Η κίβδηλη λίρα του Brexit

Η εργατική τάξη επέλεξε την αποχώρηση από την Ε.Ε. και την επιστροφή στις βρετανικές αξίες. Την ευθύνη έχει το κόμμα που πρόδωσε την ανάγκη για ουσιαστικές αλλαγές.

Η κίβδηλη λίρα του Brexit
  • του Russell Brand*

Πέντε χρόνια μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, καταλαβαίνουμε άραγε πλέον το νόημα αυτής της αποχώρησης που μας προσφέρει ευχαρίστηση; Η έξοδος της Μ. Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ολοκληρώθηκε μετά κόπων και βασάνων, χαρακτηρίστηκε οπισθοδρομικό άλμα προς τον εθνικισμό, μια λουδιτική απόπειρα κατά του προοδευτικού ονείρου της παγκοσμιοποίησης. Πώς θα εκτιμήσουμε τα ιδανικά της κεντρικής διαχείρισης και του φεντεραλισμού σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει για πάντα λόγω του κορωνοϊού -μια πραγματικά παγκόσμια δύναμη που με κάποιο τρόπο είναι ταυτόχρονα και πρωτόγονη και φουτουριστική, όπως και κολοσσιαία και μικροσκοπική;

Οι πολιτισμικές ρωγμές που φανέρωσε το δημοψήφισμα του 2016 καλύφθηκαν γρήγορα όταν ενέσκηψε η ομίχλη του κορωνοϊού, στις αρχές του 2020. Ενόψει αυτής της απειλής, το NHS, το βρετανικό δωρεάν (ναι, δωρεάν) σύστημα υγείας, μετατράπηκε σε ένα de facto μητριαρχικό είδωλο, συμβολίζοντας μια καινούργια εθνική ενότητα, με όλη τη γαλαζοαίματη θηλυκότητα της βασίλισσας Victoria ή της Elizabeth. Σε κάτι που ίσως έμοιαζε με συγκινητικό οργουελιανό τελετουργικό, οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν στις πόρτες και στα μπαλκόνια τους κάθε Πέμπτη στις 20:00 για να χειροκροτήσουν τους εργαζόμενους στον κλάδο της υγείας, σε μια αδέσμευτη, παράξενη, αλλά καλών προθέσεων επίδειξη αλληλεγγύης.

Ο πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας Boris Johnson έξω από την πρωθυπουργική κατοικία, στις 21 Μαΐου 2020, χειροκροτά τους εργαζόμενους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Toby Melville/Reuters

Αυτές οι επιδείξεις συναισθηματικής μεγαλοπρέπειας υποχώρησαν λίγο αργότερα, τον Μάιο, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Dominic Cummings, το δεξί χέρι του πρωθυπουργού Boris Johnson και βασικός αρχιτέκτονας της εκστρατείας υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε., είχε πρόσφατα επισκεφθεί το αγρόκτημα της οικογένειάς του, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Βόρεια Αγγλία, ενώ τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του νοσούσαν από Covid-19 και οι περισσότεροι Βρετανοί ακολουθούσαν με θρησκευτική αφοσίωση τις οδηγίες για αυστηρή καραντίνα που είχε επιβληθεί στη χώρα.

Σε απάντηση αυτών των αποκαλύψεων, ο παλιός ιός της εναντίωσης στο Brexit αναδύθηκε εκ νέου, με μεταλλαγμένο σφρίγος. Για τους οπαδούς της παραμονής στην Ε.Ε., η αποδοκιμασία του κ. Cummings ήταν ζήτημα εθνικής σημασίας. Αντίθετα, οι οπαδοί της εξόδου από την Ε.Ε. δεν ασχολήθηκαν τόσο πολύ. Ένα σημείο, όμως, στο οποίο όλοι συμφωνήσαμε ήταν ότι θα σταματήσουμε να παίρνουμε τα μέτρα κατά της πανδημίας τόσο σοβαρά.

