Τα τελευταία χρόνια, η Αθήνα, όπως και αρκετές περιοχές της ελληνικής επαρχίας βιώνουν μια έντονη μεταμόρφωση λόγω του λεγόμενου «gentrification», δηλαδή της αναβάθμισης περιοχών μέσω επενδύσεων σε ακίνητα, τουριστικών υποδομών και αλλαγών στη χρήση γης.
Η διαδικασία αυτή, που συχνά συνδέεται με την αύξηση του τουρισμού αλλά και της τουριστικής επενδυτικής δραστηριότητας σε βάρος άλλων τομέων, μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και μια σειρά προκλήσεων που σχετίζονται κυρίως με την κοινωνική συνοχή, με την παραδοσιακή ταυτότητα των προορισμών την αλλαγή της ποιότητας ζωής των μόνιμων κατοίκων.
Ωστόσο, χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό, το «gentrification» μπορεί να οδηγήσει σε πλήθος προβλήματα όπως λ.χ. στον εκτοπισμό των μόνιμων κατοίκων, κυρίως λόγω της αύξησης των ενοικίων και του συνολικού κόστους ζωής. Επιπλέον, οι μικρές τοπικές επιχειρήσεις συχνά δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις τουριστικές επενδύσεις, ενώ η υπερβολική «τουριστικοποίηση» αλλάζει καταλυτικά τον χαρακτήρα της κάθε γειτονιάς, μετατρέποντάς τη σε «εμπορευματοποιημένο χώρο» που εξυπηρετεί μεν τους επισκέπτες, αλλά όχι και την τοπική κοινότητα στην καθημερινότητά της.
Αυτό απέχει ως ζητούμενο και από τους στόχους του ίδιου του τουρισμού, ο οποίος εξ ορισμού υπηρετεί και αναζητά την αλληλεπίδραση του επισκέπτη με το ντόπιο στοιχείο και την επαφή του με τα αυθεντικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προορισμών -που οφείλουν να διασώζονται με φιλοσοφία και πρακτικές αειφορία - και να αναδεικνύονται.
Για να διασφαλιστεί ότι η τουριστική ανάπτυξη δεν θα πλήξει την κοινωνική συνοχή, είναι σαφές ότι απαιτείται σωστός σχεδιασμός και ισορροπία μεταξύ τουριστικών υποδομών - επενδύσεων και κοινωνικής πολιτικής. Οι υποδομές κάθε περιοχής επίσης πρέπει να παρακολουθούν τις τάσεις και να προσαρμόζονται ανάλογα με την αυξανόμενη ζήτηση, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα των πόλεων, την καλή εξυπηρέτηση πολιτών και επισκεπτών και τη διατήρηση της πολιτιστικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας.
Ορθές πρακτικές, όπως ο καθορισμός ζωνών τουριστικής ανάπτυξης, η ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων, η στήριξη των τοπικών επιχειρήσεων και η συνεργασία μεταξύ φορέων και επιχειρήσεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα μέσα από συνέργειες, μπορούν να βοηθήσουν στην εξισορρόπηση των επιπτώσεων του «gentrification».
Ειδικά για την αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αττική, αξίζει να επισημάνουμε πως επεκτείνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια, με τον αριθμό των διαθέσιμων μονάδων να αυξάνεται κατά περίπου 16% μεταξύ 2023 και 2024, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 30.000 καταλύματα και τις 137.499 κλίνες. Αλλά και όσον αφορά τα ενοικιαζόμενα δωμάτια - διαμερίσματα (έως 5 κλειδιά) καταγράφηκε αύξηση των μονάδων κατά 37% στην Αττική το 2024 σε σύγκριση με το 2019, από 896 μονάδες σε 1.231.
Η αναφορά στη βραχυχρόνια μίσθωση δεν γίνεται γιατί δεν αναγνωρίζουμε οι ξενοδόχοι τις νεότερες τάσεις στο ταξίδι και στη διαμονή, όπως συχνά μας καταλογίζουν. Γίνεται καθώς χρειάζεται να τηρούνται οι αναγκαίες ισορροπίες ποσότητας και ποιότητας στον τουριστικό χάρτη κάθε προορισμού και μια κατανομή στην προσφορά τύπου καταλυμάτων, ανάλογα με τη ζήτηση αλλά και τις πραγματικές ανάγκες διαμονής όλων (κατοίκων και επισκεπτών).
Μπορούμε να συνυπάρχουμε αρμονικά και χωρίς στοιχεία αθέμιτου ανταγωνισμού όλοι, ξενοδοχεία όλων των κατηγοριών, αλλά και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα - δωμάτια και καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης όλων των κατηγοριών και για κάθε βαλάντιο, αλλά στο μέτρο εκείνο που θα επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία μας σε σχέση με τη λειτουργία της ίδιας της κοινωνίας.
Ως κλάδος απαιτούμε αυστηρότερα μέτρα, αντιλαμβανόμενοι πλήρως τις επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης γιγάντωσης της βραχυχρόνιας μίσθωσης για την πόλη μας και τους κατοίκους της. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν σκεφτόμαστε αναλόγως και για τον ρυθμό ανάπτυξης σε ξενοδοχειακές υποδομές και κλίνες. Με ανάλογο τρόπο θα πρέπει να εντοπίζονται οι περιοχές που έχουν ήδη ικανό αριθμό μονάδων, ικανό δωματίων και κλινών ανά κατηγορία - και οι όποιες νέες επενδύσεις θα ήταν σκόπιμο να στρέφονται με κίνητρα προς περιοχές που πρέπει και μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω. Κίνητρα, προτείνεται να δίνονται επίσης -και κυρίως- για την ανανέωση και ανακαίνιση των υφιστάμενων μονάδων προκειμένου ο κάθε προορισμός να παραμένει διαρκώς ανταγωνιστικός.
*O κ Ευγένιος Βασιλικός είναι Πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών (ΕΞΑ)