Κακά νέα για τις ειδήσεις

Έλλειψη εμπιστοσύνης από τους πολίτες, πολιτική πόλωση, προβληματικά επιχειρηματικά μοντέλα: η ενημέρωση έχει γίνει πολύ δύσκολη για τα media.

Κακά νέα για τις ειδήσεις
  • της Saskia Miller

Οι ειδήσεις βρίσκονται στο smartphone σας και εμφανίζονται διαρκώς με ειδοποιήσεις στην οθόνη σας. Μεταδίδονται από τους τηλεοπτικούς σας δέκτες και φιγουράρουν σε γυαλιστερά περιοδικά. Υπάρχουν σε μεγάλη ποικιλία, προβάλλονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, αλλά έχουν και ένα κοινό χαρακτηριστικό: πολλοί δεν τις εμπιστεύονται.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup στις ΗΠΑ, η εμπιστοσύνη στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σημειώνει νέο χαμηλό ρεκόρ: μόνο το 34% των Αμερικανών έχουν «μεγάλη» ή «ικανοποιητική» εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ, ενώ το 38% των Αμερικανών έχουν… «καθόλου». Υπάρχει, ωστόσο, ένα έντονο κομματικό χάσμα: το 70% των Δημοκρατικών εμπιστεύονται τα ΜΜΕ, ενώ μόνο το 27% των ανεξάρτητων και το 14% των Ρεπουμπλικανών έχουν την ίδια άποψη.

Μια ομάδα εκπροσώπων διάφορων ειδησεογραφικών μέσων στο DealBook summit για να συζητήσουν όχι μόνο την κατάσταση των ΜΜΕ, αλλά και τη διαρκώς εξελισσόμενη σχέση τους με το διχασμένο κοινό που υπηρετούν.

Τη συζήτηση συντόνισε ο Marc Lacey, Managing Editor των «New York Times». Συμμετείχαν οι: Sarah Alvarez (αρχισυντάκτρια του οργανισμού Outlier Media), Edward Felsenhal (αρχισυντάκτης και εκτελεστικός πρόεδρος του περιοδικού «Time»), Jeffrey Goldberg (αρχισυντάκτης του «Atlantic»), Errin Haines (αρχισυντάκτης του οργανισμού 19th), Stephen Hayes (διευθύνων σύμβουλος και εκδότης του «Dispatch»), Sara Just (ανώτερη εκτελεστική παραγωγός του «PBS NewsHour»), William Kristol (αρχισυντάκτης του «Bulwark»), David Remnick (συντάκτης του «New Yorker), Danielle Weisberg (συνιδρύτρια και συν-διευθύνων σύμβουλος του «theSkimm»), Lauren Williams (διευθύνων σύμβουλος και συνιδρύτρια του «Capital B»).

Η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων συμφώνησε στο εξής: το μέλλον της βιομηχανίας των ειδήσεων, της οποίας η επιβίωση είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία, αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις. Επικαλούμενος την αποδόμηση της τοπικής δημοσιογραφίας, ο David Remnick, επί μακρόν συντάκτης του «New Yorker», συνόψισε το πρόβλημα: «Ο Τύπος που έχουμε τώρα, συνολικά είναι ανεπαρκής». Αυτό που ξεκίνησε ως ανταλλαγή απόψεων για το πώς προσεγγίζεις διαφορετικά κοινά και στόχους, από σύγχρονες γυναίκες μέχρι δυσαρεστημένους συντηρητικούς, εξελίχθηκε γρήγορα σε μια συζήτηση για τον βασικό σκοπό των ίδιων των ειδήσεων.

Προέκυψαν διαφωνίες για το είδος των πληροφοριών που πρέπει να μεταδίδονται στο κοινό, πώς να τις μεταδίδουν πιο αποτελεσματικά και, κυρίως, τον καλύτερο τρόπο χρηματοδότησής τους.

«Οι ειδήσεις πρέπει να έχουν ένα επίπεδο, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που χρειάζονται απλώς βασικές πληροφορίες», υποστήριξε η Sarah Alvarez του Outlier Media, ειδησεογραφικού οργανισμού που απευθύνεται στους χαμηλοεισοδηματίες του Detroit.

