Η βασίλισσα είναι... γυμνή

Η πανδημία αποκάλυψε πόσο εξαρτημένη είναι η παγκόσμια βιομηχανία ένδυσης από την εκμετάλλευση της φθηνής εργασίας.

Η βασίλισσα είναι... γυμνή
  • του Imran Amed*

Tο 2020, ο κόσμος ήρθε αντιμέτωπος με δυο μνημειώδεις προκλήσεις: τη νόσο Covid-19 και την οικονομική καταστροφή που άφησε η πανδημία στο πέρασμά της. Και οι δύο έχουν βαρύ αντίκτυπο στους οικονομικά ευάλωτους εργαζόμενους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν ήδη το πρόβλημα των χαμηλών μισθών και της ελλιπέστατης κοινωνικής προστασίας. Η κατάστασή τους έφερε στο φως την υπερβολική ανισότητα που χαρακτηρίζει πολλές πλευρές της παγκοσμιοποίησης -συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας ένδυσης.

Οι οικονομικές πιέσεις που προκλήθηκαν από την πανδημία έδειξαν πόσο εξαρτημένη είναι η μόδα από τη φθηνή εργασία, αλλά και πόσο καταστροφική είναι αυτή η αλληλεξάρτηση σε αυτούς τους καιρούς. Με την Παγκόσμια Τράπεζα να προειδοποιεί ότι έως και 150 εκατομμύρια άνθρωποι μπορεί να βρεθούν σε ακραίες συνθήκες φτώχειας μέχρι το τέλος του 2021 εξαιτίας της πανδημίας, το πρόβλημα δεν γίνεται να αγνοηθεί.

Στις αρχές του χρόνου, όταν η Covid-19 άρχισε να εξαπλώνεται και τα lockdown πάγωσαν τον κόσμο, εκατομμύρια χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι στις αναπτυσσόμενες χώρες επλήγησαν σοβαρά. Καθώς οι αλυσίδες εφοδιασμού ένδυσης διακόπηκαν, οι πληρωμές πάγωσαν και οι παραγγελίες ακυρώθηκαν, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων στο Βιετνάμ, την Καμπότζη, την Ινδία και το Μπαγκλαντές υπέστησαν τεράστιο πλήγμα. Πολλοί εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να μείνουν στο σπίτι χωρίς να αμείβονται και να προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην εν μέσω μιας πρωτοφανούς παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης.

Καθώς η Covid-19 συνέχισε να καλπάζει, οι ακτιβιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων επέστησαν την προσοχή στη συσχέτιση της βιομηχανίας της μόδας με την καταπίεση του πληθυσμού των Ουιγούρων στην περιοχή Xinjiang της Κίνας.

Η μεγαλύτερη μουσουλμανική εθνοτική μειονότητα της χώρας, οι Ουιγούροι, έχει γίνει στόχος μιας εκστρατείας καταστολής από το κυβερνών Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι κρατούνται παράνομα, έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους και χρησιμοποιούνται σε προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας. Σύμφωνα με έκθεση του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής, στο διάστημα 2017-2019 τουλάχιστον 80.000 άτομα εκτοπίστηκαν από την Xinjiang σε εργοστάσια σε ολόκληρη την Κίνα και αναγκάστηκαν να δουλεύουν υπό συνεχή παρακολούθηση, χωρίς να μπορούν να φύγουν.

Οι μεταφορές φαίνεται να συνεχίστηκαν και το 2020, ακόμη κι όταν η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με την πανδημία, σύμφωνα με τα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας. Τον Ιούλιο, ένας συνασπισμός διεθνών οργανισμών με την επωνυμία End Uyghur Forced Labor («Σταματήστε την καταναγκαστική εργασία των Ουιγούρων») δημοσιοποίησε τις εταιρείες ένδυσης που εκτιμούσε ότι δεν έλαβαν επαρκή μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι αλυσίδες εφοδιασμού τους δεν συνδέονται με την καταναγκαστική εργασία από την Xinjiang (περίπου το 85% του βαμβακιού της Κίνας -που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 20% της παγκόσμιας παραγωγής- προέρχεται από την Xinjiang).

Οι εργαζόμενοι στον κλάδο ένδυσης στην Ασία δεν είναι οι μόνοι που αγωνίζονται. Μια έρευνα των «The Sunday Times» του Λονδίνου τον Ιούλιο αποκάλυψε ότι οι εργαζόμενοι σ’ ένα εργοστάσιο στο Leicester, που φτιάχνουν ρούχα για την Boohoo, μια αλυσίδα «ultra-fast-fashion» (ΣτΜ: εταιρείες που σχεδιάζουν, παράγουν και πωλούν νέα μοντέλα ρούχων σε διάστημα μέχρι 2 εβδομάδες το πολύ), πληρώνονταν μόλις 3,50 στερλίνες ή 4,64 δολάρια την ώρα (στη Μ. Βρετανία, ο ελάχιστος μισθός για άτομα άνω των 25 ετών είναι 8,72 λίρες την ώρα). Σύμφωνα με τη Labour Behind the Label, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση για τα δικαιώματα των εργαζομένων, αρκετά εργοστάσια ένδυσης στο Leicester παρέμειναν ανοιχτά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χωρίς να δίνουν προσοχή στα επιβεβλημένα υγειονομικά μέτρα. Ορισμένοι υπάλληλοι, μάλιστα, δήλωσαν ότι τους ζητήθηκε να εργαστούν ακόμα και αν βρίσκονταν θετικοί στον κορωνοϊό.