«Η γεωγραφία είναι μοίρα», όπως φέρεται να είπε και ο μεγαλύτερος άσπονδος εχθρός της Μ. Βρετανίας, ο Ναπολέων. Και πράγματι, είναι δύσκολο να αγνοήσει κάποιος για τη Μ. Βρετανία ότι είναι νησί. Καθώς η χώρα δεν συνδέεται δια φυσικής οδού με την ηπειρωτική Ευρώπη, οποιαδήποτε σύνδεση μπορεί να είναι μόνο νοητική. Όμως, κι αυτές οι συνδέσεις συχνά ήταν λίγο προβληματικές. Χρειάστηκε υπερβολικά πολύς χρόνος για να προχωρήσει η ιδέα της σήραγγας ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία και, μόλις η κατασκευή ξεκίνησε, στη δεκαετία του 1980, ταλανίστηκε από δυσκολίες που τώρα είναι εύκολο να δούμε ως δηλώσεις μιας ασυνείδητης επιθυμίας να διατηρηθεί η φορτισμένη από την αντιπαλότητα των δύο εθνών φυσική τάφρος που τα χωρίζει.

Ο επί αιώνες πολιτικός στόχος της χώρας να μην αναδυθεί ποτέ ενιαία ευρωπαϊκή δύναμη είναι ένα θέμα που επιστρέφει στη βρετανική μυθολογία, με όλες τις πολιορκίες, τις εισβολές, τις ευγενείς ήττες και τις απρόθυμες συμμαχίες με τις οποίες έχει λάβει σάρκα και οστά. Από την άλλη, οι εσωτερικές εθνικές διαμάχες έτειναν ιστορικά να εξουδετερώνονται από το αποτελεσματικό και περιοριστικό ταξικό μας σύστημα. Ως λαός οι Βρετανοί είχαν πολύ καιρό να στραφούν ο ένας κατά του άλλου με τέτοιο μίσος και αγριότητα όσο κατά τη διάρκεια του δράματος του Brexit. Μπορεί ο βασιλιάς Κάρολος Α΄ να αποκεφαλίστηκε το 1649, αλλά το αστείο δεν κράτησε για πολύ, αφού 11 χρόνια αργότερα αποκαταστήσαμε στον θρόνο τον γιο του και πιθανόν, ως Βρετανοί, να ζητήσαμε και συγγνώμη για την αναστάτωση.

Γενικώς «δεν κάνουμε» επαναστάσεις και, αν κάνουμε, οπωσδήποτε δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη ριζική αναδιανομή της ισχύος -αντίθετα, συνήθως την ενδυναμώνουν. Η Επανάσταση των Χωρικών το 1381 κατέληξε στον αποκεφαλισμό του ηγέτη της, η Ένδοξη Επανάσταση του 1688 πέτυχε λίγο περισσότερα από το να εκχωρήσει εξουσία σε ξένους αριστοκράτες που πίστευαν στον Χριστό με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι οι ντόπιοι, ενώ η Βιομηχανική Επανάσταση απλώς τυποποίησε την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Η κουλτούρα αυστηρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης που διαθέτουμε, μας κρατά στα κουτιά μας. Ενώ εξωτερικά το βρετανικό δημοψήφισμα για την αποχώρηση της Μ. Βρετανίας έδινε στους ψηφοφόρους μια σαφή διπλή επιλογή (αποχώρηση ή παραμονή στην Ε.Ε.), στην πραγματικότητα κατέληξε να αντιμετωπίζεται ως κάτι πολύ πιο σημαντικό: σαν μια ευκαιρία να ψηφίσει κανείς υπέρ του καθεστώτος ή να του απευθύνει μια καθόλου ευγενική χειρονομία.

Η μάλλον απλουστευτική ερμηνεία του βασανιστικού δημοψηφίσματος διευκολύνθηκε από την προηγηθείσα αποσάθρωση οποιασδήποτε πραγματικής πολιτικής αντιπροσώπευσης του μέσου Βρετανού. Αυτό συνέβη κυρίως στη δεκαετία του 1990, μέσω της ιδεολογικής μετάλλαξης του Εργατικού Κόμματος και της μετατροπής του σε ένα είδος νεοφιλελεύθερου καθεστωτικού κόμματος υπό την ηγεσία του Tony Blair. Εκείνη την εποχή, ο σκοπός της βρετανικής Αριστεράς μετακινήθηκε από την επίτευξη οικονομικής ισότητας για την εργατική τάξη σε ένα είδος εκτελεστικού και σαθρού οπτιμισμού, ο οποίος μασκάρευε την ιδεολογική συνθηκολόγηση με τον οικονομικό συντηρητισμό.

