«Η ελληνική οικονομία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα»

Τα επόμενα επιχειρηματικά βήματα μετά το big deal των 2 δισ. ευρώ με τη Mondelez εξηγεί ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος στην Ειδική Έκδοση Business Review του Euro2day.gr με τους New York Times. Ποιο είναι το βασικό επενδυτικό κριτήριο. Τα εγγενή προβλήματα της χώρας και η συνδικαλιστική νοοτροπία.

«Η ελληνική οικονομία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα»

Διατήρηση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια, προβλέπει ο επιχειρηματίας Σπύρος Θεοδωρόπουλος, που ετοιμάζει τα επόμενα επιχειρηματικά του βήματα μετά το big deal των 2 δισ. ευρώ με τη Mondelez. Ακόμα, μιλά για τα εγγενή προβλήματα της χώρας, των επιχειρήσεων και τη συνδικαλιστική νοοτροπία των Ελλήνων. Τέλος, αποκαλύπτει το «μυστικό της επιτυχίας» και ποιο είναι το βασικό κριτήριο για να επιλέξει να επενδύσει κάποιος σε μια αγορά ή ένα προϊόν.

Κύριε Θεοδωρόπουλε, είστε ο Έλληνας επιχειρηματίας που κατάφερε να δημιουργήσει τον μεγαλύτερο ελληνικό όμιλο καταναλωτικών προϊόντων με πολυεθνικό εκτόπισμα. Κάτι που αποτυπώνεται και στο τίμημα που προσέφερε η Mondelez για να τον αποκτήσει. Αν ξεκινούσατε σήμερα την Chipita, πιστεύετε ότι θα είχε την ίδια πορεία;

Αν ο βαθμός της καινοτομίας που είχαν τα προϊόντα ήταν ο ίδιος, νομίζω πως ναι. Το μόνο που έχει αλλάξει ανάμεσα στο χθες και στο τώρα, είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει η μεγάλη επιχειρηματική ευκαιρία που δημιουργήθηκε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όπου ένας πληθυσμός 400 εκατομμυρίων ανθρώπων δίπλα μας, στη γειτονιά μας, χρειαζόταν προϊόντα. Όσοι τρέξαμε τότε στην Ανατολική Ευρώπη δημιουργήσαμε εύκολα υπεραξίες. Σήμερα αυτή η ευκαιρία δεν υπάρχει.

Όμως, αν έχεις ένα καινοτόμο προϊόν, ένα καινούργιο προϊόν, μια διαφορετική ιδέα, νομίζω ότι μπορείς και πάλι εύκολα να δημιουργήσεις επιχειρηματική ευκαιρία, γιατί τώρα ο κόσμος… έχει μικρύνει. Οι αποστάσεις έχουν μειωθεί. Oι νοοτροπίες, όπως και τα γευστικά πρότυπα των ανθρώπων, έχουν συγκλίνει. Έτσι, σήμερα, ναι μεν δεν έχουμε δίπλα μας την Ανατολική Ευρώπη άδεια από προϊόντα όπως τη βρήκαμε όσοι επενδύσαμε την εποχή που έπεσε το Τείχος, αλλά έχουμε τον κόσμο πολύ πιο ομογενοποιημένο. Άρα μπορεί να πει κανείς ότι η ευκαιρία τώρα είναι μεγαλύτερη, γιατί μπορείς να πας πιο εύκολα σε περισσότερες αγορές.

Τελικά, επιχειρηματική ευκαιρία είναι το προϊόν ή η αγορά στην οποία θα επενδύσει κάποιος;

Είναι όλα μαζί. Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι η αγορά. Το αν πιστεύεις ότι στη συγκεκριμένη αγορά μπορεί να πετύχει το προϊόν σου ή όχι. Από εκεί ξεκινούν τα πάντα. Φυσικά εξαρτάται και από το προϊόν και τον βαθμό καινοτομίας του. Αν έχεις ένα προϊόν καινοτόμο, η επιχειρηματική ευκαιρία είναι όλη η Γη. Ο συνδυασμός, λοιπόν, αγοράς και προϊόντος ή υπηρεσίας, δημιουργεί τις επιχειρηματικές ευκαιρίες.

Όπου γης και… πατρίς, λοιπόν;

Παντού υπάρχουν ευκαιρίες. Αρκεί κανείς να έχει τη διάθεση να επενδύσει χρόνο και χρήματα.

