Οι ασκούμενες πολιτικές της νεοφιλελεύθερης ανασυγκρότησης, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, στην Ευρώπη, επέβαλαν μία οικονομική ορθοδοξία αντικατάστασης του αναδιανεμητικού και αναπτυξιακού ρόλου, κατά βάση, του δημοσιονομικού συστήματος.
Έτσι δεσπόζουσα θέση στην ευρωπαϊκή οικονομική και κοινωνική στρατηγική απέκτησε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος ο αντι-αναπτυξιακός κύκλος της αποβιομηχάνισης, με την μετεγκατάσταση επιχειρήσεων στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία, καθώς και ο αντι-κοινωνικός κύκλος, με την ανεργία, την ανισοκατανομή του εισοδήματος (οικονομικές ανισότητες), με την απελευθέρωση και την ένταξη (ιδιωτικοποίηση) του κοινωνικού κράτους στις αγορές υγείας, ασφάλισης, εκπαίδευσης, κ.λπ. και με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών (κοινωνικές ανισότητες).
Οι συνθήκες αυτές, ιδιαίτερα κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, σοβαρά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία στις μέρες μας εμφανώς υπονομεύουν τόσο την ομαλή και διευρυμένη αναπαραγωγή της ευρωπαϊκής οικονομίας, όσο και την βελτίωση της δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών και του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών.
Στο περιβάλλον αυτό οι σημερινές προκλήσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας, οι οποίες υπονομεύουν τη συγκροτημένη πολιτικά ενότητα της, δεν περιορίζονται μόνο στην αποβιομηχάνιση, τη τεχνολογική υστέρηση και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους αλλά διευρύνονται πιο συγκεκριμένα:
- στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών,
- τις ανισότητες,
- την δημοκρατική λειτουργία των θεσμών,
- το δημογραφικό,
- την κλιματική κρίση,
- την γεωπολιτική και την γεωοικονομική αβεβαιότητα.
Η αξιολόγηση των αιτίων των σημερινών αυτών ευρωπαϊκών προκλήσεων, η οποία στον βαθμό που την αφορά θα συμβάλλει στην επανεξέταση της ευρωπαϊκής στρατηγικής, αναδεικνύει τη παρατήρηση ότι αποτελούν συστατικές συνέπειες των ασκούμενων πολιτικών της κυρίαρχης οικονομικής ορθοδοξίας στην οποία δεσπόζει η ασυμμετρία μεταξύ της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής δημοκρατίας.
Αυτό σημαίνει ότι η στρατηγική ευρωπαϊκή επιλογή της ανταγωνιστικότητας κόστους υλοποιήθηκε είτε με τις μνημονιακές πολιτικές, είτε με το Σύμφωνο Σταθερότητας με την μείωση των μισθών, τη περιστολή των κοινωνικών δαπανών και την δημοσιονομική πειθαρχία και όχι με τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες και την αύξηση της παραγωγικότητας, προσδοκώντας μάταια με τις ασύμμετρα άνισες πολιτικές την υπέρβαση της στασιμότητας της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, την αντιμετώπιση της κρίσης του δημόσιου χρέους, την κοινωνική συνοχή και την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Επιπλέον, οι ασύμμετρα άνισες ήταν και είναι και αντιφατικές πολιτικές, με την έννοια ότι:
- εστίαζαν και εστιάζουν στο χρέος ενώ το πρόβλημα προέρχεται από το δημόσιο έλλειμμα,
- μείωναν και μειώνουν τις δημόσιες και τις κοινωνικές δαπάνες ενώ το πρόβλημα επικεντρώνεται στα λιγότερα έσοδα, και
- εφήρμοσαν και εφαρμόζουν βραχυχρόνιες πολιτικές ενώ η αντιμετώπιση των προβλημάτων προϋποθέτει διαρθρωτικές πολιτικές μακράς πνοής (Chr.Chevagneux, Alternatives Economiques, 17/4/2025).
