Η μικρασιατική καταστροφή και το χρέος της μνήμης

Από τον Διχασμό και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας μέχρι την ελληνοτουρκική διαμάχη και το βαθύ τραύμα της προσφυγιάς. Η καθηγήτρια Χριστίνα Κουλούρη στην Ετήσια Εκδοση Turning Points του Euro2day.gr και των New York Times.

Η μικρασιατική καταστροφή και το χρέος της μνήμης
  • Χριστίνα Κουλούρη

H διαδοχή των δύο επετειακών ετών 2021 και 2022 εμπεριέχει μια παραδοξότητα. Το 1821 και το 1922 απέχουν έναν αιώνα, αντιστοιχούν σε ένα έπος και μία καταστροφή, αλλά αποτελούν μέρος του ίδιου ιστορικού συνεχούς. Οι δύο επέτειοι, που κατά σύμπτωση διαδέχονται η μία την άλλη, συνοψίζουν τη θεμελίωση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, παραπέμποντας στα δύο μείζονα γεγονότα που, με διαφορά ενός αιώνα, συγκρότησαν τη νεοελληνική ταυτότητα και τα κάθε μορφής όρια του έθνους-κράτους. Αν το 1821 η Ελληνική Επανάσταση οδήγησε στην ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή οριστικοποίησε την εθνοκρατική επικράτεια, ενσωματώνοντας βίαια ελληνικούς πληθυσμούς από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Το 1922 έκλεισε τον κύκλο που άνοιξε η Επανάσταση με τον τρόπο που ο όρος «Καταστροφή» δηλώνει. Στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και στις στάχτες της Σμύρνης ενταφιάστηκε η Μεγάλη Ιδέα, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης, όταν διατύπωνε τον όρο το 1844. Η φετινή επέτειος αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία για εθνικό αναστοχασμό, για να συζητήσουμε όχι τόσο το τι συνέβη, αλλά κυρίως πώς φτάνει μέχρι σήμερα ο απόηχος και η μνήμη εκείνων των γεγονότων. Ποια είναι η κληρονομιά του 1922 στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία; Γιατί μας αφορά ένα γεγονός που συνέβη πριν από 100 χρόνια;

Όπως το 1821 δεν παραπέμπει σε γεγονότα που συνέβησαν σε εκείνη μόνο τη χρονιά, αλλά σε όλη την Ελληνική Επανάσταση, έτσι και το 1922 παραπέμπει σε μια σειρά γεγονότων: το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συνθήκη των Σεβρών, τον Εθνικό Διχασμό, τον Μικρασιατικό Πόλεμο, την καταστροφή της Σμύρνης, τη συνθήκη της Λοζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι εκτείνεται ακόμη παραπέρα, στην εγκατάσταση των προσφύγων και την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Οι τραυματικές μνήμες εκείνων των γεγονότων είναι ζωντανές σήμερα μέσα από τους απογόνους των προσφύγων.

Παρά τη διαδικασία αφομοίωσης, η προσφυγική ταυτότητα εξακολουθεί να είναι διακριτή και να αποτελεί εργαλείο συσπείρωσης και πολιτικής διεκδίκησης∙ αλλά και διεκδίκησης αναγνωρισιμότητας των μικρασιατικών πληθυσμών ως οργανικού μέρους της εθνικής ιστορίας.

Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μπροστά στο Θησείο στην Αθήνα, το 1922. Περίπου 1.220.000 χριστιανοί με την ανταλλαγή πληθυσμών αναγκάστηκαν να περάσουν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, αλλάζοντας καταλυτικά τη σύγχρονη Ελλάδα.

Η εθνική ιστοριογραφία στάθηκε αμήχανη απέναντι σε αυτό το τραυματικό γεγονός, όπως συνέβη και με άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις, τον Εμφύλιο Πόλεμο για παράδειγμα. Οι περισσότεροι αναλώθηκαν στην ενοχοποίηση μιας πολιτικής παράταξης ή γενικά των «ξένων». Αναμφίβολα, οι προσλήψεις και οι ερμηνείες της Μικρασιατικής Καταστροφής επικαθορίστηκαν από τον Εθνικό Διχασμό. Η οξεία πόλωση ανάμεσα σε βενιζελικούς και φιλοβασιλικούς, που είχε ξεκινήσει από το 1915, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και κορυφώθηκε με τη Δίκη των Έξι.

