Να αυξήσουμε ταχύτητα στις επενδύσεις!

Πώς αξιολογείται το ρεύμα επενδύσεων στη χώρα; Σε τι βάθος χρόνου θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός στο 2-3%; Γιατί ενδείκνυται το γερμανικό μοντέλο της εφάπαξ αύξησης των αποδοχών των εργαζομένων; Ο επικεφαλής του ταμείου SMERemediumCap και Πρόεδρος της Grant Thornton, κ. Νίκος Καραμούζης, δίνει απαντήσεις.

Να αυξήσουμε ταχύτητα στις επενδύσεις!

Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε ένα πληθωριστικό σπιράλ. Πότε πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε ξανά πληθωρισμό 2-3%;

Αν δεν υπάρξουν νέες αυξήσεις στο κόστος ενέργειας, τροφίμων και πρώτων υλών, θα απαιτηθεί μια περίοδος περίπου 2-3 ετών, προκειμένου ο πληθωρισμός παγκοσμίως να υποχωρήσει στο 2%-3%, που είναι και ο στόχος των κεντρικών τραπεζών. Βέβαια, η ταχύτητα της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού εξαρτάται από μια σειρά σημαντικών παραγόντων.

Ο πρώτος κρίσιμος παράγοντας είναι σε ποιο βαθμό ο πληθωρισμός περνά στη διαμόρφωση των αυξήσεων μισθών. Όπως φαίνεται από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, δεν ενσωματώνεται πλήρως. Οι αποφάσεις για αυξήσεις μισθών υστερούν του ρυθμού του ετήσιου πληθωρισμού. Αυτή η εξέλιξη είναι θετική, αλλά για τους εργαζόμενους η εξέλιξη είναι αρνητική, διότι μειώνεται η αγοραστική τους δύναμη.

Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο είναι αν θα μειώνονται στο μέλλον οι τιμές ενέργειας.

Ένας τρίτος παράγοντας είναι αν οι πληθωριστικές προσδοκίες του κοινού διαμορφώνονται με βάση το σήμερα ή το μέλλον. Όσο μας επηρεάζει ένας χαμηλότερα εκτιμώμενος πληθωρισμός και όχι η σημερινή εκρηκτική κατάσταση, τόσο θα υποχωρεί ταχύτερα. Αν, όμως, η αγορά κοιτά το σήμερα, αυτό αλλάζει δυσμενώς τα δεδομένα. Γιατί όταν προσδοκάς ότι ο πληθωρισμός θα είναι υψηλός και τον επόμενο χρόνο και έχεις ρευστότητα, θα επιταχύνεις τις αγορές σου και τις πληθωριστικές πιέσεις.

Τέλος, ο κρισιμότερος ίσως παράγοντας είναι η ταχύτατη αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Σαφέστατα η δημιουργία συνθηκών ύφεσης, με σημαντικές εμπροσθοβαρείς αυξήσεις επιτοκίων, θα μείωναν τον πληθωρισμό και τις αντίστοιχες εκτιμήσεις.

Ποιος κερδίζει από τον υψηλό πληθωρισμό;

Ο υψηλός πληθωρισμός είναι θείο δώρο για τους υπερχρεωμένους φορείς. Αλλά τα υψηλά επιτόκια που προκύπτουν, τιμωρούν αυτούς που θέλουν να δανειστούν νέα χρήματα για επενδύσεις ή δαπάνες και αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων. Αλλά επί της ουσίας, όσοι είναι υπερδανεισμένοι είναι ωφελημένοι.

Και το Ελληνικό Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος υπερδανεισμένος. Άρα θα είναι και ο μεγαλύτερος ωφελημένος, λαμβάνοντας επίσης υπόψη μας ότι το υφιστάμενο χρέος σε μεγάλο βαθμό φέρει σταθερό επιτόκιο δανεισμού, που δεν το επηρεάζουν οι μεταβολές των επιτοκίων.

Στους χαμένους είναι και όσοι έχουν τα χρήματά τους στις τράπεζες.

Σαφέστατα. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα με χαμηλές αποδόσεις. Η σχέση δανείων προς καταθέσεις έχει πέσει σήμερα στο 0,6%, από 138% που ήταν πριν από την κρίση του 2009. Εν μέρει αυτό εξηγεί και τη χαμηλή ταχύτητα προσαρμογής των επιτοκίων καταθέσεων από τις τράπεζες. Έχουν υψηλή ρευστότητα, που περισσεύει, με χαμηλές αποδόσεις και δεν ανησυχούν αν χάσουν κάποιες καταθέσεις που θα κινηθούν προς ομόλογα και άλλες μορφές επενδύσεων, όπου η απόδοση που παίρνουν είναι πολύ υψηλότερη των καταθέσεων.