Σε αυτόν τον χωρίς σύνορα νέο κόσμο, η Ελλάδα θα καταφέρει να προσελκύσει περισσότερες και μεγαλύτερες επενδύσεις;

Αν τα ομόλογά μας αποκτήσουν καλύτερη βαθμίδα αξιολόγησης, θα υπάρξει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον ξένων funds για την ελληνική οικονομία.

Αρκεί αυτό ή χρειάζεται και πιο τολμηρή αναπτυξιακή στρατηγική από την πλευρά της πολιτείας;

Οι επενδυτικοί νόμοι και το φορολογικό περιβάλλον είναι πρόσθετα σημαντικά κριτήρια. Όμως, κανένας αναπτυξιακός νόμος από μόνος του δεν αποτελεί πόλο έλξης νέων μεγάλων επενδύσεων.

Αυτό που απαιτείται είναι η επίλυση προβλημάτων όπως οι χρόνοι απόδοσης της δικαιοσύνης, το καθαρό και σταθερό φορολογικό πλαίσιο, η μείωση της αυθαιρεσίας των φορολογικών ελέγχων, η αποσύνδεση των φορολογικών ελέγχων και των ευρημάτων τους από την ποινικοποίηση της φορολογικής διαδικασίας.
Έτσι, για να υπάρξει ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει να είμαστε πιο τολμηροί για να μπορέσουν να έρθουν ακόμη περισσότερες επενδύσεις.

Το Ταμείο Ανάκαμψης δεν θα βοηθήσει στην προσέλκυση νέων κεφαλαίων;

Το Ταμείο Ανάκαμψης θα βοηθήσει τις επενδύσεις που θα γίνονταν ούτως ή άλλως, αλλά δεν πιστεύω ότι θα είναι σοβαρός πόλος έλξης νέων επενδύσεων.

Γιατί το λέτε αυτό;

Γιατί αυτό που προσφέρει σε έναν επενδυτή είναι μια διαφορά στα επιτόκια της τάξεως της 1,5 μονάδας σε σχέση με το να έπαιρνε τα λεφτά από τις τράπεζες. Δεν νομίζω ότι αυτό από μόνο του μπορεί να αποτελέσει κριτήριο για να έρθει μια επένδυση στην Ελλάδα ή για να γίνει ή να μη γίνει μια νέα επένδυση.

Πιστεύετε ότι οι σημερινοί ρυθμοί ανάκαμψης της οικονομίας είναι διατηρήσιμοι;

Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα έχουμε επιδείνωση της πανδημίας, με νέες μεταλλάξεις και νέα προβλήματα, εκτιμώ ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι διατηρήσιμοι.

Δηλαδή η ελληνική οικονομία έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα;

Νομίζω πως ναι. Αν και υπάρχει σχετική ατολμία σε αυτά που κάνει η ελληνική κυβέρνηση, όπως οι αναπτυξιακοί νόμοι, αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπει σε ρυθμούς υψηλής ανάπτυξης και προσέλκυσης ξένων funds.

Μήπως, όμως, η έλευση ακόμη μεγαλύτερων ξένων funds στην Ελλάδα αποτελέσει εμπόδιο για τους Έλληνες επενδυτές;

Όχι. Σε πρώτη φάση δυσκολεύει, αλλά σε δεύτερη φάση διευκολύνει. Σήμερα, εάν θέλεις να επενδύσεις χρήματα στην Ελλάδα, σίγουρα έχουν ανέβει οι αξίες των ελληνικών επιχειρήσεων και οι πολλαπλασιαστές που οι δυνητικοί πωλητές ζητούν να πουλήσουν. Αλλά ταυτόχρονα αυτό δημιουργεί και ένα διαφορετικό κλίμα αξιολόγησης. Διευκολύνει την έξοδο μετά από 3-5 χρόνια, διευκολύνει τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου, διευκολύνει πολλά πράγματα.

Δηλαδή θα περιμένετε 3-5 χρόνια να εξέλθουν τα ξένα funds για να τοποθετηθείτε;

Όχι, δεν είπα αυτό. Είπα πως οποιοσδήποτε θελήσει να βγει μετά από 3-5 χρόνια, θα μπορεί να βγει σε καλύτερες τιμές. Γιατί δεν έχει καμία σημασία πόσο πληρώνεις για να μπεις σε μια εταιρεία. Το πόσο πληρώνεις για να μπεις σε μια εταιρεία είναι συνδυασμός του πόσο πιστεύεις ότι θα πάρεις όταν βγεις. Αν πιστεύεις ότι θα βγεις υψηλότερα, δεν σε πειράζει να μπεις και υψηλότερα.

