Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η φθηνή λίρα και το παιχνίδι της Τουρκίας με στόχο τις εξαγωγές

Παράθυρο ευκαιρίας ψάχνει η γειτονική χώρα καθώς όλοι αναζητούν εναλλακτικούς προμηθευτές, για να παρακάμψουν την Κίνα. Η κρίση στην εφοδιαστική αλυσίδα και οι κίνδυνοι για Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς.

Η φθηνή λίρα και το παιχνίδι της Τουρκίας με στόχο τις εξαγωγές

Τουρκία, Αίγυπτος, κάποιες βορειοαφρικανικές χώρες, Λατινική Αμερική, είναι ορισμένες από τις αγορές του κόσμου οι οποίες μπαίνουν στην ατζέντα λιανεμπόρων που αναζητούν εναλλακτικές, σε μια άνευ προηγουμένου συγκυρία αναταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπου οι εισαγωγές από την Κίνα πληρώνονται χρυσάφι και οι εξαγωγείς μας κινδυνεύουν να χάσουν στρατηγικές αγορές.

Με δεδομένη δε τη βαριά υποτίμηση που υφίσταται η τουρκική λίρα, αίφνης η γειτονική χώρα προβάλλει ως σοβαρός διεκδικητής μεριδίου που κατέχει η ασιατική υπερδύναμη στις εξαγωγές προς τη Γηραιά Ήπειρο. Και αυτό γιατί ευνοείται από τη γεωγραφική θέση και ταυτόχρονα από τα φθηνά (και λόγω υποτίμησης) εργατικά χέρια.  

Από την πλευρά τους, οι Έλληνες εξαγωγείς «καίνε» περιθώρια κέρδους για να κρατήσουν τα ελληνικά προϊόντα στα ράφια των ξένων αλυσίδων, καθώς η κρίση στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα και η ακριβή ενέργεια οδηγούν τους παραγωγούς -αναγκαστικά- σε αυξήσεις τιμών.  Πρακτικά, τα προϊόντα γίνονται λιγότερο ανταγωνιστικά και αυτά που δεν είναι πρώτης ανάγκης κινδυνεύουν να χάσουν το θετικό momentum των ελληνικών εξαγωγών, που πάνε «τρένο», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στο Euro2day.gr παράγοντες της αγοράς, βλέποντας την αξία τους να οδεύει στα 35 δισ. ευρώ φέτος (από περίπου 31 δισ. ευρώ το 2020).

Κι ενώ η Ελλάδα και η Ευρωζώνη ευρύτερα μαστίζονται από ανατιμήσεις και πληθωριστικές πιέσεις, στην άλλη άκρη του Αιγαίου, στην Τουρκία, η λίρα υποχωρεί στα χαμηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Τις τελευταίες ημέρες κινείται πάνω και από τις 14 λίρες έναντι του δολαρίου, χάνοντας δυνάμεις μετά το πρόσφατο κραχ, σε συνέχεια της απόφασης της κεντρικής τράπεζας να μειώσει το βασικό επιτόκιο κατά 100 μονάδες βάσης, στο 15%.

Η εξέλιξη προκάλεσε σοκ στους επενδυτές, με τις απώλειες που συσσωρεύει το τουρκικό νόμισμα να φτάνουν το 45% από την αρχή του έτους. Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός έχει ξεφύγει πάνω από το 20%, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία (από 19,89% τον Οκτώβριο, κατά την Τουρκική Στατιστική Υπηρεσία).

Κατά τον κ. Ερντογάν, οι Τούρκοι πρέπει να είναι υπομονετικοί και να εμπιστευτούν το νέο οικονομικό μοντέλο της κυβέρνησής του, σύμφωνα με το οποίο δίνεται προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη, με βάση τα χαμηλά επιτόκια και τις εξαγωγές.

Ωστόσο, μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά πλήττονται σφοδρά. Μικρομεσαίες επιχειρήσεις και έμποροι λένε ότι «ασφυκτιούν», την ίδια στιγμή που η χώρα χτίζει το αφήγημά της ως μιας ανταγωνιστικής αγοράς, με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (αναμένεται να ξεπεράσει το 9% φέτος). Η κυβέρνηση μένει προσηλωμένη στο σχέδιό της γυρνώντας την πλάτη στις προτάσεις επιχειρηματικών φορέων, ακόμη και αυτών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας, που καλούν την κυβέρνηση να προτεραιοποιήσει την αντιμετώπιση του πληθωρισμού έναντι της βραχυπρόθεσμης ανάπτυξης.