Αν ήσασταν σήμερα διοικητής σε μια τράπεζα, ποιο μοντέλο θα ακολουθούσατε;

Δεν είμαι, οπότε δεν έχω την ευθύνη των αποφάσεων. Οι τράπεζες έχουν σήμερα ικανές διοικήσεις και έχουν βελτιώσει σημαντικά τη θωράκιση και τη χρηματοοικονομική υγεία τους. Αλλά οι τράπεζες είναι ταυτόχρονα οικονομικοί και κοινωνικοί οργανισμοί. Είναι σημαντικό να αφουγκράζονται τον κοινωνικό περίγυρο και τις επικρατούσες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, να ενεργούν δε έγκαιρα και αποτελεσματικά, ώστε να προστατεύουν την εικόνα τους στην κοινωνία και να αναδεικνύουν επιτυχώς την οικονομική και κοινωνική συμβολή τους, που δεν είναι μικρή.

Πάντως, θα ήταν λάθος να επιστρέψουμε σε καταστάσεις που το κράτος και η εκάστοτε κυβέρνηση θα επέβαλαν με παρεμβάσεις στις τράπεζες τους όρους λειτουργίας τους σε μια οικονομία της αγοράς. Αν δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός, ευθύνη, όπως και για κάθε άλλο κλάδο, έχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Μιλήσατε και για τις αυξήσεις στους μισθούς, που υστερούν του πληθωρισμού.

Στον βαθμό που το πρόβλημα του πληθωρισμού είναι πρόβλημα προσφοράς, δηλαδή μάλλον προσωρινό και συγκυριακό, έξυπνη λύση είναι να δώσεις εφάπαξ αφορολόγητες αμοιβές στο προσωπικό για το 2022 και το 2023, ώστε να μην ενσωματωθούν μόνιμα οι αυξήσεις στους μισθούς, τροφοδοτώντας πληθωριστικό φαύλο κύκλο.

Είναι μια λύση που ακολουθεί σήμερα η Γερμανία. Γιατί στην Ευρώπη ο πληθωρισμός δεν είναι ζήτησης, όπως είναι στην Αμερική, αλλά κυρίως κόστους.

Εσείς ακολουθείτε αυτό το μοντέλο;

Στις εταιρείες που ελέγχουμε στο επενδυτικό ταμείο, εξετάζουμε να εφαρμόσουμε αυτή τη μέθοδο. Προσπαθούμε με ευελιξία να συμφωνήσουμε σε εφάπαξ αμοιβές, λαμβάνοντας υπόψη και ποιοτικά κριτήρια, δηλαδή να επιβραβεύσουμε κυρίως τους πιο καλούς και αποδοτικούς υπαλλήλους μας.

Θέλει μεγάλη προσοχή. Διότι στο τέλος της ημέρας, εάν αυξηθεί το εργατικό κόστος πάρα πολύ, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία κόστους, οι εταιρείες δεν θα είναι ανταγωνιστικές διεθνώς. Τότε θα βρεθούμε όλοι με σοβαρά προβλήματα -και οι εργαζόμενοι.

Πόσο πιθανή είναι η ύφεση για την Ελλάδα;

Είναι θετικό ότι φέτος η Ελλάδα θα κλείσει με ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 5,5%. Δεν διαφαίνεται η κατανάλωση να υποχωρεί πάρα πολύ και οι ενδείξεις για τον τουρισμό είναι θετικές για το 2023. Υπάρχει σαφέστατα συγκράτηση στις δαπάνες, αλλά αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι δεν υπάρχει δραματική μείωση της κατανάλωσης, που αντιπροσωπεύει το 70% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη.

Ο κόσμος χρησιμοποιεί προφανώς τα αποθέματα ρευστότητας που διαθέτει, τα επιδόματα και τις ενισχύσεις που λαμβάνει από την κυβέρνηση, για να στηρίξει ένα επίπεδο κατανάλωσης που κρατά την οικονομία όρθια.
Παράλληλα, η κρίση δεν φαίνεται να έχει ανακόψει την επενδυτική δυναμική και σ’ αυτό έχουν συμβάλει και τα προγράμματα χρηματοδότησης και ενισχύσεων στο πλαίσιο του «Ελλάδα 2.0» και το γεγονός ότι οι ξένες επενδύσεις δεν έχουν επιβραδυνθεί, αλλά αυξάνονται ταχύτατα.