Η κ. Alvarez έδωσε ένα παράδειγμα: Όταν ίδρυσε τον οργανισμό της το 2016, πολλοί ενοικιαστές στο Ντιτρόιτ δυσκολεύονταν να βρουν σε ποιον ανήκει το σπίτι τους. Οι απάτες των ιδιοκτητών οργίαζαν και η κυβέρνηση δεν έκανε αρκετά για να τους σταματήσει. Η παραδοσιακή δημοσιογραφία, είπε η κ. Alvarez, μπορεί να καλύψει αυτό το θέμα ως είδηση αλλά, αντί γι’ αυτό, η Outlier Media ακολούθησε μια «προληπτική προσέγγιση»: δημιούργησε ένα σύστημα επικοινωνίας με γραπτά μηνύματα, μέσω του οποίου οι κάτοικοι μπορούσαν να αναζητήσουν πληροφορίες για το σπίτι που νοικιάζουν και στη συνέχεια να μιλήσουν απευθείας με έναν δημοσιογράφο για να τους βοηθήσει να εντοπίσουν τον ιδιοκτήτη.

Στην αίθουσα υπήρξαν κι άλλοι δημοσιογράφοι που θεωρούν ότι η συμμετοχή στα κοινά είναι βασικός πυλώνας της αποστολής τους αλλά και ένας τρόπος να προσεγγίσουν κοινό με διαφορετικό ιδεολογικό παρονομαστή.

Η Danielle Weisberg, συνιδρύτρια του theSkimm, ενός δημοφιλούς ενημερωτικού μέσου που απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες των ΗΠΑ, εξήγησε πώς μια δημόσια ψηφοφορία βοήθησε να εγγραφούν στο theSkimm περισσότερες από 1 εκατομμύριο γυναίκες: «Ο στόχος μας δεν ήταν μόνο να συνδεθούν οι αναγνώστες μας με το μέσο μας. Στόχος μας ήταν να τονίσουμε πως είμαστε ακομμάτιστοι, επειδή θέλουμε ο κόσμος να διαμορφώνει τη δική του άποψη και, το σημαντικότερο, να ενεργεί σύμφωνα με αυτήν».

Όταν η ομάδα του theSkimm κατάλαβε ότι εν μέσω πανδημίας πολλές γυναίκες δεν είχαν πού να αφήσουν τα παιδιά τους όσο εργάζονταν, δημιούργησε μια βάση δεδομένων για την πολιτική γονικών αδειών. Αυτή η βάση δεδομένων πλέον περιλαμβάνει πληροφορίες για περισσότερες από 600 εταιρείες. «Στόχος μας πρέπει να είναι η δημοσιογραφία που ενθαρρύνει το ενημερωμένο εκλογικό σώμα», ανέφερε η Errin Haines του 19th, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού ειδήσεων. Όταν εστιάζουμε στα πραγματικά προβλήματα και όχι στον διχασμό, πυροδοτούνται συζητήσεις με ευρύτερο κοινό.

Ενώ σχεδόν όλοι συμφώνησαν ότι η δημοσιογραφία παίζει βασικό ρόλο στη διατήρηση της αμερικανικής δημοκρατίας, υπήρχε μια σειρά απόψεων για το πώς θα πρέπει να ασκείται.

«Όλα αυτά για τα οποία μιλάτε, μου είναι απίστευτα οικεία αλλά την ίδια στιγμή και ξένα», είπε ο κ. Remnick. Το «New Yorker» μπορεί να καλύπτει παρόμοια θέματα, όπως τη στέγαση ή τη φροντίδα σε κέντρα περίθαλψης, αλλά «Προσεγγίζετε τελείως διαφορετικά το κοινό σας. Ομολογώ ότι η ιδέα να δημοσιεύσω μια ακατέργαστη βάση δεδομένων δεν είναι κάτι που έχω σκεφτεί». «Το ποιον προσεγγίζω επηρεάζεται από το τον τρόπο που μιλάω», πρόσθεσε. «Μια έκδοση δεν μπορεί να κάνει τα πάντα, διαφορετικά δεν κάνει τίποτα».

Ο κ. Lacey, ο οποίος έχει εργαστεί στους «New York Times» για περισσότερες από δύο δεκαετίες, αναγνώρισε την πολιτικά ενωτική δύναμη των ειδήσεων όταν είναι χρηστικές. Γι’ αυτό, όπως είπε, μια από τις «πιο περήφανες στιγμές» των «ΝΥΤ» ήταν το εκλογικό βράδυ που μετέδιδαν αποτελέσματα σε επίπεδο περιφερειών. «Επισκέπτονταν το site μας άνθρωποι και των δύο πολιτικών κομμάτων που ήθελαν να μάθουν αν κέρδισαν ή αν έχασαν. Μας επισκέφθηκαν ακόμα και άνθρωποι που γενικά μας περιφρονούν για διάφορους λόγους, διότι ήμασταν χρηστικοί», είπε ο κ. Lacey.

