Εμπόδια στον δρόμο για την κάλπη

Τα social media, τα fake news και η γραφειοκρατία επηρεάζουν καταλυτικά ή εμποδίζουν τη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, αποδυναμώνοντας τη φωνή των πολιτών.

Εμπόδια στον δρόμο για την κάλπη
  • της Farah Nayeri*

«Eίμαι πολύ γέρος για TikTok;».

Στις εκλογές της Κολομβίας τον Ιούνιο 2022, ο 77χρονος υποψήφιος πρόεδρος Rodolfo Hernàndez κέρδισε τόσο πολλή δημοτικότητα με τα προωθητικά video που ανέβαζε στα κοινωνικά δίκτυα, που… κόντεψε να αρπάξει τη νίκη και να βρεθεί στην κορυφαία πολιτειακή θέση της χώρας. Αστειεύτηκε μπροστά στην κάμερα για την ηλικία του και πόζαρε με πλήθος ενθουσιασμένων νεαρών υποστηρικτών του, δίνοντας με «λαϊκό» τρόπο ένα μήνυμα ενάντια στη διαφθορά, το οποίο κέρδισε εκατομμύρια «likes».

Τελικά ηττήθηκε στον επαναληπτικό γύρο από τον Gustavo Petro, τον πρώτο Αριστερό πρόεδρο της χώρας και πρώην αντάρτη, αλλά ο κ. Hernàndez είχε καταφέρει να κερδίσει το 47,35% των ψήφων έναντι 50,42% του αντιπάλου του. Γνωστός ως «ο Donald Trump της Κολομβίας», ο πρώην δήμαρχος, που είχε συνδέσει την υποψηφιότητά του με την καταπολέμηση της διαφθοράς, τελικά επιβαρύνθηκε με κατηγορίες για διαφθορά.

Ήταν υπέρμαχος της λιτότητας και οι πολιτικές του οδήγησαν σε απεργία πείνας τους εργαζόμενους στον δήμο του, ενώ ως μεγιστάνας των κατασκευών έδωσε υπόσχεση να κατασκευάσει 20.000 σπίτια για τους φτωχούς, την οποία ποτέ δεν έκανε πράξη.

Η καμπάνια του Rodolfo Hernàndez στο TikTok ήταν μία από τις «χτυπητές» περιπτώσεις που συζητήθηκαν στο Athens Democracy Forum 2022.

Ο Stephen King, διευθύνων σύμβουλος του Luminate -φιλανθρωπικό ίδρυμα με σκοπό την ενίσχυση των δικαιωμάτων των πολιτών και το δικαίωμα στην πληροφόρηση-, χρησιμοποίησε το παράδειγμα από την Κολομβία για να δείξει με ποιον τρόπο τα social media μετατρέπονται σε κύρια κανάλια για πολιτικές εκστρατείες και σε πηγές πληροφόρησης. Όπως είπε, πρόσφατη έρευνα σε τέσσερις χώρες της Λατινικής Αμερικής έδειξε ότι οι νεότερες γενιές ενημερώνονται από «πολύ διαφορετικές πηγές» σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές. «Τα όρια μεταξύ ειδήσεων, πολιτικής και διασκέδασης είναι θολά, κάτι που προκαλείται από τις εταιρείες social media», ανέφερε ο κ. King. «Τώρα αρχίζουν να υπαγορεύουν τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος καταναλώνει την πληροφορία».

Η σύγχυση μεταξύ γεγονότος, διασκέδασης και επινοημένης ιστορίας προκαλεί όλο και μεγαλύτερες ανησυχίες στις αίθουσες σύνταξης ειδήσεων των ΜΜΕ και πέρα από αυτές. Τον Δεκέμβριο 2021, ο Αμερικανός πρόεδρος Joe Biden ανακοίνωσε ότι η Υπηρεσία των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International Development) θα κάνει δωρεά 30 εκατ. δολαρίων στο νεοσυσταθέν Διεθνές Ταμείο για Μέσα Δημοσίου Ενδιαφέροντος, του οποίου αποστολή είναι να στηρίζει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία σε όλο τον κόσμο. Ο κ. Biden χαρακτήρισε την ελευθερία του Τύπου «θεμέλιο της δημοκρατίας» και πρόσθεσε ότι απειλείται σε κάθε επίπεδο παγκοσμίως.

