Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!
Από το ιστορικό -πλην διαβόητο- ερώτημα “όταν θέλω να μιλήσω με κάποιον στην Ευρώπη, ποιον καλώ;”, που αποδίδεται στον αείμνηστο Χένρι Κίσινγκερ, τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, μας χωρίζουν ορισμένες δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, όμως, σε όρους εφαρμοσμένης πολιτικής, πόσο πραγματικά απέχουμε; Ιδίως, εάν αναλογιστούμε το διαμέτρημα των τότε Ευρωπαίων ηγετών έναντι των σημερινών!
Κατά πόσον είναι ευχερέστερο σήμερα να “συνεννοηθούν” οι δυο κυριότεροι πόλοι της Δύσης, ΗΠΑ και Ευρώπη, υπό το φως τόσο της δομής εξουσίας στην ΕΕ όσο και του ελλείμματος ηγεσίας που εξακολουθητικά την χαρακτηρίζει; Και τούτο, παρά την θεσμοθέτηση θέσεων, όπως αυτών που κατέχουν σήμερα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Κάγια Κάλας, πρόεδρος και αντιπρόεδρος της “Κομισιόν”, αντίστοιχα και μάλιστα με αρμοδιότητες που προσομοιάζουν με αυτές μίας “υπουργού Εξωτερικών, για την τελευταία.
Όσα εξέφρασε με την συνέντευξή του στο Politico, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, μπορεί να απέχουν από την λεγόμενη πολιτική ορθότητα και το διπλωματικό decorum που κατά κανόνα χαρακτηρίζει τα λεγόμενα των Ευρωπαίων ηγετών, σκιαγραφούν όμως με σημαντικό βαθμό ακρίβειας το περίγραμμα της σημερινής ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Το έλλειμμα ηγεσίας, την απουσία ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, την αδυναμία ενιαίας πορείας πλεύσης για το μεταναστευτικό,, την κραυγαλέα υπερίσχυση εθνικών προτεραιοτήτων ακόμη και όταν διακυβεύονται κυριαρχικά δικαιώματα κρατών μελών της ΕΕ από τρίτες χώρες, τους παλιμπαιδισμούς σε ζητήματα ενεργειακής μετάβασης και τις επιπτώσεις που αυτοί έχουν στην ανταγωνιστικότητα της ίδιας της Ευρώπης και τόσα άλλα που οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ομολογούν κατ’ ιδίαν αλλά σπάνια δημοσίως.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ενδεχομένως, η κυριότερη διαφορά μεταξύ του φαινομενικά αφελούς και στην ουσία σαρκαστικού ερωτήματος Κίσινγκερ και των επισημάνσεων Τραμπ προς το Politico, έγκειται στην σχέση που έχουν σήμερα αυτοί οι δυο πόλοι της λεγόμενης Δύσης. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη.
Μία σχέση η οποία πριν την τελευταία και πολύκροτη συνέντευξη Τραμπ, περιγράφηκε στην Νέα Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ και καλεί για την χειραφέτηση της Ευρώπης σε ζητήματα ασφάλειας και την “απαλλαγή” των ΗΠΑ από τον ρόλο του “χωροφύλακα”, τουλάχιστον σε αυτό το τμήμα της υφηλίου.
Έγκειται, με άλλα λόγια, τουλάχιστον ως προς ένα σκέλος, με την ανάδυση της Ευρώπης στην ανάγκη ίδιας ανάληψης της ευθύνης άμυνας και ασφάλειάς της, για την εξασφάλιση της οποίας είναι βέβαιον ότι θα απαιτηθεί μακρύ χρονικό διάστημα και πάντως πέραν της δεκαετίας.
Ένα έτερο σκέλος που επίσης ανέδειξε ο φίλτατος Τραμπ αφορά ευθέως τις εσωτερικές προτεραιότητες της ΕΕ, υπό το φως των κοινωνικών και πολιτικών επιπτώσεων που συνοδεύουν το μεταναστευτικό ζήτημα, όπως βεβαίως και τη στάση της Ευρώπης έναντι του πολέμου στην Ουκρανία.
Έτσι, λοιπόν, από όποια σκοπιά κι αν προσεγγίζει κανείς το “φαινόμενο Τραμπ”, οφείλει να αναγνωρίζει ότι ορισμένα από τα κυριότερα σημεία επιχειρηματολογίας του απεικονίζουν με σημαντικό βαθμό διαύγειας τα ελλείμματα της Ευρώπης του σήμερα. Αυτό είναι συνάμα και το στοίχημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η ίδια η Ευρώπη.
Διαφορετικά θα είναι αναγκασμένη να προστρέχει στον Αμερικανό πρόεδρο, θέλοντας και μη, ζητώντας την συνδρομή του για να αντιμετωπίσει τους κάθε λογής κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της γείτονος, Ρ. Τ. Ερντογάν, τον οποίο ο Τραμπ θεωρεί “φίλο” του που “πάντα τα καταφέρνω μαζί του”.
Το έχει άραγε ανάγκη “αυτό” η Ευρώπη;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.