Συνολικά, οι προοπτικές για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους είναι ζοφερές, πολύ περισσότερο που ο κόσμος μάχεται με μια θανατηφόρα ασθένεια. Τα αποτελέσματα μιας έρευνας από το Imperial College London έδειξαν ότι σε χώρες χαμηλού και χαμηλού-μεσαίου εισοδήματος, οι φτωχοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να πεθάνουν από τη νόσο Covid-19 απ’ ό,τι οι πλούσιοι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας ήταν μεγαλύτερες για τους ενήλικες με χαμηλό εισόδημα.

Το 2016, στο VOICES, μια συγκέντρωση καινοτόμων βιομηχανιών μόδας που διοργανώθηκε από το «The Business of Fashion», ο Ολλανδός ειδικός της μόδας Li Edelkoort ρώτησε: «Πώς είναι δυνατόν ένα ρούχο να είναι φθηνότερο από ένα σάντουιτς; Έχουμε ένα προϊόν που πρέπει να σπείρουν την πρώτη ύλη του, να την καλλιεργήσουν, να τη μαζέψουν, να την καθαρίσουν, να την επεξεργαστούν, να τη μετατρέψουν σε ύφασμα, και αυτό το ύφασμα να το κόψουν, να το ράψουν, να το μεταμορφώσουν σε ρούχο, και αυτό το ρούχο να το συσκευάσουν και να το μεταφέρουν -πώς είναι δυνατόν να κοστίζει μόλις μερικά ευρώ;». Το ερώτημα αυτό με απασχολεί μέχρι και σήμερα.

Oι βιομηχανίες βαμβακιού, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ενδυμάτων ήταν συνδεδεμένες με την εκμετάλλευση εργασίας πολύ πριν η Covid-19 ξεσκεπάσει τη σαπίλα του συστήματος. Η βιομηχανία ένδυσης έχει από καιρό εμπλακεί σ’ ένα σύστημα που πληρώνει τους ανθρώπους χαμηλότερα απ’ το όριο της φτώχειας, έτσι ώστε να μεγιστοποιεί τα κέρδη της. Αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο, που επικεντρώνεται στην πώληση… βουνών από ρούχα σε ουσιαστικά μη βιώσιμες τιμές, πληρώνει όλο και λιγότερο αυτούς που τα φτιάχνουν.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το Μπαγκλαντές, που έχει 4 εκατομμύρια εργαζόμενους στον κλάδο της ένδυσης. Πολλοί από αυτούς κερδίζουν λίγο παραπάνω από τον επίσημο κατώτατο μισθό της χώρας: μόνο 8.000 taka ή λιγότερο από 100 δολάρια τον μήνα. Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι για να ζήσουν με σχετική άνεση αυτοί οι εργαζόμενοι, θα έπρεπε να αμείβονται με το διπλάσιο ποσό.

Εργάτες στον κλάδο ένδυσης, στην Dhaka του Μπαγκλαντές, απέκλεισαν έναν αυτοκινητόδρομο τον Απρίλιο του 2020, διαμαρτυρόμενοι για τους μισθούς που δεν πληρώθηκαν κατά τη διάρκεια του εθνικού lockdown κατά του κορωνοϊού, καθώς τα περισσότερα εργοστάσια αναγκάστηκαν να αναστείλουν τη λειτουργία τους. Mohammad Ponir Hossain/Reuters

Ακόμη και οι πιο γνωστοί οίκοι μόδας έχουν μερίδιο στην εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων εργαζομένων στις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Πολυτελή brands όπως οι Dior και Yves Saint Laurent συχνά στρέφονται σε υπεργολάβους στην Ινδία για την παραγωγή περίπλοκων και με ιδιαίτερα στολίδια κεντημάτων, για να επιτύχουν χαμηλότερο κόστος. Οι ειδικευμένοι τεχνίτες που προσλαμβάνονται για να τα φτιάξουν, αμείβονται ελάχιστα για τη δουλειά τους. Και όταν αυτά τα ενδύματα εισάγονται στην Ευρώπη, συνήθως χρησιμοποιούνται παραπλανητικές ετικέτες του τύπου «Made in Italy» ή «Μade in France».

Λένε ότι ο αληθινός χαρακτήρας ενός ανθρώπου φαίνεται στο πώς αντιδρά στη διάρκεια μιας κρίσης. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την παγκόσμια βιομηχανία μόδας των 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει. Η πανδημία οδήγησε σε σημαντική μείωση των εσόδων της, σε κύμα πτώχευσης μεταξύ των αλυσίδων λιανικής πώλησης και αβεβαιότητα μεταξύ των καταναλωτών. Έκθεση των «The Business of Fashion» και McKinsey, στην οποία συμμετείχα, εκτιμούσε ότι η βιομηχανία ένδυσης θα συρρικνωνόταν έως και 30% έως το τέλος του 2020.

Άραγε, θα μπορέσει η βιομηχανία της ένδυσης να επωφεληθεί από αυτή την επείγουσα κατάσταση και να αλλάξει προς το καλύτερο;

Η βιομηχανία πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για να αναδιαμορφώσει ένα επιχειρηματικό μοντέλο που μέχρι σήμερα βασιζόταν στην ανισότητα. Η λύση δεν βρίσκεται στο να ακυρώσουμε συμβόλαια, να μεταφέρουμε την παραγωγή σε τοπικά εργοστάσια ή στο να αντικαταστήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό με ρομπότ, αλλά μάλλον στο να αφιερώσουμε σημαντικούς πόρους για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας για τους σημαντικότερους εργαζόμενους του κλάδου: τους ανθρώπους που κατασκευάζουν τα ρούχα μας. Οι εταιρείες μόδας πρέπει να τους έχουν κατά νου στη χάραξη του δρόμου προς την ανάκαμψη.

*Ο Imran Amed είναι Ιδρυτής και CEO του The Business of Fashion

© 2020 The New York Times Company and Imran Amed

v