Πού θα φτάσουν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα τη νέα χρονιά

Οι τρεις πυλώνες για τον στόχο του μέσου μισθού στα 1.500 ευρώ έως το 2027. Ο ρόλος της κοινωνικής συμφωνίας και οι δυσκολίες. Γιατί η κεντρική τράπεζα της χώρας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.

Πού θα φτάσουν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα τη νέα χρονιά

Σε τροχιά σταδιακής ανόδου παραμένουν οι ονομαστικοί μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, με το 2026 να θεωρείται κομβικό έτος για την προσέγγιση του κυβερνητικού στόχου περί μέσου μισθού 1.500 ευρώ έως το 2027.

Οι προβλέψεις συγκλίνουν ότι, εφόσον διατηρηθεί ο σημερινός ρυθμός αυξήσεων της τάξης του 5% ετησίως, ο μέσος μισθός μπορεί να κινηθεί το 2026 στην περιοχή των 1.460–1.470 ευρώ, πλησιάζοντας τον στόχο ένα χρόνο νωρίτερα.

Ωστόσο, οι διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, με αιχμή την χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας δημιουργούν ένα σύνθετο σκηνικό για το 2026, στο οποίο, πρέπει να προστεθεί η πρόσφατη κοινωνική συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνικών εταίρων, για ενδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και αύξηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Αν και όλοι γνωρίζουν πως η επαναφορά των μισθών στα προ τις οικονομικής κρίσης επίπεδα δεν είναι μια εύκολη διαδικασία -σήμερα η κάλυψη των εργαζόμενων από συλλογικές συμβάσεις βρίσκεται σημαντικά κάτω από 30%- με την ισχύ της συμφωνίας μπαίνουν οι βάσεις και δημιουργείται το απαραίτητο πλαίσιο ώστε μέσω των διαπραγματεύσεων να αυξηθούν οι μισθοί.

Οι προβλέψεις για το 2026

Αναλυτικά, οι προβλέψεις για το 2026 συγκλίνουν στη συνέχιση της ανοδικής τάσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα, με μέσους ετήσιους ρυθμούς αύξησης γύρω στο 5%. Με δεδομένο ότι ο μέσος μεικτός μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφωνόταν την άνοιξη του 2024 περίπου στα 1.325 ευρώ, οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι έως τον Απρίλιο του 2026 θα μπορούσε να φτάσει στα 1.461–1.470 ευρώ, εφόσον δεν υπάρξουν σοβαρές ανατροπές στο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Τα ποσά, αφορούν την πλήρη απασχόληση, καθώς εάν συνυπολογιστούν και οι μισθοί της μερικής απασχόλησης, τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα. Σύμφωνα δε, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του ΕΦΚΑ και τις Αναλυτικές Περιοδικές Δηλώσεις (ΑΠΔ) που υποβάλλουν στον Φορέα οι επιχειρήσεις, τον Μάιο του 2025, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης διαμορφώθηκε στα 1.369,07 ευρώ. Εάν βέβαια συνυπολογιστεί και ο μέσος μισθός των εργαζόμενων με μερική απασχόληση, τότε συνολικά, ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνούσε τα 1.192,5 ευρώ.

Το κυβερνητικό σχέδιο για αύξηση του μέσου μισθού στην Ελλάδα, στα 1.500 ευρώ, έως το 2027 βασίζεται σε τρεις πυλώνες: τις διαδοχικές αυξήσεις του κατώτατου μισθού, την επαναφορά των τριετιών και την ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Στο επίκεντρο των παρεμβάσεων βρίσκεται η προσπάθεια για μια νέα «κοινωνική συμφωνία» στην αγορά εργασίας, με στόχο την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις. Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας προσδοκά ότι μέσω ενός πενταετούς σχεδίου δράσης, το οποίο αναμένεται να νομοθετηθεί στις αρχές του έτους, θα διευκολυνθεί η υπογραφή νέων κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων.

Ωστόσο, η σημερινή εικόνα παραμένει περιορισμένη. Το πρώτο εξάμηνο του 2025 είχαν υπογραφεί μόλις 25 κλαδικές συμβάσεις και περίπου 170 επιχειρησιακές συμφωνίες, ενώ πολλές από τις υφιστάμενες κλαδικές συμβάσεις λήγουν το 2026. Η μεγαλύτερη κάλυψη εντοπίζεται στον επισιτιστικό και ξενοδοχειακό κλάδο και ακολουθεί η σύμβαση της ΟΤΟΕ, χωρίς όμως να αλλάζει ουσιαστικά ο συνολικός χάρτης.

Την ίδια ώρα, η Τράπεζα της Ελλάδος κρατά σαφώς πιο επιφυλακτική στάση. Στις τελευταίες της εκθέσεις επισημαίνει ότι οι μισθολογικές αυξήσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου στην παραγωγικότητα, με αποτέλεσμα οι αυξήσεις μισθών να μεταφράζονται ευκολότερα σε αυξημένο κόστος παραγωγής και πληθωριστικές πιέσεις.

Έτσι, παραμένει ισχυρή η σύσταση για μετριοπαθείς αυξήσεις, σε συνδυασμό με επενδύσεις σε δεξιότητες και τεχνολογία. Ειδικά στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική η Κεντρική Τράπεζα ξεκαθαρίζει ότι η αύξηση των αμοιβών δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος της παραγωγικότητας και να επιβαρύνει το μοναδιαίο κόστος εργασίας, καθώς κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.

Στην πράξη, η ΤτΕ ζητεί να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων και συνταξιούχων, καθώς και τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του εξωτερικού με υψηλές δεξιότητες (brain regain) επισημαίνοντας ότι η σημαντική μείωση της ανεργίας έχει περιορίσει την δυνατότητα εύρεσης εργαζόμενων από τις επιχειρήσεις, καθώς έχει αυξήσει τη στενότητα στην αγορά εργασίας.

Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προσλάβουν το απαραίτητο προσωπικό, με συνέπεια είτε να μη μπορούν να φθάσουν στο μέγιστο της παραγωγικής τους ικανότητας, είτε να αναγκάζονται να προσφέρουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν ή να διατηρήσουν τους εργαζομένους.

Έτσι, επισημαίνει η κεντρική τράπεζα, παρατηρούμε αύξηση του κόστους εργασίας με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στην επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. «Γι’ αυτό το λόγο, η αύξηση των αμοιβών πρέπει να είναι ισορροπημένη», καταλήγει.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v
Απόρρητο