Η Τουρκία επενδύει στις εξαγωγές, με φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες, την ώρα που τα προϊόντα που εισάγονται στην Ευρώπη από την Κίνα επιβαρύνονται με δυσθεώρητα κόστη και αυτά που εξάγονται, επιβαρύνονται με υψηλά βιομηχανικά κόστη, λόγω των ανατιμήσεων σε πρώτες ύλες και ενέργεια.

Ας σημειωθεί ότι το κόστος ενέργειας στην Τουρκία, παρά τις ανατιμήσεις, είναι και αυτό «ανταγωνιστικό», με τη MWh να κυμαίνεται το τελευταίο διάστημα στα 90 δολ. στην Αγορά Επόμενης Ημέρας (Day-Ahead Μarket, 78,12 δολ. τιμή spot αγοράς για την Παρασκευή 10.12.2021), όταν στην Ελλάδα ξεπέρασε τα 250 ευρώ από τις αρχές Νοεμβρίου. Η εικόνα δεν είναι πολύ καλύτερη στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η Πολωνία, που βασίζεται στον άνθρακα και η Ολλανδία, που διαθέτει δικά της κοιτάσματα αερίου.

Στο μεταξύ, ο ΦΠΑ για τρόφιμα, βιβλία, υπηρεσίες εκπαίδευσης, τουριστικές υπηρεσίες, κλωστοϋφαντουργικά και δερμάτινα, καθώς και ιατρικά προϊόντα και συσκευές είναι 8% στην Τουρκία, ενώ στα αγροτικά προϊόντα είναι 1%. Με την Ελλάδα υπάρχει συμφωνία αποφυγής διπλής φορολογίας, όπως σημειώνει στην ετήσια έκθεσή της η Πρεσβεία μας στην Άγκυρα, ενώ σημειώνεται πως τα αγροτικά προϊόντα προέλευσης ΕΕ δασμολογούνται στην Τουρκία.

Η πρόκληση «παράκαμψης» της παραδοσιακής οδού

Οι δρόμοι του εμπορίου αλλάζουν. Οι μεγάλοι Έλληνες λιανέμποροι μελετούν εναλλακτικούς δρόμους για τις εισαγωγές τους, αλλά στην πλειονότητά τους δεν έχουν ώριμα σχέδια. Υπομένουν τα υψηλά κόστη πληρώνοντας για container δέκα φορές πάνω από τα επίπεδα προ πανδημίας και συχνά επιπλέον «καπέλο». Το ίδιο ισχύει για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ενώ όσες έχουν ήδη γραμμές παραγωγής στην Τουρκία ενισχύουν τη δυναμικότητα των μονάδων τους.

Η IKEA στην Τουρκία φέρεται διατεθειμένη να αυξήσει την τοπική παραγωγή για να ελαχιστοποιήσει τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού και το αυξημένο κόστος αποστολής, ενώ ήδη εξάγει τριπλάσιο όγκο από αυτόν που εισάγει στη χώρα για να καλύψει τις ανάγκες του τοπικού δικτύου της -διαθέτει επτά καταστήματα.

Την παραγωγή της στην Τουρκία ενισχύει και η Benetton, στο πλαίσιο της στρατηγικής της να μεταφέρει πιο κοντά στην έδρα της παραγωγή που διέθετε προ πανδημίας σε προμηθευτές στην Ασία, για να επωφεληθεί από το χαμηλό εργατικό κόστος. Πλέον αυτό το όφελος χάνεται στα ακριβά μεταφορικά και στην αβεβαιότητα για τον χρόνο παράδοσης, που κοστίζει ακριβά στον όμιλο. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύει και την παραγωγή στην Αίγυπτο, την Τυνησία και κάποιες βαλκανικές χώρες όπως Σερβία και Κροατία.

Παραγωγή διαθέτει στην Τουρκία και η Zara, η οποία διατηρούσε και πριν την πανδημία διαφορετικό μοντέλο, με πάνω από 50% της παραγωγής της στη χώρα έδρας της, την Ισπανία, ενώ και η H&M δεν έχει ανακοινώσει νέο μοντέλο, εξακολουθώντας πάντως να διατηρεί μεγάλο μέρος της παραγωγής της σε Κίνα, Μπαγκλαντές και Ινδία.

