Κάποια στιγμή το 2024 βίωσα κάποιες στιγμές ευτυχίας όταν ο Evan Gershkovich επέστρεψε στους γονείς του και η Lilia Chanysheva στον σύζυγό της, όταν ο Vladimir Kara-Murza αντίκρισε το φως του ήλιου μετά από 11 μήνες στην απομόνωση και όταν ο Ilya Yashin και ο Sasha Skochilenko ξανακέρδισαν την ελευθερία τους. Φοβάμαι, ωστόσο, για εκείνους τους πολιτικούς κρατούμενους που παραμένουν στις ρωσικές φυλακές. Αν δεν υπάρχουν ανάμεσά τους Αμερικανοί, Γερμανοί ή Βρετανοί, θα βρεθεί κάποιος να τους υπερασπιστεί;
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρειαζόταν να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο για να νικηθεί ο φασισμός. Στη σημερινή μάχη κατά του υφέρποντος αυταρχισμού, τα δημοκρατικά κράτη έχουν έως τώρα στρέψει όλες τις προσπάθειές τους στο να υπερασπιστούν πολιτικές αρχές. Υπάρχει, όμως, επείγουσα ανάγκη να ανοίξει ένα «δεύτερο μέτωπο» προς υπεράσπιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, με επίκεντρο την τήρηση των δικαιωμάτων των πολιτικών κρατούμενων.
Χάρη στο YouTube και τα social media είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε τη μοίρα των κρατουμένων που απελευθερώθηκαν. Έκτοτε, ωστόσο, λίγα πράγματα μαθαίνουμε γι’ αυτούς που είναι ακόμα πίσω φυλακισμένοι, καθώς η ρωσική κυβέρνηση μπλόκαρε αυτά τα κανάλια επικοινωνίας. Μόνο τα υπολείμματα του ελεύθερου λόγου που ακόμη υπάρχουν στη Ρωσία μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε τις φρικτές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι στις φυλακές.
Ανάμεσα σε εκείνους που παραμένουν φυλακισμένοι είναι και ο μηχανικός Vladimir Rumyantsev, ο οποίος κήρυξε τον πόλεμο στη λογοκρισία και άνοιξε τον δικό του ραδιοφωνικό σταθμό στην πόλη Vologda της Βόρειας Ρωσίας. Στη Σιβηρία, ο Mikhail Afanasyev, ο εκδότης του on line περιοδικού «Novy Fokus», εκτίει ποινή πεντέμισι ετών για το ρεπορτάζ του σχετικά με 11 στρατιωτικούς που αρνήθηκαν να πάνε στην Ουκρανία. Ένα δικαστήριο στην πόλη Akaban τον καταδίκασε για διασπορά ψευδών πληροφοριών σχετικά με την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» - όπως αποκαλείται στη Ρωσία ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Η σκηνοθέτρια Yevgeniya Berkovich και η θεατρική συγγραφέας Svetlana Petriychuk ρίχτηκαν στη φυλακή και κατηγορήθηκαν για υποστήριξη της τρομοκρατίας, αφού η Berkovich ανέβασε το έργο της Petriychuk «Finist, το γενναίο γεράκι», το οποίο μιλά για την ιστορία γυναικών που πείστηκαν να γίνουν σύζυγοι μαχητών στη Συρία.
Μέχρι τις 30 Μαρτίου 2022, μόλις περίπου ένα μήνα μετά την έναρξης της πλήρους κλίμακας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το ρωσικό κράτος είχε μπλοκάρει τη λειτουργία των περισσότερων ανεξάρτητων ΜΜΕ στη χώρα. Αυτή η πληροφορία δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη.
Τα ανεξάρτητα από τον κρατικό έλεγχο ΜΜΕ συχνά θεωρούνται εμπόδια στη διεξαγωγή του πολέμου. Κάνουν ερωτήσεις για τους λόγους της σύγκρουσης, το κόστος των επιχειρήσεων, τις απώλειες και τα αποτελέσματα των μαχών. Ως αποτέλεσμα αυτών των απαγορεύσεων, εκατοντάδες Ρώσοι δημοσιογράφοι βρίσκονται τώρα στην εξορία. Πολλοί από αυτούς έχουν καταδικαστεί ερήμην σε πολλά χρόνια φυλάκισης, ενώ αρκετοί απ’ όσους δεν έφυγαν από τη χώρα βρίσκονται στη φυλακή.
Όσοι έχουν κάποια επιρροή -ΜΜΕ, διεθνείς οργανισμοί, κράτη, θρησκευτικοί ηγέτες- δεν θα πρέπει να ντρέπονται να προτείνουν συμφωνίες που θα αφορούν όχι μόνο αιχμαλώτους πολέμου, αλλά και αυτούς τους πολιτικούς κρατούμενους. Με το να μη θέλουν να πολεμήσουν, οι πολίτες αυτοί βρέθηκαν να στέκονται μόνοι τους απέναντι σε ένα κράτος που έχει κάνει δόγμα του την αιματοχυσία.
Πριν από κάποιους μήνες, η αστυνομία συνέλαβε έναν φίλο μου, τον Sergei Sokolov, αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Novaya Gazeta».
