Η ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς εκθειάζεται για τον δυναμισμό και την αποδοτικότητά της. H ηθικότητά της, όμως, είναι αμφιλεγόμενη και απηχεί, μεταξύ άλλων, το νόημα και τη βαρύτητα εθιμικών κανόνων, νόμων και θεσμών, οι οποίοι οροθετούν τις ιδιωτικές συναλλαγές. Η οικονομική θεωρία, ωστόσο, αναγνωρίζει τη συστηματική απώλεια αποδοτικότητας στην οικονομία της αγοράς και, ειδικότερα, εξηγεί τις αιτίες εκδήλωσης μιας τέτοιας αποτυχίας -της αστοχίας του μηχανισμού των τιμών ως προς τη βέλτιστη κατανομή πόρων και αγαθών.
Για παράδειγμα, το ολιγοπώλιο, οι εξωτερικότητες, η ατελής ή και ασύμμετρη πληροφόρηση, καθώς και η συχνότητα ή και διάρκεια των επιχειρηματικών κύκλων (και συνεπώς, η αδυναμία προσέγγισης ή διατήρησης της πλήρους απασχόλησης) θεωρούνται βασικές αιτίες μείωσης της αποδοτικότητας.
Παρ’ όλα αυτά, το οικονομικό επιχείρημα τείνει να εξαντλείται στο επιφανειακό -τούτο δεν ακυρώνει ασφαλώς τη θεωρητική εκλέπτυνση των Οικονομικών. Επιγραμματικώς, η αποτυχία της αγοράς είναι (και) μία ηθική αποτυχία και, συνεπώς, η ήδη αμφιλεγόμενη ηθικότητα της ανταγωνιστικής αγοράς υπονομεύεται περαιτέρω.
Ειδικότερα, οι αιτίες της αγοραίας αποτυχίας δεν έχουν λειτουργικό χαρακτήρα απλώς και μόνο, αλλά προκύπτουν (μερικώς) και πιθανώς οξύνονται ως αποτέλεσμα αξιακών, κανονιστικών και θεσμικών επιλογών, οι οποίες έχουν συχνά ιστορικό βάθος. Το ολιγοπώλιο, οι εξωτερικότητες, η ασύμμετρη πληροφόρηση δεν είναι άμοιρες της αμοιβαίας καχυποψίας των συναλλασσομένων, του φθόνου, της απληστίας, της διαφθοράς, της δυσπιστίας προς τους θεσμούς, της συγκέντρωσης της οικονομικής ισχύος, των διαφορών ως προς τη μόρφωση, αλλά και ως προς την εμπειρία και τις παραστάσεις βίου. Δεν είναι άμοιρες, κατ’ επέκταση, της οικονομικής ανισότητας.
Και η απώλεια αποδοτικότητας στην οικονομία της αγοράς ανατροφοδοτεί και επιδεινώνει την ηθική αποτυχία της τελευταίας. Η οικονομική και ηθική αποτυχία της αγοράς, λοιπόν, δεν (μπορεί να) αποδίδεται, ίσως όχι κυρίως, στις αστοχίες του μηχανισμού των τιμών. Σε ικανό βαθμό οφείλεται στην άνιση -για κάποιους πλεονεκτική και για άλλους μειονεκτούσα- θέση των συναλλασσομένων. Με άλλα λόγια, η αδύναμη κοινωνική πλαισίωση της αγοράς -οι ελευθεριστές διακηρύσσουν την αγοραία πλαισίωση της κοινωνίας- προοιωνίζεται την εξασθένηση των επιδόσεων, συνάμα και την αμφισβήτηση της ηθικής νομιμοποίησης της οικονομίας της αγοράς.
Η ηθικώς αδιάτρητη και οικονομικώς επωφελής μεταρρύθμιση των κανόνων και των θεσμών που οριοθετούν τις αγοραίες συναλλαγές, η εύτακτη κοινωνία, προϋποθέτει την πολιτική συμμετοχή των συναλλασσομένων και, σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική ισότητα συνιστά τη βασική αρχή.

