Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Το ένοχο μυστικό των ορκισμένων εχθρών της μετανάστευσης

Οι κυβερνήσεις παίζουν θέατρο με την επιθετική τους συμπεριφορά έναντι των αιτούντων άσυλο, προκειμένου να αποσπάσουν την προσοχή των ψηφοφόρων, υποστηρίζει ο Alan Beattie. Η ρητορική και τα πραγματικά στοιχεία.

Το ένοχο μυστικό των ορκισμένων εχθρών της μετανάστευσης
  • του Alan Beattie

Η διαχείριση της μετανάστευσης από τις πλούσιες χώρες από καιρό χρησιμοποιεί το είδος της παραπλάνησης που θα έκανε υπερήφανο έναν ταχυδακτυλουργό.

Δεκαετίες τώρα οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ και τη δυτική Ευρώπη, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι επιθετικές έναντι μικρών ομάδων μεταναστών, συνήθως αυτών που ζητούν άσυλο. Αυτή η στάση, όμως, σιωπηρά παρέχει κάλυψη για την εισδοχή μεγάλων αριθμών οικονομικών μεταναστών, δίνοντας στους νατιβιστές ψηφοφόρους αυτό που θέλουν επί της αρχής και στις επιχειρήσεις που έχουν μεγάλη ανάγκη από εργατικά χέρια, αυτό που χρειάζονται στην πράξη.

Αυτή η οργανωμένη υποκρισία φαίνεται πως μέχρι στιγμής κράτησε καλά. Αλλά η υπομονή του κοινού με τη διπλή αυτή αντιμετώπιση ίσως έχει αρχίσει να εξαντλείται.

Όπως εξηγεί ο Ολλανδός ακαδημαϊκός Hein de Haas σε ένα διαφωτιστικό νέο βιβλίο για τη μετανάστευση, οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν ένα τρίλημμα. Δεν μπορούν ταυτόχρονα να διατηρούν ανοικτή την οικονομία, να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των αλλοδαπών και να ικανοποιούν τις αντιμεταναστευτικές προτιμήσεις των ίδιων των πολιτών τους.

«Ένα από τα τρία πρέπει να φύγει», λέει ο de Haas. «Η πιο ελκυστική επιλογή για τους πολιτικούς είναι να υπονοούν ότι θα περιορίσουν τη μετανάστευση με τολμηρές πράξεις πολιτικής επίδειξης που αποκρύπτουν την πραγματική φύση της μεταναστευτικής πολιτικής».

Το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόζει αυτό το κόλπο για περισσότερα από 20 χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με τη μετανάστευση να έχει ήδη αυξηθεί, η κυβέρνηση του Τόνι Μπλερ στράφηκε από την παραδοσιακή βρετανική στάση της καθαρής μηδενικής μετανάστευσης στην «ελεγχόμενη μετανάστευση», αναγνωρίζοντας ρητά τη συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη.

Αλλά αυτό συνοδεύτηκε από μια επιδεικτική καταστολή των αιτούντων άσυλο και την αυστηροποίηση των συνοριακών ελέγχων. Κυβερνητικά έγγραφα που δόθηκαν στη δημοσιότητα πριν από λίγες εβδομάδες έδειξαν ότι η κυβέρνηση Μπλερ μελετούσε μέτρα όπως το άνοιγμα στρατοπέδων μεταναστών στο σκωτσέζικο νησί Μαλ ή στα νησιά Φόκλαντ και, εκτάκτως, τη δυνητική παράκαμψη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.

Τελικά, ο πραγματισμός και η αδέξια γραφειοκρατία του βρετανικού υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο έχασε δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις αιτούντων άσυλο, σήμαινε ότι σε πολλούς δόθηκε δικαίωμα παραμονής. Αυτή η άσκηση μαζικής νομιμοποίησης συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Τερέζα Μέι, την υπουργό Εσωτερικών των Συντηρητικών από το 2010-2016, στον ελεύθερο χρόνο της από το ανόητο θέατρο της αποστολής βαν με μηνύματα κατά των μεταναστών που κυκλοφορούσαν άσκοπα στους δρόμους του Λονδίνου (σ.τ.μ: επρόκειτο για βαν που είχαν αναρτημένα διαφημιστικά με μηνύματα όπως «παράνομα στο Ηνωμένο Βασίλειο; Επιστρέψτε στην πατρίδα σας ή αντιμετωπίστε το ενδεχόμενο σύλληψης». Έμειναν γνωστά ως «go home vans»).

Η εκστρατεία για το Brexit στο δημοψήφισμα του 2016 επικεντρώθηκε στον περιορισμό των δικαιωμάτων των αλλοδαπών να έρχονται στη Βρετανία. Ο Μπόρις Τζόνσον, ο υπέρμαχος Brexit που έγινε πρωθυπουργός από το 2019, σκαρφίστηκε ένα παράλογο σχέδιο για την αποστολή αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα με σκοπό την πιθανή εγκατάστασή τους εκεί. Αλλά αυτό, όπως αποδείχθηκε, ήταν άλλο ένα προπέτασμα καπνού, καθώς ο Τζόνσον χαλάρωσε επίσης τους περιορισμούς στις θεωρήσεις για τους διεθνείς φοιτητές και τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Η μετανάστευση στο Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη τα εφάπαξ αποτελέσματα της εισδοχής μεγάλου αριθμού Ουκρανών και κατοίκων του Χονγκ Κονγκ για ανθρωπιστικούς λόγους.

Παρομοίως, πριν από το χτύπημα της πανδημίας Covid-19, οι ΗΠΑ άφησαν να περάσει μεγάλος αριθμός ανθρώπων κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, παρά τα σχέδιά του να εμποδίσει τους μετανάστες από μουσουλμανικές χώρες και να χτίσει το «όμορφο τείχος» του στα σύνορα με το Μεξικό.

Εν τω μεταξύ, η ΕΕ συλλογικά και η Ιταλία μεμονωμένα έκαναν συμφωνίες με τη Λιβύη το 2017 για την επιστροφή αιτούντων άσυλο σε στρατόπεδα κράτησης στα οποία οι κρατούμενοι βιάζονται και βασανίζονται - μια πολύ πιο αποκρουστική πολιτική από οτιδήποτε εφάρμοσαν ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο ή ο Τραμπ. Και παρόλα αυτά, η συνολική μετανάστευση προς το μπλοκ συνέχισε σε αυξημένα επίπεδα, ακόμη και όταν το κύμα των αιτούντων άσυλο από τη Συρία και αλλού κατά τη μεταναστευτική κρίση του 2015 είχε υποχωρήσει.

Ο De Haas λέει ότι οι κυβερνήσεις που ασχολούνται σοβαρά με την αποτροπή της παράτυπης μετανάστευσης θα δαπανούσαν λιγότερα χρήματα για τους θεατρινισμούς της ασφάλειας των συνόρων και περισσότερα για τον εντοπισμό και την απέλαση των παράνομων μεταναστών που εργάζονται.

Η αμερικανική υπηρεσία μετανάστευσης και τελωνειακής επιβολής, διαβόητη για τις σκληρές πολιτικές της στα σύνορα, δαπανά μόλις το ένα όγδοο του προϋπολογισμού της για έρευνες εγχώριας εσωτερικής ασφάλειας. Από το 1986, όταν η απασχόληση μεταναστών χωρίς χαρτιά κατέστη ποινικό αδίκημα, έχουν γενικά ασκηθεί μόνο 15-20 διώξεις ετησίως, με γελοία πρόστιμα που κυμαίνονται από 583 έως 4.667 δολάρια. Παρόμοια έλλειψη επιβολής του νόμου υπάρχει και στην Ευρώπη.

Μήπως όμως κάποιοι ψηφοφόροι και νομοθέτες έχουν τελικά εντοπίσει το τέχνασμα; Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Ρίσι Σουνάκ, ο διάδοχος του Τζόνσον στη θέση του συντηρητικού πρωθυπουργού, συνέχισε ατύπως να προσπαθεί να εφαρμόσει το εξαιρετικά ανεφάρμοστο σχέδιο για τη Ρουάντα. Η αποτυχία του έχει υποδαυλίσει το αντιμεταναστευτικό συναίσθημα μεταξύ πολλών συντηρητικών βουλευτών.

Υπήρξε μια εκκαθάριση των φιλικών προς τις επιχειρήσεις μετριοπαθών κεντροδεξιών στο κόμμα του μετά το Brexit, αφήνοντας πολύ λίγους βουλευτές που αντιδρούν στους ιθαγενείς ιδεολόγους. Ο Σουνάκ αναγκάστηκε να κατευνάσει τους τελευταίους λαμβάνοντας διάφορες οικονομικά επιζήμιες κινήσεις, όπως η αύξηση του ορίου μισθού για τις οικογενειακές βίζες και η παρεμπόδιση των ξένων φοιτητών να φέρουν συγγενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τα τεράστια έσοδα της Βρετανίας από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στην ΕΕ, ηγέτες όπως η δεξιά λαϊκίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, η οποία «σέρφαρε» στην εξουσία το 2022 πάνω σε ένα «κύμα» αντιμεταναστευτικής ρητορικής, εξακολουθούν να παίζουν το παλιό διπλό παιχνίδι. Η κυβέρνησή της έχει εμποδίσει ανθρωπιστικές ομάδες να διασώσουν μετανάστες στη Μεσόγειο, ενώ έχει δημιουργήσει σχεδόν μισό εκατομμύριο άδειες εργασίας για μετανάστες εκτός ΕΕ.

Η ΕΕ, η οποία φοβάται συλλογικά ότι θα χάσει τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για εργαζόμενους υψηλής παραγωγικότητας, προσπαθεί ομοίως να προσελκύσει εξειδικευμένους μετανάστες από τρίτες χώρες με ένα πρόγραμμα «δεξαμενής ταλέντων», το οποίο φέρει το εύστοχο παρατσούκλι «Tinder για δουλειές».

Ωστόσο, ένα κύμα ένθερμα αντιμεταναστευτικών υποψηφίων βρίσκεται ψηλά στις δημοσκοπήσεις ενόψει των φετινών ευρωπαϊκών βουλευτικών εκλογών. Εάν ο Τραμπ επανεκλεγεί το 2024, τα αποκρουστικά σχόλιά του για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά που δηλητηριάζουν το αίμα της Αμερικής θα δημιουργήσουν επίσης προσδοκίες για μια γενική καταστολή.

Ίσως, ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, το παιχνίδι της τήρησης σκληρής στάσης απέναντι στους πρόσφυγες και ήπιας στάσης απέναντι στους εργαζόμενους, να έχει τελειώσει. Το κοινό έχει καταλάβει το κόλπο και ενοχλεί τον ταχυδακτυλουργό. Αλλά αν η εναλλακτική λύση είναι να πάρουν το ρίσκο να είναι ειλικρινείς με τους ψηφοφόρους, οι κυβερνήσεις μπορεί να σκεφτούν ότι αξίζει να δοκιμάσουν το καλά δοκιμασμένο τέχνασμα για άλλη μια φορά.

© The Financial Times Limited 2024. All rights reserved.
FT and Financial Times are trademarks of the Financial Times Ltd.
Not to be redistributed, copied or modified in any way.
Euro2day.gr is solely responsible for providing this translation and the Financial Times Limited does not accept any liability for the accuracy or quality of the translation

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v