Η ελλιπής πληροφόρηση και η παραπληροφόρηση ήταν δύο σημεία που ταυτοποιήθηκαν ως πιθανές απειλές για τη δημοκρατία στο Athens Democracy Forum 2022. Μία άλλη ήταν τα εμπόδια στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου -ειδικά στις ΗΠΑ.

Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν, η Νοτιοαφρικανή επικεφαλής προγραμματισμού του νέου Διεθνούς Ταμείου για Μέσα Δημοσίου Ενδιαφέροντος Khadija Patel ανακάλεσε εμπειρίες της από την περίοδο που διατελούσε αρχισυντάκτρια της «Mail & Guardian», μιας μεγάλης εφημερίδας της Νότιας Αφρικής με ιστορικό αποκάλυψης περιπτώσεων διαφθοράς και εγκληματικών ενεργειών. Όπως ανέφερε, σταδιακά είδε τον εαυτό της να προΐσταται σε ένα τμήμα στο οποίο γίνονταν απολύσεις επί απολύσεων. Τελικά αποχώρησε, καθώς «δεν υπήρχε πλέον κάποιο επιχειρηματικό μοντέλο υποστήριξης της μαζικής ενημέρωσης».

Ο Donald Martin, πρώην εκδότης της καθημερινής εφημερίδας της Σκωτίας «The Herald», συμφώνησε ότι κατά την τελευταία δεκαετία κυριάρχησαν οι αναδιαρθρώσεις προσωπικού και η ανησυχητική άνοδος των social media. Θυμήθηκε μια περίπτωση στην οποία ένα δυνατό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ δέχθηκε τόση επίθεση από το ενδιαφερόμενο μέρος, του οποίου τα δυσφημιστικά για το μέσο tweets αναπαράχθηκαν σε τέτοια έκταση, ώστε έκαναν ζημιά στην εικόνα της εφημερίδας. «Τα fake news δεν είναι κάτι νέο. Το πρωτοφανές είναι η κλίμακα διακίνησής τους», είπε ο κ. Martin. «Ψέματα λέγονται εδώ και χιλιάδες χρόνια, αλλά δεν νομίζω ότι ήταν ποτέ τόσο εκλεπτυσμένα, τόσο πιστευτά ή τόσο εύκολο να διαδοθούν».

Στην εποχή μας, μόλις μια ψευδής πληροφορία εμφανιστεί online, «έχεις 30 λεπτά να την καταρρίψεις πριν αρχίσει να ξεφεύγει», είπε. «Αλλιώς διαδίδεται μέσω αλγόριθμων και με τη βοήθεια ενός κοινού που τη δέχεται άκριτα και που φαίνεται να χαίρεται το γεγονός ότι είναι παγιδευμένο στον αντίλαλο που παράγει το ίδιο».

Για να στρωθεί ο δρόμος για ένα καλύτερο μέλλον, τα σχολεία θα πρέπει «να διδάξουν στα παιδιά τις παγίδες και τα οφέλη των κοινωνικών δικτύων» και την «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελευθερία του Τύπου».

