με όσα μεταφέρουν αρμόδιες πηγές, είναι εντελώς αδόκιμο για την ελληνική αγορά ένα σχήμα με συμμετοχή των βιομηχανιών σε διαγωνισμούς για την κατασκευή φωτοβολταϊκών, όταν στην Ελλάδα επικρατεί υπερπροσφορά για τη συγκεκριμένη τεχνολογία και ούτως ή άλλως το ζητούμενο είναι μια στροφή υπέρ της αύξησης των αιολικών.
Στον αντίποδα βέβαια, το όφελος του «ιταλικού μοντέλου» είναι ότι η διαγωνιστική διαδικασία που έχει επιβάλει η Κομισιόν εξασφαλίζει τους μικρούς της βιομηχανίας, οι οποίοι διαφορετικά θα δυσκολεύονταν να συναψουν PPAs ή να επενδύσουν μόνοι τους σε έργα ΑΠΕ.
Το δεύτερο επίσης σημαντικό ερώτημα αφορά την ίδια τη συνθετότητα του μοντέλου και το κατά πόσο ένα τέτοιο σχήμα στην Ελλάδα θα προσέλκυε το μαζικό ενδιαφέρον των ενεργοβόρων επιχειρήσεων ή τελικά ο αριθμός των συμμετεχόντων θα περιοριζόταν μόνο σε λίγους μεγάλους ομίλους.
Κι αυτό καθώς το μοντέλο της Ιταλίας προβλέπει ότι οι επιλέξιμες επιχειρήσεις θα δανείζονται ενέργεια μέσω ενός συμβολαίου επί της διαφοράς δύο κατευθύνσεων (2-way Contract for Difference, CfD) που θα συνάπτουν με τον ιταλικό Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης της Ελλάδας (ΔΑΠΕΕΠ).
Μετά τα τρία πρώτα χρόνια, ο ιταλικός κρατικός φορέας θα διεξάγει διαγωνισμούς για την κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ, όπου θα συμμετέχουν οι ωφελούμενες βιομηχανίες. Το 50% της παραγόμενης πράσινης ενέργειας θα καλύπτεται από ένα 2way CfD συμβόλαιο που θα συνάπτεται με τον ιταλικό ΔΑΠΕΕΠ για 20 έτη. Στο τέλος της περιόδου αυτής, θα εκτιμάται αν το 100% του οφέλους που έλαβαν οι επιχειρήσεις κατά τα πρώτα τρία χρόνια έχει επιστραφεί μέσω του δεύτερου CfD, κ.ό.κ.
Συμπερασματικά, στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι ελάχιστες από τις επιχειρήσεις της χώρας που ταλαιπωρούνται από το υψηλό ενεργειακό κόστος είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο σχήμα, προβληματίζονται στο σενάριο που η αποδοχή αποδειχθεί μικρή και αναζητούν το μοντέλο που θα προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους.
Τρία-τέσσερα σενάρια και η νομοθεσία της Κομισιόν
Τούτο σημαίνει ότι η οριστική απόφαση θα ληφθεί σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, επιλέγοντας μεταξύ 3-4 σεναρίων που εκτιμάται ότι θα τεθούν τελικά στο τραπέζι, χωρίς ωστόσο και να αποκλείεται, εφόσον κριθεί ότι κανένα δεν θεωρείται ικανοποιητικό, οι τελικές ανακοινώσεις να μετατεθούν για μετά τις 7 Οκτωβρίου.
Σε κάθε περίπτωση, η νομική βάση πάνω στην οποία θα «πατά» η όποια λύση, προκειμένου η απόφαση να μη θεωρηθεί παράνομη κρατική ενίσχυση, θα είναι είτε η εγκεκριμένη από την Κομισιόν εκδοχή του «ιταλικού μοντέλου» είτε το νέο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ για τη βιομηχανία (Clean Industrial State Aid Framework- CISAF), που περιγράφει με ακρίβεια τις επιλέξιμες επιχειρήσεις που μπορούν να ωφεληθούν από τέτοια μέτρα, με συγκεκριμένους όρους.
Το τελευταίο προβλέπει ότι μια χώρα μπορεί να επιδοτεί το ρεύμα της βιομηχανίας για το 50% της συνολικής της ετήσιας κατανάλωσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με πλαφόν τα 50 €/MWh και με το 50% του οφέλους να καταλήγει από τους δικαιούχους σε επενδύσεις στην απανθρακοποίηση (μπαταρίες, αυτοπαραγωγή ΑΠΕ, κ.ό.κ.).
Συνοψίζοντας, η πολυπαραγοντική εξίσωση των τεσσάρων κριτηρίων για την εξεύρεση της φόρμουλας που θα μειώνει το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας -δημοσιονομικά εφικτή, αποδεκτή από την κοινοτική νομοθεσία, ολιστική ώστε να αφορά όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις και συμβατή με την ενεργειακή στρατηγική της χώρας- θα επιχειρηθεί να οριστικοποιηθεί μέσα στο επόμενο δεκαήμερο, χωρίς ωστόσο αυτό να θεωρείται βέβαιο.
Το βέβαιο είναι ότι η πίεση προς την κυβέρνηση για να καταλήξει στην παρέμβαση για την οποία η ίδια έχει δεσμευθεί απέναντι στη βιομηχανία θα ενταθεί, με όλους ανεξαιρέτως τους φορείς του χώρου να ζητούν επιτακτικά μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα για την άμβλυνση του ενεργειακού κόστους.
Τόσο των μικρότερων και μεσαίων επιχειρήσεων όσο και των μεγάλων εξαγωγικών, που αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα, όπως δείχνει και το μήνυμα που έστειλε προ ημερών στην κυβέρνηση ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος.