Ριζική αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξης

Η στρατηγική για μια αποτελεσματική, δίκαιη και ολοκληρωμένη «πράσινη μετάβαση» και οι χρόνιες παγίδες της ελληνικής οικονομίας. Γράφει ο Γιώργος Σταθάκης.

Ριζική αλλαγή στο μοντέλο ανάπτυξης
  • του Γιώργου Σταθάκη*

Η ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία, διαμόρφωσε ένα πλαίσιο χρηματοδότησης παρεμβάσεων για τα επόμενα χρόνια επιπρόσθετο στις καθιερωμένες ευρωπαϊκές πολιτικές όπως η ΚΑΠ και η Πολιτική Συνοχής (ΕΣΠΑ).

Για πρώτη φορά η ίδια η Κομισιόν δανείζεται απευθείας χρήματα, τα οποία θα καλύψει από μελλοντική ευρωπαϊκή φορολόγηση και τα οποία διανέμει στις χώρες με βάση την ένταση και την έκταση της κρίσης. Ευνοημένες προκύπτουν κυρίως οι μεσογειακές χώρες. Η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 19 δισ. σε άμεσες πληρωμές και περίπου 13 δισ. σε δάνεια, που καλείται να τα απορροφήσει μέχρι το 2026. Τα χρήματα αυτά προστίθενται στα 40 δισ. των «παραδοσιακών» πόρων (ΚΑΠ και ΕΣΠΑ).

Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μια αφορμή και μπορεί να διευκολύνει τη στροφή της ελληνικής οικονομίας μακριά από το παραδοσιακό μοντέλο που την οδήγησε στην κρίση, αλλά ταυτόχρονα κατέδειξε στη μακρά διάρκεια, στην περίοδο των 30-40 χρόνων, την ίδια την παρακμή της ελληνικής οικονομίας.

Μερικές σύντομες παρατηρήσεις για τα αίτια της παρακμής. Εσωστρέφεια και έμφαση στις κατασκευές και στα μεγάλα έργα, ο τουρισμός ως πρωταρχική δραστηριότητα εξωστρέφειας, έλλειψη αναπτυξιακών θεσμών και αναπτυξιακής χρηματοδότησης και ατέρμονη αναβολή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων στη χωροταξία και στο περιβάλλον. Στο επίκεντρο μιας μεγάλης στροφής είναι το δίπολο παραγωγή (γεωργία και μεταποίηση) και τεχνολογία (ψηφιακή και 4η Βιομηχανική Επανάσταση).

Ο παραγωγικός και τεχνολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας συνδέεται με την πράσινη μετάβαση. Αυτή εν ολίγοις είναι πλέον υποχρεωτική. Η Ελλάδα, όπως και η Ευρώπη, έχουν θέσει δεσμευτικούς στόχους στην εξοικονόμηση ενέργειας και στον τρόπο παραγωγής ενέργειας για το 2030 και το 2050. Αφορά στο σύνολο της οικονομίας, την κατοικία, τις μεταφορές, τη βιομηχανία, τη γεωργία, τις υπηρεσίες. Κοινώς, κινούμαστε αναπόδραστα προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.

Ο τρόπος που θα πάμε, όμως, προς τα εκεί έχει τεράστιες συνέπειες για την οικονομία, την απασχόληση και τις κοινωνικές ανισότητες. Η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), για παράδειγμα, μπορεί να ακολουθήσει δύο μοντέλα: το βρετανικό, το οποίο εδράζεται αποκλειστικά σε επενδύσεις μεγάλης κλίμακας από ιδιωτικές εταιρείες, και το γερμανικό, το οποίο κατά το ήμισυ σχεδόν εδράζεται σε μικρές κλίμακες, τοπικά δίκτυα, νοικοκυριά και ενεργειακές κοινότητες.

Η δεύτερη επιλογή είναι απόλυτα συμβατή με τα ελληνικά δεδομένα -τα πολλά νησιά, τις αγροτικές κοινότητες και την παράδοση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Αν, μάλιστα, συνδυαστεί με ειδικές μέριμνες για τα φτωχότερα νοικοκυριά και με ισχυρά κοινωνικά κριτήρια, μπορεί να πετύχει όχι μόνο τη διασπορά του οφέλους από την πράσινη μετάβαση σε πολλά νοικοκυριά και κοινωνικές ομάδες, αλλά να αυξήσει σημαντικά την εγχώρια προστιθέμενη αξία της μετάβασης.

Άποψη του Sunship, στο Freiburg της Γερμανίας. Το συγκρότημα πολλαπλών χρήσεων (με διαμερίσματα, καταστήματα κ.ά.) έχει κατασκευαστεί με φωτοβολταϊκό σύστημα στην οροφή του, διαθέτει φυσικό κλιματισμό και παράγει περισσότερη ενέργεια απ’ όση καταναλώνει. Το γερμανικό μοντέλο χρήσης των ΑΠΕ μπορεί να προσφέρει εξαιρετικά παραδείγματα, καθώς ανταποκρίνεται περισσότερο στις ελληνικές ιδιαιτερότητες.

Η στροφή στους παραγωγικούς-τεχνολογικούς τομείς της οικονομίας υποδηλώνει μια διπλή στρατηγική:

Την ασφαλή προσαρμογή των παραγωγικών συστημάτων της γεωργίας και της βιομηχανίας στις απαιτήσεις της πράσινης μετάβασης. Παρά την αποβιομηχάνιση, η ελληνική βιομηχανία σήμερα περιλαμβάνει έναν ισχυρό πυρήνα (σιδηροβιομηχανία, τσιμέντα, αλουμίνιο, νικέλιο) που βρίσκονται στο επίκεντρο της πράσινης μετάβασης.

Την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων, δημιουργώντας ένα ασφαλές περιβάλλον για την προσέλκυση και ενεργοποίηση επενδύσεων. Αυτό αφορά παραδοσιακούς κλάδους με προοπτικές αναβίωσης (ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες, αμυντικές βιομηχανίες), κλάδους με δυνατότητες σημαντικής ανάπτυξης (μεταποιητικοί κλάδοι ενέργειας, τεχνολογικοί και ψηφιακοί κλάδοι, πράσινες βιομηχανίες) και φυσικά κλάδοι που, υπό το βάρος των τεχνολογικών αλλαγών, αναμένεται να επανέλθουν από τις χώρες χαμηλότερων μισθών.

Η παραγωγική στροφή της οικονομίας προϋποθέτει δύο πράγματα. Κατ’ αρχάς την επίλυση των χωροταξικών και περιβαλλοντικών κακοδαιμονιών που σέρνονται 40 χρόνια, μετατρέποντας τη χώρα σε τραγέλαφο της Ευρώπης. Χωρίς κτηματολόγιο, δασικούς χάρτες, οροθέτηση παραλιών, οροθετημένες χρήσεις γης και χωρίς πολεοδομικά και τοπικά χωρικά σχέδια, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Η παράταση αυτή μπορεί να διευκολύνει μέρος του τουρισμού, που συντηρείται από καταπατήσεις δημόσιας γης και αιγιαλών, μπορεί να διευκολύνει τις γκρίζες ζώνες της επιδοτούμενης γεωργίας, μπορεί να ευνοεί και τις πολιτικές διαμεσολαβήσεις, αλλά αναμφισβήτητα είναι ένα σύστημα βαθιά αντιαναπτυξιακό. Μάλιστα πολύ συχνά οι ίδιοι κύκλοι προάγουν την ιδέα ότι το πρόβλημα της ανάπτυξης είναι η υψηλή φορολογία και το γραφειοκρατικό κράτος, τη στιγμή που η επίλυση αυτών των προβλημάτων εξοβελίζει την πολυνομική ή ασαφή νομοθεσία και τον γραφειοκρατικό Λεβιάθαν.

Το ίδιο ισχύει με τη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι αναπτυξιακοί νόμοι που για 20 χρόνια χρηματοδοτούσαν πεντάστερα ξενοδοχεία και αιολικά πάρκα ήταν βαθιά αντιαναπτυξιακοί. Τα ΕΣΠΑ, με τη δέσμευση πόρων για 15 χρόνια μόνο για μεγάλα έργα, παγίδευσαν την οικονομία σε αντιαναπτυξιακά μονοπάτια. Η παντελής έλλειψη αναπτυξιακών και επενδυτικών τραπεζών αποτελεί δομικό έλλειμμα. Οι εμπορικές τράπεζες χρηματοδοτούν, ειδικά μετά την κρίση, τις πιο ασφαλείς και εγγυημένες επενδύσεις. Αυτό δημιουργεί ένα σημαντικό κενό στην αγορά. Είναι κατεπείγον να ενισχυθεί η Αναπτυξιακή Τράπεζα και να θεσμοθετηθούν επενδυτικά ταμεία και εξειδικευμένοι χρηματοδοτικοί θεσμοί, ικανοί να χρηματοδοτήσουν μέρος της πράσινης μετάβασης.

Ο Αναπτυξιακός Νόμος, τα ΕΣΠΑ και φυσικά το Ταμείο Ανάκαμψης καλούνται να στρέψουν μονοσήμαντα τους πόρους τους στην ενίσχυση των επενδύσεων σε πράσινη μετάβαση, βιομηχανία, γεωργία και τεχνολογία, με τη διττή έννοια της διαμόρφωσης των κατάλληλων πράσινων υποδομών και τη στήριξη των ιδιωτικών επενδύσεων.

* Ο Γιώργος Σταθάκης είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης - πρώην Υπουργός Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας


v