ΓΣΕΕ: Χαμηλοί μισθοί και ακρίβεια «παγιδεύουν» την ελληνική οικονομία

Τι δείχνουν τα στοιχεία του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Γιατί απαιτείται στήριξη των εισοδημάτων και βελτίωση της απασχόλησης. Ουραγός της Ε.Ε. η Ελλάδα ως προς την αύξηση των πραγματικών μισθών. Πώς χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων τα κατάφεραν καλύτερα.

ΓΣΕΕ: Χαμηλοί μισθοί και ακρίβεια «παγιδεύουν» την ελληνική οικονομία

Χαμηλοί μισθοί, που για ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας δεν εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, αγοραστική δύναμη που υποχωρεί συνεχώς και ακρίβεια που δεν μπορεί να ελεγχθεί είναι ορισμένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας όπως αποτυπώνονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Μάλιστα, τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση των συνθηκών απασχόλησης και την απορρύθμιση κρίσιμων προστατευτικών θεσμών της αγοράς εργασίας, συνιστούν σύμφωνα με την Συνομοσπονδία παράγοντες που συστηματικά υποσκάπτουν την ανθεκτικότητα της ελληνικοικονομίας και τη διατηρησιμότητα των ρυθμών μεγέθυνσής της.

Για τον λόγο αυτό, οι μελετητές του ΙΝΕ επισημαίνουν ότι, ιδιαίτερα στο σημερινό εξαιρετικά σύνθετο γεωοικονομικό περιβάλλον, απαιτείται η προοδευτική αναδόμηση των θεσμών της αγοράς εργασίας, η ενεργός στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων και η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησής τους.

Αναλυτικά, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων στη χώρα εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με τις αντίστοιχες στην ΕΕ.

Σύμφωνα με τον δείκτη εξέλιξης του μέσου πραγματικού μισθού την περίοδο 2009-2024, παρατηρείται ότι οι μέσες πραγματικές αποδοχές των μισθωτών στην Ελλάδα έχουν σημειώσει συνολική μείωση της τάξης του 32,8%. Μόνο το 2024, η εξέλιξη των μέσων μισθών και των ημερομισθίων στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67,2, όταν υπολογίζεται στο 106,6 στην υπόλοιπη ΕΕ, άρα καταγράφεται διαφορά 39,4 μονάδων.

Μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε περίπου 8,3 δισ. ευρώ και η πραγματική κατανάλωση κατά 7,9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η αντίστοιχη αύξηση του συνόλου των πραγματικών μισθών ήταν μόλις 130 εκατ. ευρώ, όταν το πραγματικό εισόδημα από μη μισθωτή εργασία αυξήθηκε κατά 2,6 δισ. ευρώ και το πραγματικό εισόδημα από πλούτο κατά 4,5 δισ. ευρώ.

Έτσι, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα, αντιστοιχεί το 2024, στο 52% του μέσου ευρωπαϊκού, όταν το 2019 αντιστοιχούσε στο 52,2% και το 2009 στο 82,5%.

Την περίοδο 2019 – 2024, η Ελλάδα κατέγραψε απώλειες 1,1 μονάδας ως προς τον ετήσιο πραγματικό μισθό και ημερομίσθιο. Βρέθηκε στην 8η θέση από το τέλος, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Την ίδια στιγμή μάλιστα, χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, κατέγραφαν σημαντικά ποσοστά αύξησης του μέσου μισθού, κλείνοντας την ψαλίδα με την υπόλοιπη Ευρώπη, με πρώτη την Βουλγαρία (29,5%) και τις Κροατία (20,1%) και Ρουμανία (19,9%) να ακολουθούν. Βέβαια, την περίοδο 2023 – 2024, ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα κατέγραψε αύξηση κατά 2,9%, έστω και οριακά υψηλότερα από το +2,7% που κατέγραψε η ΕΕ.

Ξεχωριστή σημασία έχει η σχέση παραγωγικότητας της εργασίας και μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έκθεσης. Την περίοδο 2019 – 2024 η παραγωγικότητα της εργασίας ενισχύθηκε 1,2% σε πραγματικούς όρους. Θεαματική ήταν η βελτίωση τις Κατασκευές (52,2%), στον κλάδο Πληροφορία και Επικοινωνία (20%), στις Χρηματοοικονομικές και Ασφαλιστικές Δραστηριότητες (45,4%). Στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, η παραγωγικότητα της εργασίας βελτιώθηκε 17% και στη μεταποίηση 15%, ενώ μόνο στον αγροτικό τομέα, κατέγραψε αρνητικό πρόσημο.

Το ωρομίσθιο

Σε αντίθεση με την πορεία της παραγωγικότητας της εργασίας, κατά την ίδια περίοδο, το πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε στους περισσότερους κλάδους. Στις Κατασκευές η μείωση ήταν 19,9% ενώ στις Χρηματοοικονομικές και Ασφαλιστικές δραστηριότητες ήταν 19,7%. Μείωση της τάξης του 10,6% εμφάνισαν κλάδοι όπως εμπόριο, μεταφορές, εστίαση και παροχή καταλυμάτων. Συνολικά, την περίοδο 2019-2024 το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7% και έτσι δημιουργήθηκε ένα κενό 5,9 μονάδες σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας.

Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.grFOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο Linkedin

Σύμφωνα με το ΙΝΕ, η αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ (ακρίβεια) προέρχεται κατά κύριο λόγο από την αύξηση των κερδών, τα οποία κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο στη διαμόρφωση των τιμών. Ακολουθεί το κόστος εισαγωγών, ενώ το μισθολογικό κόστος αποτελεί μόλις τον τρίτο προσδιοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση των τιμών. Έτσι, οι μελετητές της Συνομοσπονδίας καταλήγουν στο συμπέρασμα, πως κύρια αιτία της υποχώρησης της αγοραστικής δύναμης των μισθών είναι η αύξηση των κερδών.

Το αποτέλεσμα δε, είναι η χώρα μας να βρίσκεται στην δεύτερη θέση από το τέλος, όσον αφορά το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης των μισθωτών για το 2024, με 8,8% (ο συγκεκριμένος δείκτης είναι υπερδιπλάσιος από το 3,8% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος).

Ειδικότερα, το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 15-64 ετών ανήλθε στο 63,3%, αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023 και 6,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του προ-πανδημικού επιπέδου του (2019). Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας των ατόμων ηλικίας 15-74 ετών διαμορφώθηκε το 2024 στο 10,1% -από 11,1% το 2023 και 17,3% το 2019.

Τέλος, όσον αφορά την απασχόληση, και παρά τις βελτιωμένες επιδόσεις, η Ελλάδα καταγράφει το 2024, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης, εμφανίζοντας καλύτερη επίδοση μόνο συγκριτικά με την Ιταλία. Ίδια είναι και η εικόνα όσον αφορά τη διαφορά του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ ανδρικού και γυναικείου πληθυσμού, με την Ελλάδα να εμφανίζει και σε αυτή την κατηγορία τη δεύτερη μεγαλύτερη απόκλιση των εν λόγω ποσοστών στην ΕΕ-27.

Στην τρίτη θέση κατατάσσεται η χώρα μας όσον αφορά την απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης μεταξύ της ηλικιακής ομάδας 40-64 ετών και των νέων 15-39 ετών. Επίσης, η Ελλάδα εμφάνισε το 2024 το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (80,3%) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

v