Αυτό ήταν και το κριτήριο εξόδου σας από τη Vivartia;

Ναι, ήταν μια πολύ επιτυχημένη συγχώνευση που οδήγησε σε μια πολύ επιτυχημένη έξοδο. Όταν κάνουμε μια δουλειά, την κάνουμε για να δημιουργήσουμε αξίες για τους μετόχους. Από τη στιγμή που η αξία δημιουργήθηκε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και οι μέτοχοι ήθελαν αυτή την αξία να μην περιμένουν να γίνει ακόμη μεγαλύτερη αργότερα, δεν σημαίνει ότι δεν ήταν επιτυχημένη η συγχώνευση. Δημιουργήθηκε η αξία, βγήκαμε γρηγορότερα και ο επιχειρηματικός στόχος επετεύχθη.

Οι συγχωνεύσεις εταιρειών δεν είναι κάτι που βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

Γιατί δεν είναι στην κουλτούρα μας. Οι Έλληνες δεν συνεργάζονται καλά με άλλους συνεταίρους. Γιατί σαν κοινωνία δεν δουλεύουμε ομαδικά, δεν το μαθαίνουμε από το σχολείο μας. Το σχολείο μάς μαθαίνει να παπαγαλίζουμε. Που σημαίνει ότι μας μαθαίνει να παλεύουμε ο καθένας μόνος του.

Μπορεί να μη συνεταιριζόμαστε, αλλά συνδικαλιζόμαστε.

Ναι, μάλλον είναι στο αίμα μας. Όλοι οι συνδικαλιστικοί φορείς, των εργατών, των εργοδοτών, των πάντων, συνεχίζουν να ζητάνε από τον… μπαμπά-κράτος να συνεχίσει να τους στηρίζει. Δεν γίνεται οι κυβερνήσεις να λύνουν όλα τα προβλήματα. Η κοινωνία των πολιτών, οι άνθρωποι που κάθε μέρα είμαστε στην αγορά, στη ζωή, δεν μάθαμε ποιο είναι το σωστό.

Μήπως γι’ αυτή τη νοοτροπία σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν και οι πολιτικοί;

Δεν μπορούμε να τα ρίχνουμε όλα στους πολιτικούς. Δεν φταίνε πάντα οι πολιτικοί. Γιατί ειλικρινά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να ζητάμε πάντα από τις κυβερνήσεις να είναι εναντίον της νοοτροπίας του κόσμου. Δεν νομίζω ότι η δουλειά των πολιτικών είναι να δυσαρεστούν όλους τους ψηφοφόρους τους. Πιστεύω ότι πρέπει να πηγαίνουμε παράλληλα. Οι πολιτικοί να είναι λιγάκι πιο σκληροί με τον κόσμο και ο κόσμος να σταματήσει να ζητάει τόσο πολύ. Ας δούμε τι έγινε στην πανδημία και με τα εμβόλια. Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα έκανε του κεφαλιού της. Όσο για την τρέχουσα πληθωριστική κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία, δεν νομίζω ότι καμία κυβέρνηση καμίας χώρας μπορεί να λύσει το πρόβλημα του ενεργειακού κόστους και των πρώτων υλών. Τέτοια θέματα μας ξεπερνούν κατά πολύ.

Εσείς πώς αντιμετωπίζετε τις πληθωριστικές πιέσεις;

Πληρώνουμε τη διαφορά και αργά ή γρήγορα θα το περάσουμε στον καταναλωτή. Δεν υπάρχουν πολλές μέθοδοι αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων παρά μόνο μέσω της αύξησης των τιμών. Προς το παρόν δεν έχουμε προχωρήσει σε αυξήσεις, αλλά από τον Ιανουάριο θα το κάνουμε. Δεν θα είναι ένα σταθερό ποσοστό.

Σε άλλα προϊόντα θα ζητήσουμε περισσότερα χρήματα, σε άλλα προϊόντα θα μειώσουμε το βάρος των συσκευασιών. Θα προσπαθήσουμε όσο το δυνατόν λιγότερο να επιβαρύνουμε τον καταναλωτή, γιατί η επιβάρυνση του καταναλωτή σημαίνει πιθανόν και πτώση πωλήσεων.

Αλεξάνδρα Γκίτση [email protected]

v