Πεποίθησή μου είναι ότι, έπειτα από αυτή την προδοσία, μια νοσταλγική λαχτάρα των εργατικών στρωμάτων για δικαιοσύνη οδήγησε σε ανάδυση του εθνικισμού και τελικά στην υποστήριξη του Brexit. Τα κόμματα που ιδρύθηκαν για να αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους της εργασίας, τους προσκαλούσαν να αρνηθούν τις σημαίες και τα σύμβολα της «βρετανικότητας», τα οποία διαχρονικά επιστρατεύονταν (όχι χωρίς κυνισμό) για να εμπνεύσουν τη θυσία των ίδιων αυτών ανθρώπων για τη χώρα -αυτό εν μέρει ευθύνεται για την αποτυχία της καμπάνιας υπέρ της παραμονής. Η έμφαση των Εργατικών περισσότερο στην πολιτισμική παρά στην οικονομική ισότητα σήμαινε ότι η εργατική τάξη δεν είχε πού αλλού να πάει παρά στις αγκάλες των οπαδών του Brexit.

Καθώς και εγώ ο ίδιος προέρχομαι από την εργατική τάξη, δεν πιστεύω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι φανατικοί ή οπισθοδρομικοί, όπως συχνά χαρακτηρίζονται από αυτούς που τους δαιμονοποιούν. Νιώθω πως απλώς ξέρουν ότι τους την έφεραν πισώπλατα. Με δεδομένο ότι τώρα η πολιτική είναι, σε μεγάλο βαθμό, απόψεις -περισσότερο πράγματα που λες παρά πράγματα που κάνεις- τα social media έγιναν ένα λαμπρό ψηφιακό ζυθοποιείο, όπου η δυσαρέσκεια και ο διχασμός μπορούν να ζυμωθούν κρυφά. Η επικριτική διάθεση, η οργή και η απέχθεια μπορούν αθόρυβα να μετατραπούν σε ψυχρή και μοναχική βεβαιότητα.

Αυτή η πανδημία, μαζί με τον αναδυόμενο κοινωνικό κατακερματισμό, του οποίου η μετα-Brexit Βρετανία είναι ισχυρό παράδειγμα, αποκαλύπτει ότι δεν μπορούμε πλέον να ζούμε σε συγκεντρωτικά συστήματα που μόνο ψάχνουν τρόπους να διαφυλάξουν τις ιεραρχίες και να υπηρετήσουν εκείνους που βρίσκονται στις κορυφές τους, άσχετα από το αν τυχαίνει να είναι αηδιαστικά λαϊκιστές ή φύσει φιλελεύθεροι και τεχνοκράτες.

Αμφότεροι είναι προάγγελοι της ανάγκης για πολιτικές εναλλακτικές και για πραγματική αλλαγή, όχι για θεαματικές επικοινωνιακές συγκρούσεις, από αυτές που ανέχεται η πολυκομματική δημοκρατία.

Ίσως ακόμη και πριν από τον ιό, πριν από το Brexit, όλοι να ήμασταν ήδη σε καραντίνα, περιορισμένοι στον ίδιο μας τον γυμνό ατομικισμό -μια απομόνωση πολύ πιο τοξική. Εδώ είμαστε περιορισμένοι και μόνοι μέσα στη φυλακή των προσωρινών μας ταυτοτήτων, χωρίς πίστη ή έγνοια για τίποτε άλλο πέρα από τη φευγαλέα εκπλήρωση των αλλοπρόσαλλων αναγκών μας. Αυτή είναι η διαίρεση την οποία οι Βρετανοί πρέπει να ενωθούν για να καταργήσουν, ώστε να υπάρξει κάποτε πραγματική ενότητα μεταξύ μας. Τελικά, είναι το ίδιο το νησί που θέτει το δίλημμα: θα πρέπει είτε να φύγουμε από αυτό είτε να παραμείνουμε παγιδευμένοι εντός του.

*Ο Russell Brand είναι κωμικός, ηθοποιός και συγγραφέας του «Recovery: Freedom From Our Addictions», καθώς και οικοδεσπότης της εβδομαδιαίας διαδικτυακής ραδιοφωνικής εκπομπής «Under the skin».

© 2020 The New York Times Company and Russell Brand

v