Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Η Κίνα θέλει την κυριαρχία του κόσμου και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να το εμποδίσουν

Οι φιλοδοξίες του Πεκίνου για ανατροπή της παγκόσμιας τάξης οδηγούν σε νέο Ψυχρό Πόλεμο. Πώς η οικονομία έπαψε να είναι το ισχυρό όπλο των ΗΠΑ. Η έλλειψη μεγάλων επενδύσεων και η άνοδος των ανισοτήτων.

Η Κίνα θέλει την κυριαρχία του κόσμου και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να το εμποδίσουν

To κλειδί για να κατανοήσει κανείς τις στρατηγικές φιλοδοξίες του Πεκίνου για τις ερχόμενες δεκαετίες είναι να κατανοήσει ότι η ηγεσία της Κίνας γνωρίζει τι θέλει να επιτύχει και εννοεί αυτά που λέει.

Όπως υποστηρίζει ο Ηal Brands στο Bloomberg, υπάρχουν ολοένα και περισσότερες ενδείξεις ότι η κινεζική κυβέρνηση στοχεύει όντως να κατακτήσει την παγκόσμια ηγεμονία και να ανατρέψει το διεθνές σύστημα που εδραίωσαν οι ΗΠΑ δημιουργώντας τη δική της παγκόσμια τάξη. Η αντιπαράθεση των δυο πλευρών γίνεται σε όλα τα επίπεδα, με ένα τελευταίο παράδειγμα αυτό που αφορά το Χονγκ Κονγκ μετά την πρόθεση των κινεζικών αρχών να αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην αυτόνομη περιοχή

Ανώτατοι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν αρχίσει να εκφράζουν ξεκάθαρα τις φιλοδοξίες του Πεκίνου για παγκόσμια κυριαρχία. Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αναφέρθηκε σχεδόν ανοιχτά στον στόχο αυτό στην ιστορική του ομιλία στο 19ο συνέδριο του κομμουνιστικού κόμματος τον Οκτώβριο του 2017. «Η Κίνα όρθωσε το ανάστημά της, πλούτισε και γίνεται ισχυρότερη» είχε δηλώσει ο κ. Σι, προσθέτοντας ότι τώρα η Κίνα «χαράσσει έναν νέο δρόμο για άλλες αναπτυσσόμενες χώρες» και προσφέρει «την κινεζική σοφία και την κινεζική προσέγγιση στην επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα». O κ. Σι υποσχέθηκε ότι ως το 2049, η Κίνα θα έχει «μετατραπεί σε παγκόσμιο ηγέτη όσον αφορά την εθνική ισχύ και τη διεθνή επιρροή» και θα κατασκευάσει μια «σταθερή διεθνή τάξη» στην οποία θα επιτευχθεί η «εθνική αναγέννηση» της Κίνας.

Οι δηλώσεις αυτές αποκαλύπτουν σύμφωνα με τον κ. Brands έναν ηγέτη ο οποίος δεν θεωρεί ότι η χώρα του απλώς συμμετέχει στις διεθνείς υποθέσεις αλλά θέτει τους όρους. Αναδεικνύουν παράλληλα δύο βασικές θεματικές στην κινεζική αντίληψη για την εξωτερική πολιτική.

Η πρώτη θεματική είναι μια βαθύτατα επιφυλακτική στάση απέναντι στο υφιστάμενο διεθνές σύστημα. Οι Κινέζοι ηγέτες αναγνωρίζουν ότι το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα συνέβαλε στην οικονομική και στρατιωτική άνοδο της χώρας, αλλά την ίδια στιγμή βλέπουν απειλές στον κόσμο που δημιούργησαν η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της.

Κατά την άποψή τους, οι αμερικανικές συμμαχίες δεν διασφαλίζουν την ειρήνη και τη σταθερότητα και περιορίζουν τις δυνατότητες της Κίνας. Από τη σκοπιά αυτή, η προώθηση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι ένα ηθικό καθήκον αλλά ένα επικίνδυνο δόγμα για την απονομιμοποίηση της κινεζικής κυβέρνησης.

H δεύτερη θεματική είναι η ανάγκη αλλαγής της διεθνούς τάξης για να αποκτήσει η Κίνα την ευημερία και την ασφάλεια που της αναλογεί.

Ενας νέος Ψυχρός Πόλεμος

Οι φιλοδοξίες της Κίνας για παγκόσμια κυριαρχία και ανατροπή του υφιστάμενου status quo την έχουν φέρει αναπόφευκτα σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ, με ορισμένους αναλυτές να υποστηρίζουν πως οδεύουμε σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο.

Αλλά ενώ οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο με την Ε.Σ.Σ.Δ. δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ανακηρυχθούν νικήτριες σε έναν Ψυχρό Πόλεμο έναντι της Κίνας.

Οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο με την Ε.Σ.Σ.Δ. επειδή το πολιτικό και οικονομικό τους σύστημα παρήγαγε ευημερία για όλους, κάτι που δεν έκανε το σύστημα της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι ΗΠΑ ήταν πάντοτε πλουσιότερες από την Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Νικίτα Χρουστσόφ φέρεται να εντυπωσιάστηκε από ένα σουπερμάρκετ στο Σαν Φρανσίσκο το 1959 και ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον καυχιόταν για τα υψηλά επίπεδα διαβίωσης στις ΗΠΑ. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι οικονομίες των δύο χωρών είχαν αρχίσει να αποκλίνουν σημαντικά. Η Ε.Σ.Σ.Δ. έγινε αρτηριοσκληρωτική και εξαρτημένη από το πετρέλαιο, με ένα κλειστό σύστημα συναλλαγών, αναποτελεσματικά εργοστάσια και χρόνιες ελλείψεις τροφίμων. Αλλά οι ΗΠΑ, παρά τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 και την υψηλή ανεργία τη δεκαετία του 1980, συνέχισαν να γίνονται πλουσιότερες. Όταν ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν επισκέφτηκε τις ΗΠΑ το 1990, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ποιο σύστημα ήταν ανώτερο.

Αλλά όπως υποστηρίζει ο Noah Smith στο Bloomberg, η απόκλιση των δύο οικονομιών δεν ήταν απόρροια μόνο της αποτυχίας του σοβιετικού σοσιαλισμού. Ούτε ήταν οι πολιτικές της ελεύθερης αγοράς και του laissez-faire αυτές που οδήγησαν στην αμερικανική επιτυχία. Οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν τεράστιες και σημαντικές κρατικές επενδύσεις στα πρώτα στάδια του Ψυχρού Πολέμου οι οποίες απέφεραν μεγάλα οφέλη στα μεταγενέστερα στάδια.

Η πρώτη μεγάλη επένδυση ήταν στις υποδομές. Το δίκτυο εθνικών οδών που κατασκευάστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια έργα στην ιστορία και είχε μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Η κατασκευή δρόμων διευκόλυνε τη μετακίνηση αγαθών και ανθρώπων σε όλη τη χώρα και επέτρεψε στις πόλεις να αναπτυχθούν.

Η δεύτερη μεγάλη επένδυση ήταν στην επιστήμη. Το σοβιετικό διαστημικό πρόγραμμα ανάγκασε τις ΗΠΑ να δαπανήσουν πολλά περισσότερα στην επιστήμη. Η έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από την αμερικανική κυβέρνηση συνέβαλε στην ανάπτυξη κερδοφόρων βιομηχανικών. Το ίντερνετ είναι το πιο γνωστό παράδειγμα.

Οι ΗΠΑ ενίσχυσαν επίσης την φυσικομαθηματική εκπαίδευση και δημιούργησαν ένα δυναμικό επιστημόνων και μηχανικών που κατέστησε τη χώρα πρωτοπόρο στον τομέα της τεχνολογίας.

Οι υποδομές, η έρευνα και η εκπαίδευση στηρίχτηκαν στους υγιές νομικό σύστημα της χώρας, τον ανεξάρτητο ιδιωτικό τομέα και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

O συνδυασμός αυτός παρήγαγε ευημερία την οποία απολάμβανε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών. Η ανισότητα ήταν μικρότερη σε σχέση με σήμερα, ενώ τα κοινωνικά προγράμματα που εφαρμόστηκαν τη δεκαετία του 1960 και 1970 μείωσαν σημαντικά τη φτώχεια.

Εκτός από τις επιτυχίες στον τομέα της οικονομίας, η αμερικανική κυβέρνηση επέδειξε αποτελεσματικότητα και στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών και μολυσματικών ασθενειών, εξαλείφοντας την πολιομυελίτιδα από τη χώρα και ανακόπτοντας την εξάπλωση της επιδημίας της γρίπης το 1957. Στον αντίποδα η Ε.Σ.Σ.Δ. απέτυχε πλήρως να διαχειριστεί την καταστροφή του Τσέρνομπιλ.

Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο επειδή το σύστημα τους δούλευε σε πολλά επίπεδα. Αυτό επέτρεψε στις ΗΠΑ όχι μόνο να αποκτήσουν στρατιωτική υπεροχή, αλλά και να κερδίσουν τη στήριξη ευρωπαϊκών και ασιατικών χωρών.

Δυστυχώς, σημειώνει ο αρθρογράφος του Bloomberg, οι ΗΠΑ δεν έχουν δείξει τελευταία ανάλογη αποφασιστικότητα για να κερδίσουν έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Οι υποδομές στις ΗΠΑ είναι σε κακή κατάσταση, λόγω των δημοσιονομικών περικοπών. Η κρατική χρηματοδότηση της έρευνας έχει μειωθεί σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ και η εκπαίδευση στους τομείς των φυσικομαθηματικών επιστημών και της τεχνολογίας υστερεί. Την ίδια στιγμή η ανισότητα διευρύνεται, με ένα μεγάλο αριθμό Αμερικανών να ζει μέσα στην ανασφάλεια και τα ποσοστά φτώχειας να είναι υψηλότερα από ότι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες.

Εκτός από όλα αυτά, η πανδημία αποκάλυψε την τρομακτική ανικανότητα της αμερικανικής κυβέρνησης.

Αν οι ΗΠΑ θέλουν να έχουν κάποια ελπίδα να υπερισχύσουν σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, δεν μπορούν απλά να στηριχτούν σε όσα πέτυχαν τον περασμένο αιώνα. Θα πρέπει να αποδείξουν ότι το σύστημά τους είναι το καλύτερο, ότι δημιουργεί ευημερία για όλους και προστατεύει τον πληθυσμό από εθνικές απειλές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v