Όμως, εάν η ΕΚΤ προχωρήσει σε επιπρόσθετες μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, το κόστος για τα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα γίνει τσουχτερό, θα πάει κοντά στο 6%. Αυτό θα επιδράσει πολύ αρνητικά στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις, θα μειώσει την κατανάλωση, τα στεγαστικά δάνεια και τις επενδύσεις.

Οπότε δεν βλέπω ύφεση στην Ελλάδα το 2023.

Οπότε δεν φοβάστε μέρες του 2008-2009;

Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας είναι ένα μεγάλο θέμα. Για να είμαστε ειλικρινείς, ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικές οι ρυθμίσεις του δημόσιου χρέους που έγιναν επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ. Επιπροσθέτως, το απόθεμα των 35 δισ. ευρώ που άφησε πίσω η προηγούμενη κυβέρνηση, το διατηρεί και η σημερινή, μια πολύ θετική εξέλιξη.

Αλλά περπατάμε σε μια λεπτή γραμμή. Δεν έχουμε χώρο και περιθώρια για λαϊκισμούς, σπατάλες και νέα επιστρεπτέα-μη επιστρεπτέα προκαταβολή. Πρέπει να ασκήσουμε με σύνεση τις δημοσιονομικές πρωτοβουλίες. Πρέπει να γυρίσουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, για να δείξουμε ότι βαδίζουμε ξανά σε δρόμο νοικοκυρέματος των δημοσιονομικών, αν θέλουμε να ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα.
Δεν υπάρχουν πολλά δημοσιονομικά περιθώρια για νέα πακέτα στήριξης. Η κυβέρνηση ακολουθεί τη σωστή γραμμή. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα ξαναζήσουμε την περιπέτεια που ξέσπασε το 2009.

Τελικά, η Ελλάδα είναι ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις;

Ένα πράγμα που έχει επιτύχει η κυβέρνηση Μητσοτάκη καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση στο παρελθόν, είναι ότι έχει καταστήσει τη χώρα ιδιαίτερα ελκυστική για επενδύσεις, έχει αποκαταστήσει μια ισχυρή εικόνα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, αλλά και ως προορισμού εγκατάστασης, επίσκεψης, διαμονής ξένων κατοίκων. Είναι μια σημαντική κατάκτηση, που δεν πρέπει να θυσιαστεί στο βωμό σκοπιμοτήτων. Δεν αντέχει η χώρα χωρίς ξένα κεφάλαια και επενδύσεις, το επενδυτικό και αποταμιευτικό κενό παραμένει μεγάλο και τα κόμματα πρέπει να διασφαλίσουν το αγαθό της οικονομικής αξιοπιστίας που έχει επιτευχθεί.

Δηλαδή έχουμε συγκλίνει με τον μέσο όρο της Ευρώπης στον σχηματισμό παγίων κεφαλαίων;
Είμαστε ακόμη στην αρχή, θέλω να πιστεύω, μιας αναπτυξιακής ορμητικής πορείας. Θέλει πολλή δουλειά. Πρέπει να βελτιώσουμε την παραγωγικότητα. Παρά τις προσπάθειες που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια με εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων άνω των 7 δισ. ευρώ το 2022, που είναι ύψος-ρεκόρ, η επενδυτική μηχανή συνεχίζει να υπολειτουργεί, δεν έχει πάρει ακόμη την ταχύτητα που χρειάζεται και χρειαζόμαστε υψηλές ταχύτητες!

Ο σχηματισμός παγίων κεφαλαίων παρέμεινε στο 14% του ΑΕΠ το 2021, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι πάνω από 20%. Έχουμε τεράστιο έλλειμμα επενδύσεων και απαιτείται ο σχηματισμός επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό του ΑΕΠ να προσεγγίζει το 25%. Σε αυτό ακόμα υστερούμε. Επίσης, οι επενδύσεις σε ακίνητα παραμένουν στο 1,5%-2% του ΑΕΠ, πολύ χαμηλό επίπεδο για να πετύχεις υψηλούς ρυθμούς επενδύσεων συνολικά. Πρέπει να πάνε κοντά στο 6%. Δεν μπορεί να γίνει πολύ υψηλός σχηματισμός επενδύσεων παγίου κεφαλαίου χωρίς αναβάθμιση των επενδύσεων στα ακίνητα.