Τούτων δοθέντων η εμπειρική έρευνα, αλλά και η πραγματικότητα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αποδεικνύει ότι η πρωτογενής αιτία των ανισοτήτων, της διάβρωσης της κοινωνικής συνοχής και της υπονόμευσης της οικονομικής δημοκρατίας εστιάζεται στην υψηλή συγκέντρωση πλούτου, σε βαθμό που σύμφωνα με την Έκθεση του Εργαστηρίου των Παγκόσμιων Ανισοτήτων (World Inequality Laboratory- WIL, 2021), το κατώτατο 50% της εισοδηματικής κλίμακας κατείχε το χαμηλό (2%-7%) του συνολικού πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 10% κατείχε το υψηλό μερίδιο (60%-80%) του συνολικού πλούτου.
Ειδικότερα στην Ευρώπη επειδή, κατά βάση, το φορολογικό σύστημα των κρατών-μελών εντάσσεται σε μεγάλο βαθμό στην αντίληψη και τη στρατηγική του νέου (2025) Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο προσανατολίζεται προς την κατεύθυνση επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας (μείωση του ελλείμματος και του χρέους) με τη μείωση των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 2009-2023 στην Ευρώπη το φτωχότερο 50% των Ευρωπαίων πολιτών κατείχε κατά μέσο όρο μόνο το 4,8% του συνολικού πλούτου, ενώ το πλουσιότερο 5% κατείχε κατά μέσο όρο το 43,1% του συνολικού πλούτου.
Πιο συγκεκριμένα στην ευρωζώνη παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στις ανισότητες σε επίπεδο κρατών-μελών, όπως για παράδειγμα στην Ολλανδία όπου το πλουσιότερο 55 κατείχε το 31,7% του πλούτου σε σύγκριση με το 53,5% στην Αυστρία, το 39,8% στην Γαλλία ( χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), με την Γερμανία και την Ιταλία να είναι μεταξύ των πιο άνισων χωρών.
Ακολουθήστε το Euro2day.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του Euro2day.gr
FOLLOW USΑκολουθήστε τη σελίδα του Euro2day.gr στο LinkedinΠαράλληλα αναδεικνύεται ότι η βασική αιτία των ανισοτήτων στην Ευρώπη εστιάζεται, κατά βάση, στην υποφορολόγηση του εισοδήματος του κεφαλαίου σε σύγκριση με την εργασία, γεγονός που σε πρόσφατη σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ σημειώνεται ότι στις χώρες του διεθνούς Οργανισμού το φορολογικό χάσμα μεταξύ των εισοδημάτων του κεφαλαίου και της εργασίας είναι κατά μέσο όρο δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες προς όφελος του εισοδήματος του κεφαλαίου.
Αυτό σημαίνει ότι οι διαδοχικές δημοσιονομικές ολισθήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών-μελών να επιδιώκουν την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας με περικοπές των δημόσιων δαπανών και όχι με την αύξηση των δημοσίων εσόδων από την φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων θα επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο τα μεσαία και κατώτερα εισοδηματικά στρώματα και λιγότερο το πλουσιότερο τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Η συνέχιση αυτής της επιλογής θα συνεπάγεται την αύξηση των ανισοτήτων, την αποδιάρθρωση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής λειτουργίας, σε βαθμό που κατά τα επόμενα χρόνια να παρατηρηθούν, μεταξύ άλλων, ενισχυτικά φαινόμενα υπονόμευσης και της πολιτικής λειτουργίας στην Ευρώπη και τα κράτη-μέλη τόσο με τη σημαντική μείωση της συμμετοχής των Ευρωπαίων πολιτών στις εκλογικές διαδικασίες, όσο και με τη σταδιακή ανάδειξη κυβερνήσεων νέο-συντηρητικών και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων.
Γεγονός που σηματοδοτεί την αναγκαιότητα εγκατάλειψης της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανισοκατανομής και της εγκαθίδρυσης και ενδυνάμωσης της αναδιανομής του εισοδήματος, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να θωρακισθεί η δημοκρατική οικονομική και πολιτική λειτουργία στην Ευρώπη και τα κράτη-μέλη.
* Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.