Ο οδικός χάρτης για πράσινη ενεργειακή ανεξαρτησία

Καθώς η αλλαγή ενεργειακού μοντέλου εξελίσσεται σε πρόκληση σύνθετη και μακροχρόνια, επιβάλλεται να αναληφθούν συγκεκριμένες δράσεις με σαφείς στόχους - ιδίως από τους ενεργοβόρους κλάδους της οικονομίας. Η Τζένη Λειβαδάρου γράφει στην Ετήσια Εκδοση του Euro2day.gr και των New York Times.

Ο οδικός χάρτης για πράσινη ενεργειακή ανεξαρτησία
  • Τζένη Λειβαδάρου

Tο προσχέδιο της ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που διέρρευσε τον Φεβρουάριο του 2022, προβλέπει υψηλές και ασταθείς τιμές ενέργειας τουλάχιστον ως το 2023.

Συγκεκριμένα οι τιμές του Φυσικού Αερίου (Φ.Α.) στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια αυξήθηκαν από τo επίπεδο κάτω των 10 ευρώ/MWh στο τέλος του 2020 στα 100 ευρώ/MWh στο τέλος του 2021. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέβασε την τιμή του Φ.Α. στην Ευρώπη κατά 50% σε μόλις μία μέρα, οδηγώντας τη στα 144 ευρώ/MWh.

Επιπρόσθετα, η ενεργειακή κρίση που διανύουμε, οδήγησε σε μία -μη προβλεπόμενη- αυξημένη χρήση ορυκτών καυσίμων όπως ο λιγνίτης. Η ενέργεια από λιγνίτη δεν είναι τόσο φθηνή πλέον, καθώς αυξήθηκε η μέση τιμή των δικαιωμάτων ρύπων από 5 ευρώ ανά τόνο CO2 το 2017 στα 15 το 2018, στα 32 το 2020 και στα 52 το 2021, ενώ έφτασε να κινείται στα επίπεδα των 95 ευρώ.

Η αύξηση της τιμής των ρύπων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζήτηση άνθρακα και δείχνει πως η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα θα ακριβύνει τόσο ώστε οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) θα αποτελούν ενεργειακό μονόδρομο και την πλέον φθηνότερη λύση.

Η ενεργειακή κρίση ξεκινά από τις αυξήσεις στις τιμές του Φ.Α. Με την εξισορρόπηση προσφοράς-ζήτησης στην Ευρώπη, ουσιαστικά το πιο ακριβό καύσιμο ρυθμίζει την αγορά, προκαλώντας ανοδικές τιμές και στα υπόλοιπα καύσιμα. Στο καλό σενάριο, οι τιμές του Φ.Α. θα σταθεροποιηθούν περίπου στα 64 ευρώ/MWh στα μέσα του 2023. Όμως, πολλοί αναλυτές εκφράζουν την άποψη ότι οι αυξήσεις στα ορυκτά καύσιμα θα αποτελέσουν ρυθμιστή για τις τιμές της ενέργειας την επόμενη δεκαετία. Συνεπώς, η (όσο το δυνατόν μεγαλύτερη) ενεργειακή ανεξαρτησία είναι επιβεβλημένη και, με βάση τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, η επίτευξη αυτής της ανεξαρτησίας θα πρέπει να γίνει με επιταχυνόμενους ρυθμούς.

H ελληνική αγορά δεν έχει την πολυτέλεια της σχετικής ενεργειακής ανεξαρτησίας που έχουν χώρες της Βόρειας Ευρώπης με ανεπτυγμένες ΑΠΕ. Αντιθέτως, είναι εξαρτημένη από τα αυξημένα κόστη του Φ.Α. και των ρύπων που συνοδεύουν τα ορυκτά καύσιμα. Συγκεκριμένα, η μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής Φ.Α. στην Ελλάδα ανέβαινε συνεχώς από τα 37,7 ευρώ/MWh τον Σεπτέμβριο 2021, στα 70,3 ευρώ/MWh τον Νοέμβριο και στα 98,3 ευρώ/MWh τον Ιανουάριο 2022.

Στους κλάδους της βιομηχανίας και των μεταφορών αναλογεί πάνω από το 60% της εγχώριας κατανάλωσης ενέργειας, αφήνοντας μόνο ένα 24% για τα νοικοκυριά. Εφόσον η απάντηση στην ενεργειακή κρίση είναι η ενεργειακή ανεξαρτησία, εφόσον η ενεργειακή ανεξαρτησία εξασφαλίζεται μέσω της ενεργειακής μετάβασης και εφόσον η ενεργειακή μετάβαση κοστίζει, ποιος είναι ο κλάδος που έχει τους πόρους και την τεχνογνωσία να κινηθεί γρηγορότερα σε πράσινες επενδύσεις;

Το ερώτημα αφορά άμεσα τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως αυτές του χάλυβα, του αλουμινίου, των τσιμέντων και της διύλισης. Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, προκειμένου να απομακρυνθούν από τη μεγάλη μεταβλητότητα των τιμών ενέργειας, θα πρέπει να αναλάβουν και το αντίστοιχο κόστος.