Τι άλλο σας ανησυχεί;

Η μεγάλη πρόκληση για την ανάπτυξη είναι το δημογραφικό και το έλλειμμα σε εργατικό δυναμικό. Η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα είναι σε ανησυχητικά επίπεδα. Πώς θα έχεις ανάπτυξη 4% και 5% ετησίως στο μέλλον εάν δεν έχεις διαθέσιμο εργατικό δυναμικό; Δεν γίνεται. Χρειαζόμαστε σήμερα πάνω από 200-300.000 εργαζομένους σε διάφορους τομείς.

Να επιταχύνουμε και να ενισχύσουμε τα κίνητρα, ώστε να επιστρέψουν οι Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό.

Να επιστρέψουν στην εργασία αυτοί που απέχουν σήμερα από την εργασία. Να μετακινηθούν εργαζόμενοι από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Να σχεδιαστεί μια ριζοσπαστική πολιτική βελτίωσης των δεξιοτήτων των εργαζομένων, με στόχο κυρίως τους νέους και τις γυναίκες. Να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη πολιτική προσέλκυσης ξένων εργαζομένων. Το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό, είναι και θέμα εθνικής ασφάλειας. Και δεν βλέπω να γίνεται κάτι σε αυτό το πεδίο.

Εσείς πώς αντιμετωπίζετε αυτό το έλλειμμα;

Δεν μπορούμε να βρούμε σήμερα εργάτες να μαζέψουν τα πορτοκάλια και τις ελιές, να δουλέψουν στα εργοστάσια, στον τουριστικό κλάδο. Θα γίνουν τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα, με αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση του κόστους εργασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, ποιος είναι ο επενδυτικός σχεδιασμός του fund σας;

Μέχρι στιγμής έχουμε υλοποιήσει 7 επενδύσεις, ύψους 50 εκατ. ευρώ. Επίσης, έχουμε μπροστά μας τη μεγάλη επένδυση που θα υλοποιήσουμε από κοινού με τον όμιλο Brown και το Group του Θανάση Λασκαρίδη. Αναφέρομαι στην αγορά των δάνειων 68 υπερδανεισμένων ξενοδοχείων που θα αποκτήσουμε από την Intrum, διότι έχουμε αναδειχθεί προτιμητέοι επενδυτές.

Πρόθεσή μας είναι να εξαντλήσουμε όλες τις εναλλακτικές λύσεις, ώστε όλα αυτά τα ξενοδοχεία να μείνουν ανοιχτά και να αναπτυχθούν. Πρόθεσή μας είναι, να επενδύσουμε σε κάποια από αυτά και δικά μας χρήματα.

Αλλά στο τέλος της ημέρας, αν οι σημερινοί ιδιοκτήτες δεν θέλουν να συνεργαστούν μαζί μας, εάν λένε όχι σε όλες τις εναλλακτικές λύσεις που τους προσφέρουμε, εάν δεν θέλουν να επενδύσουν στις επιχειρήσεις τους, τότε θα ακολουθήσουμε μια πιο σκληρή διαδικασία για να εισπράξουμε τις οφειλές. Σε κάθε περίπτωση κορυφαία μας επιλογή είναι να λειτουργήσουν και να αναπτυχθούν τα ξενοδοχεία. Δεν θέλουμε να πάρουμε την περιουσία κανενός, αλλά ούτε θα παραμείνουμε παθητικοί ζημιωμένοι χρηματοδότες.

Υπάρχει κάποια άλλη επένδυση που εξετάζετε;

Αυτή τη στιγμή εξετάζουμε περίπου 20 επιχειρήσεις από διάφορους κλάδους. Οι συζητήσεις δεν είναι εύκολες, γιατί σε πολλές περιπτώσεις τα χρηματοοικονομικά στοιχεία των εταιρειών και η λογιστική απεικόνιση δεν είναι αυτή που σου δίνει την καλύτερη εικόνα. Θέλει δουλειά και διάλογο με τις επιχειρήσεις, αλλά έχουμε μια καλή ροή μελλοντικών επενδύσεων.

Αλεξάνδρα Γκίτση [email protected]

v