Οι προκλήσεις της «στρατηγικής προσαρμογής»

Η «μεγάλη εικόνα» για την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν τελειώνει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό. Γράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Οι προκλήσεις της «στρατηγικής προσαρμογής»
  • του Ευάγγελου Βενιζέλου*

Ο πρόεδρος Biden κινείται, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών οικονομικών σχέσεων με σαφή και ευανάγνωστο τρόπο και στο πλαίσιο των προεκλογικών του εξαγγελιών.

Βασική του επιλογή είναι η πρόταση αναζωπύρωσης του ευρωαμερικανικού άξονα, γύρω από τον οποίο μπορεί να ανασυγκροτηθεί η Δύση ως γεωπολιτική οντότητα. Ο πρόεδρος Biden προτείνει στην Ε.Ε. να διαμορφωθεί μια κοινή στρατηγική στάση κατ’ αρχάς απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία. Άρα, τα πρώτα πεδία δοκιμασίας είναι η εμπορική συμφωνία Ε.Ε. - Κίνας και η ολοκλήρωση του αγωγού North Stream 2. Η δε ενεργοποίηση του ΝΑΤΟ προϋποθέτει μια κοινή ευρωαμερικανική αντίληψη για ζητήματα που πριν από μια δεκαετία ήταν αυτονόητα, αλλά τώρα πλέον τίποτα δεν είναι τόσο απλό.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η προσέγγιση της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, μέσα δε σε αυτή προέχουσα θέση κατέχει το «τουρκικό ζήτημα» ως ανάμνηση ή ως σκιά του «Ανατολικού Ζητήματος» -πάντως, ένα ζήτημα πολύ ευρύτερο από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.

Αν η αναφαινόμενη στρατηγική σαφήνεια των ΗΠΑ διασταυρωθεί με την υπέρβαση της παρατεταμένης στρατηγικής αμηχανίας της Ε.Ε. (πρωτίστως της Γερμανίας, αλλά όχι μόνο), τότε είναι πιθανό η Τουρκία του κ. Erdogan (αλλά όχι μόνο του κ. Erdogan, του κόμματός του και των συμμάχων του) να βρεθεί αντιμέτωπη με το καθαρό ερώτημα αν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως μια θεμελιωδώς δυτική χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, με όσα αυτό συνεπάγεται όχι μόνο για τη στρατηγική συνύπαρξή της με τη Ρωσία, τους S-400, τα F35 και τις κυρώσεις, αλλά και για τα όρια της συμπεριφοράς της τόσο έναντι της Ελλάδας όσο και σε σχέση με το Κυπριακό.

Η ευρύτερη θεώρηση της αμερικανικής και ευρωπαϊκής αντίληψης για την Τουρκία και το γεωγραφικό (αρχικά) και στρατηγικό (τελικά) πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πράγματα, νομίζω ότι μας βοηθά να έχουμε μια πιο ρεαλιστική και συνθέτη εικόνα, που δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό.

Φυσικά, οι δικές μας προτεραιότητες είναι δεδομένες γεωγραφικά και ιστορικά. Η Ελλάδα προφανώς θα διαφυλάξει από τη δική της πλευρά το εύθραυστο διαδικαστικό κέλυφος των διερευνητικών επαφών που επαναλήφθηκαν έπειτα από μακρά διακοπή και με μεγάλες δυσκολίες. Ο κυπριακός ελληνισμός, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, γνωρίζουν ότι πρέπει η ελληνοκυπριακή και η ελληνική θέση στη διάσκεψη για το Κυπριακό που συγκαλεί ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ να είναι απολύτως ευκρινής και στέρεη υπέρ της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας. Υπήρξαν φορές στο παρελθόν στις οποίες βασιστήκαμε στη βεβαιότητα ότι η τουρκική αδιαλλαξία θα λειτουργήσει ως διαφυγή και αυτή η εκτίμηση αποδείχθηκε λανθασμένη.

Ο Recep Tayyip Erdogan προσέρχεται σε σύνοδο του ΝΑΤΟ (Βαρσοβία, Ιούλιος 2016). Η στρατηγική των ΗΠΑ για την ευρύτερη περιοχή και η πιθανή δραστηριοποίηση της Ε.Ε. μπορεί να οδηγήσουν τον Τούρκο πρόεδρο σε αποφάσεις πολύ πιο σύνθετες και καταλυτικές απ’ ό,τι αυτές σχετικά με τους S-400, τα F35 και τις κυρώσεις. Η Ελλάδα οφείλει να είναι προετοιμασμένη.

Η σύνδεση της τουρκικής εθνικιστικής αδιαλλαξίας με την καμπύλη και τις αντοχές της τουρκικής οικονομίας είναι μια σύνδεση προφανής και λογική. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε, πρώτον, ότι η τουρκική κοινωνία αντιδρά απέναντι στην επιδείνωση των οικονομικών δεδομένων διαφορετικά από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και κυρίως διαφορετικά από την ελληνική κοινωνία και τη σχέση της με τα «κεκτημένα» της. Και, δεύτερον, ότι από ένα σημείο και μετά, όταν εξάγεται με τη μορφή της περιφερειακής έντασης μια εσωτερική οικονομική, κοινωνική ή πολιτική κρίση, μικρή σημασία έχει το ότι βλέπουμε και αναδεικνύουμε τη σύνδεση αυτή.

Σε αυτή τη φάση της «στρατηγικής προσαρμογής» έχει μεγάλη σημασία η Ελλάδα να αξιοποιεί τις περιφερειακές της ταυτότητες και τις εταιρικές σχέσεις της ως χώρα-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, ως στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, ως ιδρυτικό και ενεργό μέρος πολλών σχημάτων συνεργασίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ως χώρα που επικαλείται τη διεθνή νομιμότητα και τη διεθνή δικαιοσύνη, αλλά παράλληλα ενισχύει την αμυντική της θωράκιση και όλες τις παραμέτρους της εθνικής της ισχύος, όπως η αντοχή των θεσμών, της οικονομίας και της κοινωνίας της μέσα στις διεθνώς δύσκολες περιστάσεις της πανδημίας. Καλόπιστα, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις.

Κυρίως, όμως, έχει σημασία να συγκροτείται ένα αρραγές εσωτερικό / εθνικό μέτωπο βασισμένο στη βαθιά γνώση των θεμάτων και την πλήρη ενημέρωση των πολιτών. Η Ελλάδα δεν θέλει ούτε να μετατρέψει σε «ελληνική λίμνη» το Αιγαίο χωρίς σεβασμό στη διεθνή ναυσιπλοΐα, ούτε να αποκλείσει την Τουρκία από την Ανατολική Μεσόγειο. Θέλει και οφείλει, όμως, να προστατεύσει την εθνική της κυριαρχία και να αξιοποιήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, όπως όλες οι χώρες του κόσμου, όλες οι χώρες της περιοχής.

*Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και Υπουργός Εξωτερικών, πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

v