Εγκατάσταση αιολικού πάρκου. Στην Ελλάδα, στους κλάδους της βιομηχανίας και των μεταφορών αναλογεί πάνω από το 60% της κατανάλωσης ενέργειας, κάνοντας σαφές ποιες εταιρείες πρέπει να εφαρμόσουν άμεσα ολοκληρωμένες πολιτικές για την ενεργειακή μετάβαση, επιδεικνύοντας και την ανθεκτικότητα του επιχειρησιακού τους μοντέλου.

Η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα είναι ένας πολύπαθος κλάδος, ο οποίος τα τελευταία 35 χρόνια έχει πληγεί σφόδρα από τον διεθνή ανταγωνισμό και έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση. Δίνοντας μια καίρια λύση στο ενεργειακό ζήτημα μέσω των ΑΠΕ, η βιομηχανική παραγωγή στηρίζεται και αποκτά μια βιώσιμη προοπτική.

Η βιομηχανία θα χρειαστεί να επιδείξει τα κατάλληλα αντανακλαστικά καθώς έχει μπροστά της μια πρόκληση ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών για την προσαρμογή στην ενεργειακή μετάβαση. Ο χρόνος προσαρμογής θα δείξει την ευελιξία κάθε βιομηχανίας, επιδεικνύοντας και την ανθεκτικότητα του επιχειρησιακού μοντέλου της. Στόχος είναι η αξιοποίηση κεφαλαίων, όπως οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να εξασφαλίζονται βιώσιμα επιχειρηματικά σχέδια, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως η μελλοντική εξέλιξη των τιμών των δικαιωμάτων ρύπων.

Ένα από τα εργαλεία που πρέπει να αξιοποιηθούν είναι τα διμερή συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ενέργειας (PPAs). Τα διμερή συμβόλαια αφορούν εταιρικές συμφωνίες αγοροπωλησίας ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Καθώς η βιομηχανία απαιτεί συνεχή τροφοδοσία και οι ΑΠΕ παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις, προκύπτει η ανάγκη πράσινων λύσεων που θα εξασφαλίζουν συνεχή παροχή ενέργειας.

Η λύση της αποθήκευσης με μπαταρίες είναι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη, καθώς αφορά κυρίως μοντέλα δίωρης αποθήκευσης. Συνεπώς, προκύπτει η ανάγκη εξασφάλισης φορτίου βάσης (base load) όλο το 24ωρο. Με την πρόσφατη πρόταση της Ε.Ε. να εντάξει υπό όρους το Φ.Α. στις μεταβατικές τεχνολογίες, φαίνεται ότι το φορτίο βάσης εξασφαλίζεται μέσω του Φ.Α. και προοδευτικά θα αντικατασταθεί από το υδρογόνο.

Η ενεργειακή κρίση που προκύπτει από τις τιμές του Φ.Α. δείχνει πως η μετάβαση στο υδρογόνο πρέπει να γίνει γρηγορότερα.

Για την ταχύτερη υλοποίηση ενός εγχώριου δικτύου ΑΠΕ και εξασφάλισης base load, χρειάζεται η άμεση σύμπραξη των μεγάλων καταναλωτών με τον κλάδο των κατασκευών και τους μεγάλους παραγωγούς και προμηθευτές ενέργειας από ΑΠΕ. Στην υλοποίηση τέτοιων επενδύσεων θα πρέπει να συνυπολογιστεί και ο εκσυγχρονισμός των διαδικασιών αδειοδότησης και του δικτύου, που σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει κορεσμό και αδυναμία σύνδεσης νέων μονάδων παραγωγής.

Εφόσον το κόστος της μετάβασης αναληφθεί πρωτίστως από τη βιομηχανία, θα πρέπει να εξασφαλιστεί και η κοινωνική αποδοχή. Σε αυτό τον αγώνα μπορούν να βοηθήσουν οι ενεργειακές κοινότητες. Η προτεραιοποίηση συμπράξεων ενεργειακού συμψηφισμού, με ελάφρυνση των νοικοκυριών στους λογαριασμούς της ηλεκτρικής ενέργειας, θα εξασφαλίσει την ευρεία αποδοχή και αξιοποίηση των ΑΠΕ από το σύνολο της κοινωνίας.

Η ενεργειακή κρίση ανέδειξε μια ευκαιρία: την επιδίωξη της ενεργειακής ανεξαρτησίας. Δεν είναι μόνο η προστασία του κλίματος που διακυβεύεται στην ενεργειακή μετάβαση. Μας δίνεται η δυνατότητα, και με σημαντικές επιδοτήσεις, να δημιουργήσουμε ένα ενεργειακό ισοζύγιο βασισμένο στην εγχώρια παραγωγή.

*Η κα Τζένη Λειβαδάρου είναι Μηχανικός Στρατηγικής Καινοτομίας, Ενεργειακής Μετάβασης και Υποδομών, Διδάκτωρ Εφαρμοσμένων Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Cambridge, Μέλος Δ.Σ. ΕΛΛΑΚΤΩΡ.

 

v