Φυσικά, όπως είπε η κ. Haines, «δεν έχει νόημα να κάνουμε δημοσιογραφία αν οι άνθρωποι δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά». Και έτσι η συζήτηση μετατοπίστηκε στο ζήτημα της χρηματοδότησης ενός κλάδου που πληγώθηκε σοβαρά από τη μείωση των πωλήσεων, των διαφημιστικών εσόδων κ.λπ.

«Δεν γίνεται αποτελεσματική έρευνα αν δεν καλύπτεται καθημερινά το δημοτικό συμβούλιο», είπε η Sara Just του «PBS NewsHour». «Δεν μπορείς να ανακαλύψεις λ.χ. έναν διεφθαρμένο δήμαρχο αν δεν είσαι εκεί κάθε μέρα. Η εξαφάνιση αυτού του είδους τοπικής δημοσιογραφίας είναι αυτό που με ανησυχεί περισσότερο. Μπορεί να μην αποτελεί βασική πηγή κερδών, αλλά είναι ο τρόπος για να ανακαλύψουμε αν κάτι πάει στραβά».

Ο Jeffrey Goldberg, αρχισυντάκτης του «Atlantic», λίγο πριν την από πανδημία έθεσε σε εφαρμογή το Paywall, ένα μοντέλο μερικής χρηματοδότησης από συνδρομητές: «Ο κλάδος μας έκανε ένα λάθος πριν από 20 χρόνια, όταν έδινε δωρεάν ποιοτική δημοσιογραφία. Εκπαιδεύσαμε τους αναγνώστες να περιμένουν από εμάς δημοσιεύματα που απαιτούν δουλειά, χρόνο, ενέργεια και χρήμα χωρίς να τα πληρώνουν -πρέπει να σταματήσουμε να το κάνουμε».

Το Paywall στο «Atlantic» έφερε μαζί του «ένα διαφορετικό σύνολο ανησυχιών», παραδέχτηκε ο κ. Goldberg, όπως αποφάσεις σχετικά με το ποια δημοσιεύματα θα είναι δωρεάν για το δημόσιο συμφέρον και ποια θα διατίθενται μόνο για συνδρομητές. Σημείωσε ότι, όταν ένας αναγνώστης προέρχεται από IP της Ουκρανίας ή της Ρωσίας, για παράδειγμα, η ρωσική και η ουκρανική κάλυψη της έκδοσης είναι δωρεάν.

«Σχετικά με αυτό που είπατε, ότι κάναμε λάθος όταν προσφέραμε ποιοτική δημοσιογραφία δωρεάν, προσωπικά έχω καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα», είπε η Lauren Williams του «Capital B», μιας έκδοσης που ξεκίνησε το 2022 για να παρέχει άμεση πληροφόρηση στους Αφροαμερικανούς, και καλύπτει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. «Μετά τη λειτουργία μιας μη κερδοσκοπικής εταιρείας για δύο χρόνια, έχω ριζοσπαστικοποιηθεί». Η κ. Williams υποστήριξε ότι τουλάχιστον ένα μέρος των ειδήσεων που καλύπτει βασικές πληροφορίες, πρέπει να είναι προσβάσιμο σε όλους τους ανθρώπους.

«Υπάρχει αρκετός χώρος για διαφορετικά ειδησεογραφικά μοντέλα», συνόψισε ο William Kristol, αρχισυντάκτης του «Bulwark», μιας έκδοσης που δημιουργήθηκε από δυσαρεστημένους συντηρητικούς κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Trump. Ωστόσο, ο κ. Kristol επεσήμανε την αποτυχία της φιλανθρωπίας: «Οι άνθρωποι μπορούν να δίνουν χρήματα σε ό,τι θέλουν, αλλά αν ερχόταν κάποιος από τον Άρη και έβλεπε τι χρηματοδοτεί ο κόσμος, θα ξαφνιαζόταν». Ο κ. Williams συμπλήρωσε ότι πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι υπάρχει «τεράστιο πρόβλημα στις τοπικές ειδήσεις».

Η κ. Just του «PBS NewsHour», που βασίζεται εν μέρει σε κρατική χρηματοδότηση και συχνά κατατάσσεται ψηλά στις δημοσκοπήσεις εμπιστοσύνης του κοινού, προσέγγισε το θέμα πιο φιλοσοφικά: «Πόσα χρήματα πρέπει να βγάζουν οι ειδήσεις;» ρώτησε.

