Ενα (μεταναστευτικό) μήνυμα από το 1922

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες αντιμετώπισαν στην Ελλάδα ό,τι αντιμετωπίζουν σήμερα εκατομμύρια μετανάστες σε όλο τον κόσμο.

Ενα (μεταναστευτικό) μήνυμα από το 1922
  • του Βλάση Αγτζίδη*

Είναι αλήθεια ότι, παρότι μας χωρίζουν 100 χρόνια από την κορύφωση της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως βιώθηκε με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης, η αξιολόγησή της τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη υπολείπεται κατά πολύ της πραγματικής της σημασίας. Το 1922 υπήρξε το επιστέγασμα ενός ιστορικού μεταίχμιου που ξεκίνησε στην Εγγύς Ανατολή με το εθνικιστικό-μιλιταριστικό κίνημα των Νεότουρκων και στην υπόλοιπη Ευρώπη με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το τέλος αυτού του ιστορικού μεταίχμιου ήταν γεμάτο από ανθρώπινα συντρίμμια, χαμένες πατρίδες και ματαιωμένες ελπίδες. Για να έχουμε μια εικόνα του μεγέθους της Καταστροφής: Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα εδάφη που σήμερα καταλαμβάνει η Τουρκία, ο συνολικός πληθυσμός ήταν 10-12 εκατομμύρια. Από αυτούς, οι Ρωμιοί, οι Έλληνες, ήταν 2,2 εκατομμύρια. Αναλογικά κυμαινόταν μεταξύ του 13% και του 20% του συνολικού οθωμανικού πληθυσμού. Την ίδια εποχή οι Έλληνες της Ελλάδας ανέρχονταν σε 4,5-5 εκατομμύρια. Με το τέλος των γεγονότων, από τους Ρωμιούς της Ανατολής θα απουσιάζουν 780.000 περίπου άτομα.

Ο Βρετανός Giles Milton θεωρεί ότι η Σμύρνη ήταν μια «κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη» και ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Ξαφνιάζεται, επίσης, για το γεγονός ότι «οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».

Η προσέγγιση αυτή αναφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο στη Σμύρνη απ’ ό,τι θέλει η κυρίαρχη ιστοριογραφική προσέγγιση στην Ελλάδα. Γιατί, παρότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια έντονη αναζήτηση της πραγματικής ιστορίας, εν τούτοις για επτά και πλέον δεκαετίες μετά την καταστροφή η τραυματική εμπειρία των προσφύγων στην Ελλάδα θα εξοβελιστεί από τη δημόσια αναπαράσταση της εθνικής ιστορίας, οι πρόσφυγες θα αντιμετωπιστούν εργαλειακά, τόσο από τις δυνάμεις της εξουσίας όσο και απ’ αυτές της όποιας αντιπολίτευσης. Την ίδια στάση θα κρατήσουν και οι κυρίαρχες τάσεις της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική μνήμη θα διεκδικήσει χώρο στο κοινό εθνικό συλλογικό αφήγημα μέσα από την κινητοποίηση των ίδιων των συλλογικών φορέων του μικρασιατικού και ποντιακού ελληνισμού.

Όλη αυτή η γνώση, συμπεριλαμβανομένης και της έλευσης των επιζώντων Μικρασιατών και Ποντίων στην Ελλάδα, όπου αντιμετωπίστηκαν μάλλον με δυσθυμία, είναι πολύ χρήσιμη στις μέρες μας. Το 1922 συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών του 20ού αιώνα. Η αποσιώπηση με την οποία αντιμετώπισε για δεκαετίες η ελλαδική κοινωνία το μικρασιατικό και ποντιακό δράμα, οδήγησε σε ελαχιστοποίηση της ευαισθησίας για κάθε μορφής ανθρωπιστική καταστροφή. Και η ύπαρξη ευαισθησίας και αντανακλαστικών για το δράμα των βιαίως μετακινούμενων ανθρώπων αποτελούν αναγκαιότητα στο σήμερα, γιατί βρισκόμαστε σε άλλο ένα ιστορικό μεταίχμιο που χαρακτηρίζεται από πολέμους, πρόσφυγες και μετακινούμενους πληθυσμούς.

Ουκρανοί εγκαταλείπουν το κατεστραμμένο από τη ρωσική εισβολή Lviv με προορισμό κάποια χώρα της Ευρώπης. Με βάση το (αποσιωπημένο γενικώς) προηγούμενο υποδοχής των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρξει κατανόηση των σύγχρονων μεγάλων αλλαγών και να επιλεγεί η στάση της ανθρωπιστικής συμπεριφοράς.

Η καλή γνώση τόσο για τα ιστορικά γεγονότα όσο και για τα ζητήματα που εμφανίστηκαν τότε, μπορούν να ευαισθητοποιήσουν περισσότερο την ελλαδική κοινωνία. Ακόμα και το επιχείρημα περί παράτυπων ή «λαθραίων εισβολέων» παραπέμπει ακριβώς στον ίδιο τρόπο που η τότε μοναρχική κυβέρνηση απαγόρευσε νομοθετικά την έξοδο των Μικρασιατών, ευελπιστώντας να μην ταράξει την ηρεμία της η έλευση χιλιάδων απόκληρων, έστω κι αν αυτό σήμαινε την ολοκληρωτική εξόντωσή τους. Και την ίδια αντιμετώπιση είχαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες καθ’ όλο τον Μεσοπόλεμο. Χαρακτηριστική είναι η εξής τοποθέτηση του Γεωργίου Βλάχου σε κύριο άρθρο της «Καθημερινής»: «Το σύμβολον της Παλαιάς Ελλάδος εκπορθείται και βεβηλώνεται από την προσφυγικήν αγέλην» (16/7/1928).

Οπότε η ελλαδική κοινωνία θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερο ανεκτική στα νέα κύματα προσφύγων και μεταναστών, που ούτως ή άλλως είναι αποτέλεσμα μιας αναπόφευκτης και αναπότρεπτης πλανητικής διαδικασίας. Με δυο λόγια: η ελληνική εμπειρία της Μικρασιατικής Καταστροφής μπορεί να λειτουργήσει παιδαγωγικά και φρονηματιστικά, ώστε να υπάρξει κατανόηση των σύγχρονων μεγάλων αλλαγών και να επιλεγεί η στάση της ανθρωπιστικής συμπεριφοράς προς τους μετακινούμενους πληθυσμούς από την κυνική απόρριψη.

*Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας - Μαθηματικός. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τον σοβιετικό Μεσοπόλεμο και την ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού, με τη διαδικασία μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην εποχή των εθνών-κρατών και με την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

v