Η Ουκρανή δημοσιογράφος Anna Romandash, η οποία κάλυπτε θέματα εγκλημάτων πολέμου και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τότε που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή στην πατρίδα της, είπε ότι η Ρωσία έχει πάει τον πόλεμο της πληροφορίας ένα βήμα πιο κάτω. Όπως ανέφερε, προηγουμένως υπήρχαν δύο πραγματικότητες: τα fake news έναντι των εξακριβωμένων γεγονότων, που μεταδίδονταν από κάποιον παραδοσιακό οργανισμό ΜΜΕ. Μετά υπήρχε «πολλή κρατικά προωθούμενη προπαγάνδα -για παράδειγμα από τη Ρωσία-, η οποία δεν είχε κατ’ ανάγκην σκοπό να δημιουργήσει fake news, αλλά σκόπευε στην υπονόμευση της αλήθειας».

Ως αποτέλεσμα, σήμερα στη Ρωσία «δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκδοχές διαφορετικών ιστοριών», πρόσθεσε. Αυτό έκανε τα social media «μεγάλο κίνδυνο», επειδή ορισμένοι άνθρωποι, ειδικά εκείνοι που «μπορεί να μην έχουν μεγάλες ικανότητες ψηφιακής εγγραμματοσύνης», δεν μπορούν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από την ανακρίβεια.

Φυσικά, ο όρος fake news ποτέ δεν χρησιμοποιούνταν περισσότερο όσο κατά τη διάρκεια της προεδρίας Trump. Ο κ. Trump κατηγορούσε τους βασικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς για διάδοση ψευδών πληροφοριών. Στο μεταξύ, οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί κατέγραψαν περιστάσεις στις οποίες ο πρόεδρος ψευδόταν. Ακόμη και χωρίς τον κ. Trump, όμως, η δημοσιογραφία εξακολουθεί να δοκιμάζεται στις ΗΠΑ.
Το ίδιο ισχύει και με το δικαίωμα των πολιτών στο εκλέγειν, όπως έκανε σαφές ένα άλλο πάνελ του Forum για την κατάσταση της αμερικανικής δημοκρατίας.

Η Carol Anderson, καθηγήτρια Αφρoαμερικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Emory στην Georgia και δημιουργός του ντοκιμαντέρ με τίτλο «I, Too», ξεκίνησε τη συζήτηση με μια επείγουσα έκκληση: να απλουστευθεί η εγγραφή νέων ψηφοφόρων.

«Ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να αναγνωρίσουμε σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, είναι ότι έχουμε την εμφάνιση αυτών που αποκαλούμε “νόμοι καταπίεσης του ψηφοφόρου”», είπε. «Οι νόμοι αυτοί στόχευσαν σε ομάδες-κλειδιά του πληθυσμού, ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτές θα αντιμετωπίσουν αλλεπάλληλα εμπόδια μέχρι να αποκτήσουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν». Αυτές οι ομάδες κατηγορούνται μετά ότι δεν ψηφίζουν, όταν στην πραγματικότητα αντιμετώπισαν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν «εμπόδια που μοιάζουν να είναι κοινά για όλους, αλλά έχουν φυλετική στόχευση. Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να απαλλαγούμε από τα εμπόδια σε ό,τι αφορά το εκλέγειν».

Η κ. Anderson επεσήμανε ορισμένα από τα εμπόδια. Στο Τέξας, για να έχει κάποιος δικαίωμα να ψηφίσει, απαιτείται να διαθέτει κάποια πιστοποίηση ταυτότητας από κυβερνητική υπηρεσία, με τη φωτογραφία του. Όπως είπε, η σπουδαστική ταυτότητα από πολιτειακό πανεπιστήμιο δεν είναι έγκυρη, ενώ η άδεια κατοχής όπλου είναι.

Η πολιτεία της Αλαμπάμα απαιτεί να έχει εκδοθεί ταυτότητα ψηφοφόρου, ενώ η κάρτα λαϊκής στέγασης (Public Housing ID) δεν αρκεί. Το 71% των ανθρώπων που στεγάζονται μέσω προγραμμάτων λαϊκής στέγασης στην Αλαμπάμα είναι Αφροαμερικανοί και, για πολλούς, η συγκεκριμένη κάρτα είναι η μοναδική πιστοποίηση που διαθέτουν, εξήγησε.