Έκτοτε οι ευθύνες για την Καταστροφή επιρρίπτονται στη μία ή την άλλη παράταξη, εφόσον εξαρχής το σημαντικότερο διακύβευμα ήταν η αναζήτηση ενόχων. Ο Διχασμός επιβίωσε, λοιπόν, τόσο μέσα στα πολιτικά κόμματα όσο και στην ίδια την ιστοριογραφία, που άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα δικαίωσε τις επιλογές του Βενιζέλου ή του Κωνσταντίνου.

Το 1922 ήταν βεβαίως και συνέχιση της ελληνοτουρκικής διαμάχης, η οποία, όμως, υπερβαίνει την ίδια την πολεμική αναμέτρηση και ανάγεται σε δομικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και ιστορίας. Με αφετηρία την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα είχε διέλθει έως το 1922 πολλούς δραματικούς σταθμούς.

Το 1821, η Ελληνική Επανάσταση είχε κηρυχθεί εναντίον των Τούρκων και είχε καταλήξει στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ολόκληρο τον 19ο αιώνα, η ελληνική εξωτερική πολιτική έθετε ως προτεραιότητα τη σύγκρουση με την υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία με στόχο εδαφικά κέρδη. Κορύφωση αυτής της απερίσκεπτης πολιτικής υπήρξε η ταπεινωτική για την Ελλάδα ήττα του 1897. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, η Ελλάδα αναμετρήθηκε και πάλι με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά με ευνοϊκότερους όρους, πετυχαίνοντας την πολυπόθητη επέκταση του εθνικού εδάφους. Η συγκυρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, έφερε τον ελληνικό στρατό στην άλλη όχθη του Αιγαίου, αλλά ενεργοποίησε ταυτόχρονα ένα ισχυρό τουρκικό εθνικιστικό κίνημα.

Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε ταυτόχρονα τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα και τη γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας πάνω στις στάχτες της Αυτοκρατορίας. Στην ουσία, το 1922 και η άμεση συνέπειά του, η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, σηματοδότησαν την οριστική μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στην ελληνοτουρκική διαμάχη δεν απέχουν από τα αποτελέσματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το 1922, ωστόσο, ήταν κυρίως -και έτσι το θυμόμαστε σήμερα- ξεριζωμός και προσφυγιά. Η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα απόφαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, όπως ορίστηκε από τη Συνθήκη της Λοζάνης, υπαγορεύτηκε από την αρχή της ομοιογένειας που πρέσβευε το δόγμα του εθνικισμού και στο όνομα της οποίας άλλωστε είχαν γίνει διωγμοί και εθνοκαθάρσεις (και όχι μόνο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης).

Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, ανταλλάχθηκαν περίπου 1.220.000 χριστιανοί και 525.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Παρά ταύτα, οι εξαιρέσεις της Συνθήκης δημιούργησαν μειονότητες μέσα στα αντίστοιχα εθνικά κράτη, των οποίων η τύχη παρακολουθούσε (και παρακολουθεί) τη διακύμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Υπό την έννοια αυτή, οι συνέπειες του 1922 είναι ακόμη ορατές και η φετινή επέτειος είναι μια ευκαιρία για τη διαχείρισή τους. Αρκεί να την αξιοποιήσουμε.

*Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι Καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας, Πρύτανις Παντείου Πανεπιστημίου. Ιστορικός με σπουδές στην Ελλάδα και τη Γαλλία, συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων σε θέματα εθνικής ταυτότητας, σχολικής ιστορίας, δημόσιας ιστορίας και ιστορίας των σπορ. Τελευταίο βιβλίο της: «Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930», Αλεξάνδρεια 2020.

v