Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι τριπλές κάλπες του 1989 και η σύγκριση με το σήμερα

Σε μια εποχή γενικευμένης καταστροφολογίας, έχει σημασία να επιστρέψουμε 33 χρόνια πίσω, στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις από τον Μάιο του 1989 έως τον Απρίλιο του 1990. Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.

Οι τριπλές κάλπες του 1989 και η σύγκριση με το σήμερα

Πριν από 33 χρόνια ακριβώς, η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά σε μια εκλογική αναμέτρηση που ήταν η τρίτη σειράς δύο προηγούμενων.

Από τον Μάιο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάδα γνώρισε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις και δύο συμμαχικές κυβερνήσεις, την πρώτη υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη, έναν ευπατρίδη της πολιτικής, και την άλλη υπό τον καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα (1904-2004), ο οποίος τότε συμπλήρωνε το 86ο έτος της ηλικίας του.

Τελικά δε, τον Απρίλιο 1990, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας του σημερινού υποψήφιου πρωθυπουργού, αναλάμβανε να σχηματίσει κυβέρνηση με έναν «δανεικό» από το κόμμα του Κ. Στεφανόπουλου βουλευτή.

Την ίδια εποχή, ενώ κατέρρεε το Τείχος του Βερολίνου, η Δυτική και Κεντρική Ευρώπη απελευθερωνόταν από τον κουμμουνιστικό ολοκληρωτισμό, η Ευρώπη όδευε προς την ενιαία αγορά και το Ιράκ προετοίμαζε την εισβολή του στο Κουβέιτ, στην Ελλάδα, το μεγάλο θέμα ήταν η δίκη Κοσκωτά. Όλα τα άλλα απλώς συνέβαιναν.

Την ίδια εποχή, δεν υπήρχαν ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε τάμπλετ, ούτε φορητοί υπολογιστές, ούτε Διαδίκτυο. Ακόμα, η μεταφορά και εγκατάσταση ενός σταθερού τηλεφώνου απαιτούσε στην καλύτερη περίπτωση ένα τρίμηνο, μια κατάθεση σε τράπεζα μπορούσε να γίνει σε δύο με τρεις ώρες, όσο για μεταφορά κάποιου ποσού στο εξωτερικό απαιτούσε τρεχάματα μιας εβδομάδας.

Την ίδια περίοδο, ο κύριος Μπάμπης και η κυρία Κατίνα αποθησαύριζαν δολάρια, γερμανικά μάρκα και ελβετικά φράγκα, ο πληθωρισμός έτρεχε με ρυθμό 20%, ενώ η πιστωτική κάρτα ήταν μια πολυτέλεια με επιβάρυνση 20% τον μήνα.

Το 1990, σε μια Αθήνα πνιγμένη στο νέφος, ήλθαν τα πρώτα καταλυτικά αυτοκίνητα, παράλληλα δε ξεκίνησαν και τα πρώτα πειράματα για την εφαρμογή της βιοτεχνολογίας στην παραγωγή και ανάπτυξη ειδών διατροφής. Τότε το μέσο προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα ήταν 78 έτη, έναντι 83 που είναι σήμερα και 110 που εκτιμάται το 2050.

Από οικονομικής πλευράς, ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Δημήτρης Χαλικιάς είχε προειδοποιήσει ότι η χώρα διέθετε μόνο για ένα μήνα συναλλαγματικά αποθέματα και ενώ ο παραγωγικός της ιστός έπνεε τα λοίσθια, η εξάρτηση του ΑΕΠ της από την κατανάλωση έφθανε το 80% και πλέον. Χωρίς, επίσης, να έχει κάνει σχεδόν καμιά προσαρμογή στο τότε κοινοτικό κεκτημένο, η Ελλάδα είχε δεχθεί σε μια δεκαετία το 5% του ΑΕΠ της χρηματοδότηση από την Ευρώπη και τον Ιούνιο 1990 διαπραγματευόταν ένα δεύτερο σταθεροποιητικό δάνειο της τάξεως των 3 δισ. ευρώ. Η δε Ευρώπη ήταν τότε 12μελής, η πρώτη παγκόσμια εμπορική δύναμη, αλλά ελάχιστα αποφασισμένη να ασχοληθεί με το πολιτικό της μέλλον.

Όσο για την ελεύθερη κυκλοφορία ήταν στα σπάργανα, με αποτέλεσμα οι ξένοι παίκτες στο ελληνικό ποδόσφαιρο να είναι με το ζόρι 30-40 έναντι 1.000 και πλέον σήμερα. Η δε Ελλάδα δεχόταν 5-6 εκατομμύρια εποχικούς τουρίστες κάθε χρόνο, αισθητά μακριά από τα σχεδόν 30 εκατομμύρια που εκτιμάται ότι θα είναι φέτος.

Σπεύδω να πω επίσης ότι το 1990 ήταν αδύνατον από την Ελλάδα να έχω πρόσβαση στον πλούτο της βιβλιοθήκης του «Economist», κάτι που σήμερα γίνεται το πολύ σε 5 λεπτά από την κινούμενη πολυθρόνα του γραφείου μου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε Έλληνας έχει σήμερα 10, 20 ή και 100 φορές περισσότερες δυνατότητες για πρόσβαση σε αμέτρητες πηγές γνώσεων αλλά παρ' όλα αυτά, η αμάθεια καλά κρατεί.

Και αυτό συμβαίνει γιατί κάποιοι την πρόσβαση στη γνώση και στην καινοτομία τη θεωρούν «συνωμοσία του νεοφιλελευθερισμού» για να μας υποτάξει στον καταναλωτισμό και στις αγορές.

Το τέχνασμα είναι γνωστό και δοκιμασμένο. Όσο πιο ακίνητες είναι οι κοινωνίες σε περιόδους μεγάλων αλλαγών τόσο το καλύτερο για τους «πωλητές... προόδου». Η πορεία προς το πουθενά είναι περίφημο εργαλείο εξουσίας. Εμποδίζει τους ανθρώπους να τολμούν.

Όπως λέει και ο Πολ Ρόμερ, «κάθε γενιά με τη σειρά της αντιλαμβάνεται τους περιορισμούς που θα έθεταν στην ανάπτυξη οι πεπερασμένοι πόροι και οι ανεπιθύμητες παρενέργειες, αν σταματούσαν να ανακαλύπτονται νέες μέθοδοι ή ιδέες. Και κάθε γενιά υποτιμά τις δυνατότητες εύρεσης νέων μεθόδων και ιδεών. Διαρκώς αποτυγχάνουμε να συλλάβουμε πόσο μεγάλο είναι το εύρος των ιδεών που απομένουν να ανακαλυφθούν».

Για το ανθρώπινο είδος, η πιο επικίνδυνη -έως και αυτοκαταστροφική- επιλογή θα ήταν να κλείσει η στρόφιγγα της καινοτομίας. 

Ποιους άραγε βολεύει ο δρόμος προς το... πουθενά;


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v