Απεργιακή συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος. Η άρση της εργασιακής και εισοδηματικής επισφάλειας, καθώς και η ενίσχυση των θεσμών βιομηχανικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του εκδημοκρατισμού της εταιρικής διακυβέρνησης, συμβάλλουν στην εξισορρόπηση της διαπραγματευτικής ισχύος εργοδοτών και εργαζομένων, σημειώνει ο Νίκος Κουτσιαράς.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση έχει ως πιθανά επακόλουθα, πρώτον, την άμβλυνση των τριβών ανάμεσα στην ατομική ιδιωφελή συμπεριφορά και το ηθικώς πράττειν και, δεύτερον, τον εμπλουτισμό των επιθυμιών και την αναδιάταξη των προτιμήσεων, οι οποίες αποκαλύπτονται στις ιδιωτικές συναλλαγές.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση, επίσης, καλεί στην ανασύνταξη της οικονομικής πολιτικής. Η εισαγωγή βελτιωτικών παρεμβάσεων -καθ’ υπόδειξη της ανάλυσης οφέλους και κόστους- είναι αναγκαία, δεν είναι όμως και επαρκής. Η οικονομική πολιτική καλείται να αποκαταστήσει τις υλικές προϋποθέσεις της πολιτικής ισότητας, μεταξύ άλλων αποβλέποντας στην άρση της αδικαιολόγητης ανισότητας -μια ομολογουμένως διαφιλονικούμενη έννοια- συμπεριλαμβανομένης σε κάθε περίπτωση της ανισότητας ως προς τις ευκαιρίες.
Το 1942 ο Ουίλιαμ Μπέβεριτζ, ο σπουδαιότερος μεταρρυθμιστής του 20ού αιώνα, έθεσε ως πολιτική προτεραιότητα την εκρίζωση των πέντε «γιγαντιαίων κακών» – με αυτόν τον χαρακτηρισμό περιέγραφε την ανάγκη, την αρρώστια, την άγνοια, την εξαθλίωση και την αδράνεια. Και το κράτος ευημερίας εκπλήρωνε, πράγματι, τα υλικά προαπαιτούμενα της πολιτικής ισότητας. Τι είδους πολιτικές θα υπηρετούσαν σήμερα αυτή την επιταγή;
Ο αγώνας ανάμεσα σε τεχνολογία και εκπαίδευση είναι, εκ των πραγμάτων, άνισος και η έκβαση κοινωνικώς τραυματική και, πιθανώς, οικονομικώς σπάταλη. Η (βιομηχανική) πολιτική μπορεί να κατευθύνει την τεχνολογία προς κοινωνικώς επωφελείς δραστηριότητες, για παράδειγμα, μειώνοντας τη φορολογική επιδότηση της επένδυσης σε καινοτομίες υποκατάστασης της εργασίας ή αυξάνοντας τη δημόσια δαπάνη για έρευνα και τεχνολογία και, ως εκ τούτου, αποκτώντας έλεγχο της τεχνολογικής μεταβολής.
Εκ παραλλήλου, ο θεωρητικός και φιλοσοφικός εμπλουτισμός των ακαδημαϊκών σπουδών γενικώς -αντί της έμφασης στις επαγγελματικές δεξιότητες- και, ιδίως, η ενθάρρυνση των σπουδών στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες υπόσχονται την ενδυνάμωση της κριτικής θεώρησης της τεχνολογικής προόδου και, πιθανότατα, υποκινούν την πολιτική συμμετοχή.
Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, η άρση της εργασιακής και εισοδηματικής επισφάλειας, καθώς και η ενίσχυση των θεσμών βιομηχανικής δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένου του εκδημοκρατισμού της εταιρικής διακυβέρνησης, συμβάλλουν στην εξισορρόπηση της διαπραγματευτικής ισχύος εργοδοτών και εργαζομένων.
Η προοδευτική φορολογία και, ειδικότερα, η φορολογία του πλούτου, μεταξύ άλλων, στοιχειοθετούν την αναδιανεμητική προϋπόθεση της πολιτικής ισότητας – και πιθανότατα συντελούν στη διεύρυνση του «δημοσιονομικού χώρου».
Τέλος, η θεσμική αναβάθμιση της λογοδοσίας των κεντρικών τραπεζών και, κυρίως, η εναρμόνιση της νομισματικής πολιτικής -και της μακροπροληπτικής εποπτείας- προς τη «συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας» της πολιτείας αποκρίνονται στην αμφίδρομη σχέση οικονομικής ανισότητας και νομισματικής πολιτικής -και στην ανάγκη χρηματοπιστωτικής υποστήριξης της επιθυμητής αναδιάρθρωσης των οικονομιών, πρωτίστως της οικολογικής μετάβασής τους.
Προς υπεράσπιση των Οικονομικών, ας σημειωθεί ότι η σύγχρονη μακροοικονομική θεωρία διαφωτίζει, σε ικανό βαθμό, το χρέος των ιθυνόντων.
*O κ. Νίκος Κουτσιαράς είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης). Το τελευταίο βιβλίο του επιγράφεται «Ηθική της Μακροοικονομικής» (Εκδόσεις Παπαζήση, 2024).