Η εφημερίδα δημοσίευσε ένα ρεπορτάζ και ένα βίντεο για τα ορφανά που προσκλήθηκαν να υπογράψουν συμβόλαιο με το ρωσικό υπουργείο Άμυνας για να πάνε να πολεμήσουν στην Ουκρανία. Ένα από αυτά είπε στους δημοσιογράφους: «Δεν θα χύσω το αίμα κάποιου. Δεν θέλω να έχω αίμα στα χέρια μου». Αυτή η φράση είναι ο λόγος για τον οποίο συνελήφθη ο Sokolov. Η επίσημη αναφορά για την κράτησή του έλεγε: «Το συγκεκριμένο απόσπασμα περιέχει ενδείξεις δυσφήμισης των πράξεων των ρωσικών κυβερνητικών δομών, οι οποίες διεξάγουν την ειδική στρατιωτική επιχείρηση».
Ουσιαστικά ο Sokolov κατηγορήθηκε για δυσφήμιση του ρωσικού στρατού. Αν και παραμένει ελεύθερος, η έρευνα μένει να ολοκληρωθεί και η ίδια η υπόθεση είναι αποκαλυπτική. Δείχνει ότι στην πραγματικότητα η επιθυμία κάποιου να μη χύσει αίμα μπορεί να είναι έγκλημα κατά του ρωσικού κράτους. Η σκληρότητα έχει καταστεί μέρος του νέου ρωσικού πατριωτισμού.

Προσωπικό της TV Rain, ενός ανεξάρτητου ρωσικού σταθμού, μαζεύει τα πράγματά του μετά την ανακοίνωση του κλεισίματός του στη Μόσχα, στις 23 Μαρτίου 2022. Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και μετά, τα περισσότερα ανεξάρτητα ΜΜΕ στη χώρα έχουν απαγορευθεί ή έχει μπλοκαριστεί η λειτουργία τους.
Ο πόλεμος, η λογοκρισία και η καταστολή είναι τρία εργαλεία που η Ρωσία χρησιμοποιεί για να χτίσει ένα νέο κράτος, στο οποίο τα δικαιώματα του ίδιου του κράτους αξιολογούνται ως σημαντικότερα από εκείνα των ατόμων. Αυτό είναι ένα στρατιωτικό κράτος, ένα κράτος στο οποίο ο θάνατος για τη μητέρα-πατρίδα είναι πιο σημαντικός από τη ζωή. Και το κράτος πληρώνει καλά για τον θάνατο. Αν ένας στρατιωτικός πεθάνει στη μάχη, η οικογένειά του λαμβάνει περισσότερα από 150.000 δολάρια, ένα ποσό που συνήθως θα χρειαζόταν 20 ή 25 χρόνια δουλειάς για να το κερδίσει. Η επένδυση στον ίδιο σου τον θάνατο έχει καταστεί επικερδής δραστηριότητα. Πεθαίνοντας στο πεδίο τη μάχης, φροντίζεις την οικογένειά σου.
Ακόμη και η ρωσική ορθόδοξη εκκλησία, καθώς απομακρύνεται από τη διακονία του Χριστού, εξυψώνει τη λατρεία του θανάτου. Ο μητροπολίτης του Murmansk, Mitrofan Badanin, είπε στο εκκλησίασμά του: «Αν σας δοθεί μια καλή ευκαιρία να πεθάνετε, μη διστάσετε να κάνετε αυτό το βήμα, γιατί δεν μπορείτε να ξέρετε αν μια τέτοια ευκαιρία θα σας παρουσιαστεί ποτέ ξανά».
Θα μπορέσει ο κόσμος να σώσει τους πολιτικούς κρατούμενους στη Ρωσία πριν δώσουν και αυτοί τις ζωές τους στο κράτος του θανάτου; Είναι μια αποφασιστικής σημασίας μάχη στον πόλεμο ανάμεσα στην ένωση των δημοκρατιών και στη συμμαχία των δικτατόρων, και η αρχή που βρίσκεται στην καρδιά αυτής μάχης είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής. Για τους δικτάτορες οι ατομικές ζωές έχουν μικρή αξία, πέρα από το να αποτελούν εργαλείο στα χέρια του κράτους. Για τους υπόλοιπους από εμάς δεν υπάρχει πιο σπουδαία αποστολή από τη διαφύλαξη της ζωής.
Τα δημοκρατικά κράτη έχουν επί μακρόν δικαιολογήσει την απροθυμία τους να δράσουν με το να παίρνουν το ηθικό πλεονέκτημα και επαναλαμβάνοντας κάποιες φορές το μάντρα «δεν διαπραγματευόμαστε με τρομοκράτες». Όμως, αυτή η αιτιολόγηση δεν αποκλείει τις συμφωνίες για απελευθέρωση πολιτικών κρατούμενων στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Είναι η μοναδική τους ευκαιρία για ελευθερία.
Τέτοιες συμφωνίες απαιτούν τη βούληση των κρατών που έχουν επιρροή στον Ουκρανό πρόεδρο Volodymyr Zelenskyy και στον Ρώσο πρόεδρο Vladimir Putin. Νομίζω ότι υπάρχουν ακόμη κάποια τέτοια κράτη.
Ο κόσμος εξοικειώνεται όλο και περισσότερο με τη βία. Οι άνθρωποι δεν μιλούν πλέον για μη αποδεκτές απώλειες. Ο θάνατος γίνεται όλο και περισσότερο κανονικότητα. Το να ζητάς τη δίκαιη μεταχείριση και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων είναι ένας τρόπος να θυμίσεις στον κόσμο την αξία της ζωής.
* Ο Dmitry Muratov είναι Ρώσος δημοσιογράφος και ιδρυτής της εφημερίδας «Novaya Gazeta». Το 2021 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.
© 2024 The New York Times Company and Dmitry Muratov