Παρά τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη μορφή, τη λειτουργία και τα επιχειρηματικά μοντέλα της βιομηχανίας ειδήσεων, όλοι συμφώνησαν στο εξής: σε μια διχασμένη, άνιση κοινωνία, σε μια εποχή που βασικά τοπικά μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να εξαφανίζονται με γρήγορους ρυθμούς, ο ρόλος των ΜΜΕ είναι πιο σημαντικός από ποτέ.

Ωστόσο, το κοινό καταναλώνει τις πληροφορίες χωρίς να τις επεξεργάζεται. Επίσης, οι άνθρωποι στην εποχή μας δεν συμφωνούν πάντα για το τι συνιστά γεγονός.

Ο Stephen Hayes του συντηρητικού «Dispatch» τόνισε ότι υπάρχουν αρκετοί καλοί δημοσιογράφοι στο Fox News, αλλά αυτό που προσφέρει η prime time εκπομπή του δικτύου είναι «δημοσιογραφία επιβεβαίωσης». Ο κίνδυνος είναι να λέμε στους ανθρώπους «αυτό που θέλουν να ακούσουν» αντί να τους μυούμε σε οτιδήποτε μπορεί να περιπλέξει την άποψή τους για τον κόσμο. «Και αυτή, νομίζω, είναι η πραγματική δυσκολία», κατέληξε ο κ. Hayes.

Ο κ. Goldberg του «Atlantic» συμφώνησε εν μέρει: «Το Fox παίζει με διαφορετικούς κανόνες από τους δικούς μας. Εάν δεν κατανοείτε αυτήν την ευδιάκριτη αλήθεια, δεν καταλήγουμε πουθενά».

Η κ. Weisberg του «theSkimm», η οποία περιέγραψε το κοινό της ως «μη ακραίο» και «όχι το αριστερό είδος κοινού που βλέπουμε παραδοσιακά», είπε ότι αυτό που φοβάται περισσότερο είναι πως μερικοί άνθρωποι είτε δεν ενημερώνονται καθόλου είτε ενημερώνονται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που διακινούν κατά βάση ψευδείς και επικίνδυνες πληροφορίες. «Το δύσκολο», είπε η κ. Weisberg, «είναι να βγάλεις τους ανθρώπους από τις φούσκες τους».

Ο Edward Felsenthal, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Time», που θα κλείσει τα 100 χρόνια του τον Μάρτιο του 2023, επανεξέτασε το θέμα μέσα από ένα ακομμάτιστο πρίσμα. «Καθώς η μεγάλη πρόκληση της εποχής είναι ο διχασμός, μου φαίνονται πραγματική πρόκληση όσα συμβαίνουν στις τοπικές αρένες. Εκεί το πρόβλημα δεν σχετίζεται με την κομματική ταυτότητα, αλλά με τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τα κοινά σε σχέση με όσους αδιαφορούν», είπε. Ο κ. Felsenthal κατέληξε: «Πρέπει να προσεγγίσουμε με πιο επιθετικό τρόπο τους αδιάφορους».

Τα συμπεράσματα

Κάντε τις ειδήσεις χρηστικές: Είτε μεταδίδονται ως βάση δεδομένων είτε ως μια ιστορία που διερευνάται σε βάθος, οι πολωμένες κοινωνίες μας χρειάζονται ειδήσεις που τους προσφέρουν βασικά στοιχεία και πληροφορίες για να τους βοηθήσουν να λάβουν τεκμηριωμένες αποφάσεις για τη ζωή τους.

Πειραματιστείτε με διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα: Από μη κερδοσκοπικά ή κερδοσκοπικά, από μοντέλα με συνδρομές ή δωρεάν, η βιομηχανία ειδήσεων πρέπει να κάνει ό,τι χρειάζεται όχι μόνο για να επιβιώσει οικονομικά, αλλά και για να παρέχει σε διαφορετικά (ιδεολογικά και οικονομικά) ακροατήρια την ευκαιρία να μάθουν τα γεγονότα.

• Υποστήριξη της τοπικής δημοσιογραφίας: Απαιτείται περισσότερη χρηματοδότηση, είτε από φιλανθρωπικές είτε από δημόσιες πηγές, για να μπορούν οι τοπικοί δημοσιογράφοι να καλύπτουν τις συνεδριάσεις των δημοτικών συμβουλίων λ.χ., ώστε οι κατά τόπους αρχές να λογοδοτούν.

*Η Saskia Miller είναι συγγραφέας και παραγωγός με έδρα το Βερολίνο

© 2022 The New York Times Company

v