Ούτε υποχείριο της αγοράς ούτε γαλατικό χωριό

Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση δεν μπορεί να παραμένει δέσμια δύο ακραίων αντιλήψεων, οι οποίες τελικά υποσκάπτουν την ίδια την αποστολή της.

Ούτε υποχείριο της αγοράς ούτε γαλατικό χωριό
  • του Βαγγέλη Καραμανωλάκη*

Η εξέλιξη του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στην ιστορική διαδρομή του συνδέθηκε σταθερά με τις εκάστοτε εγχώριες ελληνικές και διεθνείς πραγματικότητες, αλλά και με τα δυτικοευρωπαϊκά παράλληλα.

Γέννημα, κατά κύριο λόγο, της οθωνικής-βαυαρικής διακυβέρνησης, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα απέκτησε από τα πρώτα του χρόνια έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, με τη δημιουργία πανεπιστημίου ήδη από το 1837, ενώ αποτέλεσε τον κυρίαρχο μοχλό κοινωνικής κινητικότητας έως σχεδόν και τις μέρες μας.

Στην περίπτωση του ελληνικού, ιδιαίτερα του δημόσιου, πανεπιστημίου, η εξέλιξή του ακολούθησε σε γενικές γραμμές τη διεθνή εμπειρία σε όλο τον 19ο και τον 20ό αιώνα: η ανάδειξή του ως του κατ’ εξοχήν φορέα εθνικής ιδεολογίας συνδέθηκε με τη στελέχωση της κρατικής μηχανής, αλλά και τη στροφή προς τις εξειδικευμένες επιστημονικές και επαγγελματικές σπουδές στις αρχές του 20ού αιώνα. Η μαζικοποίησή του και η μετατροπή του από ένα πανεπιστήμιο των ελίτ σε ένα μαζικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη δεκαετία του ’60 συνδέθηκε με τις φοιτητικές εξεγέρσεις των αρχών της δεκαετίας του ’70, ενώ παράλληλα προχώρησε ο εκδημοκρατισμός του και η συγκρότηση μιας νέας, πολύ πιο ισότιμης στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο, και στο πλαίσιο πια του νεοφιλελευθερισμού και μιας οικονομίας σε καθεστώς παγκοσμιοποίησης, το ελληνικό πανεπιστήμιο χάνει στοιχεία του δημοκρατικού χαρακτήρα του. Το νέο ιδεώδες είναι πλέον εκείνο του «επιχειρηματικού» πανεπιστημίου και της περίφημης σύνδεσής του με την αγορά εργασίας. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και ο πρόσφατος νόμος για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Νέοι ορίζοντες στα ΑΕΙ».

Πόσο νέοι, όμως, είναι αυτοί οι ορίζοντες και πόσο στην πραγματικότητα απειλούν τον χαρακτήρα της ίδιας της πανεπιστημιακής αλλά και ευρύτερα της εκπαίδευσης; Καταστατική συνθήκη της ίδιας της λειτουργίας των πανεπιστημίων είναι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και του διαλόγου, η συγκρότηση προσωπικοτήτων με αυτοτέλεια σκέψης και βούλησης. Τα πανεπιστήμια δεν είναι φροντιστήρια ή, απλώς, κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Δεν αποσκοπούν στην παραγωγή απλώς μιας «χρήσιμης» σκέψης.

Υπάρχει μια γνωστή ιστορία με τη Μάργκαρετ Θάτσερ σε μια επίσκεψή της σε ένα βρετανικό κολέγιο. Όταν μια γυναίκα απάντησε στην ερώτηση της πρωθυπουργού για το τι διαβάζει, εξηγώντας ότι διαβάζει αρχαία νορβηγική λογοτεχνία, η Θάτσερ αναφώνησε: «Τι πολυτέλεια!».

Τα πανεπιστήμια, όμως, χρειάζονται και την «άχρηστη» γνώση, εκείνη η οποία, παρ’ όλα αυτά, θα οξύνει το νου, θα ανοίξει τους ορίζοντες της σκέψης και των εμπειριών, θα συγκροτήσει ενεργούς και κριτικούς πολίτες.

Η θυσία των πάντων στην ιδέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης, η σύνδεση με την αγορά με όρους δομικής ανισότητας όπως στο πρόσφατο νομοσχέδιο, σφυρηλατεί μια σχέση υποτέλειας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στους οικονομικούς παράγοντες. Υπονομεύει εν τέλει την ίδια την φυσιογνωμία του πανεπιστημιακού θεσμού.

Μια μητέρα με το παιδί της στο μουσείο. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα -και οπωσδήποτε το ελληνικό πανεπιστήμιο- έχει ανάγκη από τη σύνδεση με την αγορά, τη συμμετοχή του στις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ούτε να γίνεται με όρους ετεροβαρείς για την εκπαίδευση που συγκροτεί ενεργούς και κριτικούς πολίτες.

Ο τρόπος που φαίνεται ότι, με βάση τον πρόσφατα νόμο, συγκροτούνται τα νέα συμβούλια διοίκησης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που γεννούν οι νέες ρυθμίσεις. Σημαίνει αυτό ότι δεν χρειαζόμαστε μια νέα μεταρρύθμιση, η οποία θα επανακαθορίζει το πεδίο ενισχύοντας και την επαγγελματική διάσταση των πανεπιστημιακών σπουδών, αλλά και τη σύνδεση με την αγορά; Προφανώς και τη χρειαζόμαστε. Προφανώς και το ελληνικό πανεπιστήμιο έχει ανάγκη από τη σύνδεση με την αγορά. Έχει ανάγκη τη συμμετοχή του στις οικονομικές και τεχνολογικές εξελίξεις και προφανώς ενδιαφέρεται για την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων του. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός, ούτε να γίνεται με όρους ετεροβαρείς.

Χρειάζεται μια θαρραλέα συζήτηση, που απαιτεί την εγκατάλειψη στερεοτύπων και βεβαιοτήτων και από τις δύο πλευρές -αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν μόνο δύο πλευρές. Χρειάζεται ο εξορθολογισμός των σπουδών και ο επαναπροσδιορισμός των χαρακτηριστικών του σύγχρονου πανεπιστημίου. Αν κανείς διαφωνεί με την πλήρη άλωση των πανεπιστημίων από τη λογική της αγοράς, από την άλλη δεν μπορεί να υποστηρίξει τη μετατροπή τους στο τελευταίο «γαλατικό» χωριό υπεράσπισης μιας «επαναστατικής γνώσης».

Χρειαζόμαστε μια συζήτηση που θα συνδέει την παράδοση των πανεπιστημίων και τη διαχρονική φυσιογνωμία τους με τις σύγχρονες ανάγκες. Μόνο που μια τέτοια συζήτηση απαιτεί τον ισότιμο διάλογο και την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων αλλά και της ιστορικής διαδρομής του πανεπιστημιακού θεσμού. Αλλιώς μετατρέπεται σε άσκηση αυταρχικής και, εν τέλει, αναποτελεσματικής πολιτικής.

*Ο κ. Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι Επίκουρος καθηγητής Ιστορίας, Πρόεδρος του Ιστορικού Αρχείου Πανεπιστημίου Αθηνών

 

v