Παρόμοια εμπόδια αντιμετωπίζουν και οι ινδιανικής καταγωγής πολίτες, ανέφερε ένα άλλο μέλος του πάνελ, η Lisa Witter, συνιδρύτρια της Apolitical, ενός οργανισμού ιδιωτικού δικαίου που βοηθά κυβερνήσεις και δημόσιους υπαλλήλους να προσφέρουν καλύτερα αποτελέσματα και υπηρεσίες.

Πρώτα απ’ όλα, είπε, χρειάζεσαι ταχυδρομική διεύθυνση για να ψηφίσεις, κάτι που δεν έχουν οι ινδιανικής καταγωγής Αμερικανοί που ζουν σε καταυλισμούς.

Σύμφωνα με την κ. Witter, υπάρχουν 560.000 θέσεις εκλεγμένων στις ΗΠΑ. Αν οι ινδιανικής καταγωγής Αμερικανοί εκπροσωπούνταν αναλογικά, θα έπρεπε οι 17.000 από τους εκλεγμένους αξιωματούχους να ανήκουν στην πληθυσμιακή αυτή ομάδα. Κι όμως, σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχουν μόλις 200 εκλεγμένοι Αμερικανοί ινδιανικής καταγωγής.

«Αυτό ακούγεται άσχημο, αλλά εδώ υπάρχει μια ευκαιρία», είπε η κ. Witter και παρέπεμψε στην τρέχουσα «πλημμύρα πολιτικής επιχειρηματικότητας» στις ΗΠΑ, όπου ο κόσμος των επιχειρήσεων που διαθέτει τα μέσα υπερασπίζεται τη δημοκρατία με όποιον τρόπο μπορεί.

Η Dawn Nakagawa, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Berggruen Institute (του οποίου αποστολή είναι να βοηθά να δημιουργηθούν δημοκρατικοί θεσμοί για τον 21ο αιώνα), ακούστηκε αντίστοιχα αισιόδοξη. Όπως είπε, την ίδια ώρα που είναι «πολύ ανήσυχη και πολύ απαισιόδοξη» σε ό,τι αφορά βραχυπρόθεσμα την αμερικανική δημοκρατία, οι Αμερικανοί «επανεφευρίσκουν τι σημαίνει “δημοκρατία από και για τους ανθρώπους” και ξαναχτίζουν θεσμούς και αρχές που δεν εξαρτώνται τόσο από εκλογικές διαδικασίες».

«Αυτή είναι στ’ αλήθεια μια ενθαρρυντική κατάσταση, που δεν υπήρχε πέντε χρόνια πριν», είπε. Σε βάθος χρόνου, νομίζω ότι θα έχουμε μια απίστευτη και επινοημένη εκ νέου δημοκρατία. Νομίζω ότι αυτό θα συμβεί στις ΗΠΑ, λόγω του σημείου κρίσης στο οποίο βρισκόμαστε». Αν, μάλιστα, η δημοκρατία επινοηθεί ξανά στις ΗΠΑ, «θα διαδοθεί ταχύτερα».

Η κ. Anderson, η καθηγήτρια του Emory, βρίσκει λόγους για να είναι αισιόδοξη, καθώς ως ιστορικός προσεγγίζει το παρόν με μακροπρόθεσμη προοπτική. «Κάθε φορά που η δημοκρατία δέχτηκε προκλήσεις από δυνάστες, έχει νικήσει», είπε. «Η αναζήτηση, η δίψα για δημοκρατία είναι τόσο αληθινή και τόσο έντονη, ώστε οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν γι’ αυτήν».

*Η κα Farah Nayeri γράφει για την τέχνη και τον πολιτισμό στην Ευρώπη. Συγγραφέας του βιβλίου «Takedown: Τέχνη και εξουσία στην ψηφιακή εποχή»

© 2022 The New York Times Company and Farah Nayeri


v