Τα ελληνικά συμφέροντα

Οι σημαντικότερες ελληνικές εταιρείες που έχουν παρουσία στην αγορά της Τουρκίας είναι Τιτάν, Chipita, Ελληνικοί Λευκόλιθοι, Πλαστικά Κρήτης, Palaplast, Alumil, Isomat, Eurodrip, Kleemann, Fourlis (μέσω Intersport), Καρέλιας, Intralot και Intelli Solutions.

Το οικονομικό περιβάλλον στην Τουρκία έχει πλήξει τις ελληνικών συμφερόντων εταιρείες, που δεν ξεπερνούν τις 120, σύμφωνα με στοιχεία του γραφείου ΟΕΥ της Πρεσβείας μας στην Άγκυρα. Περισσότερο έχουν επηρεαστεί κατασκευαστικές λόγω αποχώρησης εξειδικευμένων στελεχών, ενώ όσες διαθέτουν παραγωγικές μονάδες έχουν όφελος από τις εξαγωγές και αντισταθμίζουν έτσι την πτώση της εγχώριας ζήτησης, ενώ η πτώση της λίρας έχει μειώσει τα λειτουργικά τους έξοδα.

Οι αμιγώς εξαγωγικές όπως η Chipita, η Merko, η Royal Food κ.α. ευνοήθηκαν από την υποτίμηση της λίρας καθώς οι τιμές των προϊόντων τους είναι πιο ανταγωνιστικές, αντίθετα με τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν εισαγόμενες πρώτες ύλες.

Ανατιμήσεις-ανάχωμα στην πορεία των εξαγωγών

Εν τω μεταξύ, καθώς αυξάνεται το κόστος ενέργειας και μεταφοράς, εξαγόμενα ελληνικά προϊόντα καθίστανται ακριβότερα και πλέον καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνουν ανταγωνιστικά σε στρατηγικές αγορές, όπως αναφέρει στο Euro2day.gr ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ). Μας μιλά για δύσκολους προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών, δεκάδες αγορές, μέχρι το Κεμπέκ, το Τορόντο και τη Νέα Υόρκη.

«Δεν είναι εύκολο να πείσουμε τον πελάτη που αγόραζε ένα προϊόν 30 ευρώ να το πάρει 50 ευρώ», σημειώνει χαρακτηριστικά, μιλώντας για το κόστος ενέργειας που πολλαπλασιάζεται (π.χ. στις 350.000 ευρώ για μια εταιρεία που πλήρωνε 90.000) και το ύψος των ναύλων (με τα container να φορτώνουν π.χ. για 30.000 ευρώ από 1.000 με 1.500 ευρώ).

Περιγράφει το άγχος παραγωγών και εξαγωγέων να διατηρήσουν τη θέση των ελληνικών προϊόντων στο ράφι, μετά τη μετακύλιση αυτού του κόστους που ξεπερνά το 50% κατά μ.ο. σε όλα τα αγροτικά προϊόντα, σιτάρι, βαμβάκι, φρούτα, λαχανικά καθώς και σε λάδι, κονσέρβες κ.α.

Σημειώνει ότι είναι ακατόρθωτο, στις τρέχουσες συνθήκες, οι τιμές να κινηθούν κοντά στα περσινά επίπεδα, χωρίς αυξήσεις. Έτσι, είναι μεγάλη πρόκληση για τους Έλληνες εξαγωγείς να διατηρήσουν τη θέση τους σε αγορές που αντιμετωπίζουν έντονο ανταγωνισμό από πιο φτηνά προϊόντα. Όπως σημειώνει ο κ. Κωνσταντόπουλος, «αν χάσουμε από το μαροκινό ή το αμερικανικό προϊόν, είναι δύσκολο να επανέλθουμε…».

Ας σημειωθεί ότι οι εταιρείες δεν είχαν καλή ορατότητα το προηγούμενο διάστημα, με κλειστές διεθνείς εκθέσεις, ενώ στην εξίσωση μπαίνουν πολλές παράμετροι από τις καταναλωτικές τάσεις, τις τάσεις στη horeca, το retail, το ηλεκτρονικό εμπόριο, την ανθεκτικότητα των super market κ.α.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v