Ο Marc Benioff βάζει στο στόχαστρο τη Microsoft

Ο CEO της Salesforce, με τη σχεδιαζόμενη εξαγορά της Slack, θα ανταγωνιστεί ευθέως τον Γολιάθ που λέγεται Microsoft.

Ο Marc Benioff βάζει στο στόχαστρο τη Microsoft
  • του David Streitfeld

Πριν από πέντε χρόνια, ο Marc Benioff έκανε διαπραγματεύσεις για να πουλήσει στη Microsoft τη Salesforce, την εταιρεία λογισμικού της οποίας είναι συνιδρυτής και την οποία διαχειρίζεται έκτοτε. Αν είχε ολοκληρωθεί η συμφωνία, θα είχε πλούσιες απολαβές, αλλά στο τέλος θα παρέμενε απλώς ακόμα ένας υπάλληλος του τεχνολογικού κολοσσού.

Με την είδηση στις αρχές Δεκεμβρίου 2020 πως η Salesforce εξαγοράζει τη Slack προς 27,7 δισ. δολάρια, ο κ. Benioff έκανε κάτι πολύ πιο δύσκολο. Ετοιμάζεται τώρα να ανταγωνιστεί ευθέως τη Microsoft, έναν επιχειρηματικό κολοσσό, στο δικό της γήπεδο.

Η Microsoft παλεύει καιρό τώρα για τη Slack, εν μέσω της σπουδής που έχει προκαλέσει η πανδημία για δυνατότητα εξ αποστάσεως συνεργασίας μέσω εργαλείων επικοινωνίας. Όσο ταχύτερα μεταβάλλεται η φύση της εργασίας, τόσο πιο πολύτιμη θα γίνει μια νίκη και τόσο εντονότερος ο ανταγωνισμός.

Αλλά ο 56χρονος κ. Benioff δεν φαίνεται να συγκινείται. Ή ίσως να βρίσκεται σε άρνηση. Σε μια συνέντευξη διάρκειας 30 λεπτών, μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με τη Slack και των αποτελεσμάτων της Salesforce, απέρριψε όλες τις ευκαιρίες να μιλήσει για το ιστορικό του με τη Microsoft ή ακόμα και να αναγνωρίσει την ύπαρξή της.

«Τι είναι αυτή η εταιρεία;», είπε. «Πώς γράφεται;».

Η Microsoft κάθεται πάνω σε ένα… βουνό ρευστότητας 137 δισ. δολαρίων και έχει καλοακονισμένα ανταγωνιστικά ένστικτα. Χάρη στο πανταχού παρών Microsoft Office, έχει 115 εκατομμύρια χρήστες κάθε μέρα στην πλατφόρμα chat, Teams, η οποία θα… σκότωνε δυνητικά τη Slack. Η Salesforce, που ειδικεύεται στο λογισμικό διαχείρισης πωλήσεων, είχε μετρητά 9 δισ. δολαρίων το καλοκαίρι του 2020. Η Slack, παρά το γνωστό brand της, είχε μόνο 12 εκατ. χρήστες πριν από την πανδημία. Έχει αρνηθεί να επικαιροποιήσει τα νούμερά της.

Η Salesforce και η Slack μπορεί να είναι οι αδύναμοι της υπόθεσης, αν βέβαια μπορεί κανείς να θεωρήσει αδύναμη μια εταιρεία 220 δισ. δολαρίων. Αλλά έχουν ένα όχι και τόσο κρυφό όπλο: τον κ. Benioff, ο οποίος πήρε κάποια μαθήματα στην ικανότητα παρουσίασης από τον μέντορά του, τον συνιδρυτή της Apple, Steve Jobs, μεταξύ των οποίων πώς να μετατρέπει συνεντεύξεις τύπου σε εκδηλώσεις και πώς να γίνεται η προσωποποίηση μια εταιρείας.

«Πρέπει να παραδεχθείς τον κ. Benioff. Έχει χτίσει μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες λογισμικού του κόσμου», δήλωσε ο Mark Moerdler, αναλυτής της Bernstein. «Αλλά δεν θα είναι εύκολο».

Προτού η πανδημία του κορωνοϊού αναγκάσει πολλούς να παραμείνουν στο σπίτι τους, η Salesforce ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης εργοδότης στο Σαν Φρανσίσκο, μεγαλύτερος και από την ηλικίας 168 ετών Wells Fargo. Τα γραφεία της ήταν στο Salesforce Tower, ένα κτίριο που έμοιαζε με κραγιόν και κυριαρχούσε στον ορίζοντα και ήταν ορατό από τον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο.

Ο κ. Benioff, που έχει βαθύτατες ρίζες στην πόλη αυτή, ομοίως κυριαρχούσε στα τοπικά τεκταινόμενα, προκαλώντας και άλλα αφεντικά του κλάδου της τεχνολογίας να αναβαθμιστούν. Ο ίδιος και η σύζυγός του, Lynne Benioff, συνεισέφεραν 100 εκατ. δολάρια σε ένα νέο νοσοκομείο παίδων. Το 2018, το ζεύγος αγόρασε το περιοδικό «Time» προς 190 εκατ. δολάρια. Το «Forbes» υπολογίζει την καθαρή περιουσία του κ. Benioff στα 9,4 δισ. δολάρια.

Ο μεγιστάνας μπορεί να έχει αρχίσει να κουράζεται από την προσοχή που έλκει. «Δεν μπορείτε να βρείτε κάποιον πιο ενδιαφέροντα και πιο ωραίο πρωταγωνιστή;», αναρωτήθηκε.

Στη συνέντευξη, ο κ. Benioff δεν μπορούσε να μεταπειστεί ή να απομακρυνθεί από τα σημεία της ομιλίας του: «Το επιχειρείν είναι η καλύτερη πλατφόρμα για αλλαγή… Το μέλλον του κλάδου μας είναι ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούμε να εργαζόμαστε από οπουδήποτε… Μου αρέσει να καινοτομώ. Μου αρέσει να δημιουργώ. Μου αρέσει να βλέπω πράγματα και να τα υλοποιώ… Αγαπώ το ότι φροντίζουμε όλους τους συμμετόχους -και όχι μόνο τους μετόχους…»

Το ερώτημα αν ο κ. Benioff μπορεί να φέρει εις πέρας την… αμφισβήτηση της Microsoft πιθανότατα θα γίνει ένα ζήτημα που θα ενθουσιάζει μακροπρόθεσμα τη Silicon Valley. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Salesforce έχει αγοράσει δεκάδες εταιρείες για να επεκτείνει τα βασικά της προϊόντα. Η μεγαλύτερη εξαγορά πριν από τη Slack ήταν η Tableau, μια εταιρεία data visualization, την οποία η Salesforce αγόρασε πέρσι για 15,3 δισ. δολάρια.

Ο κ. Benioff, μάλιστα, είχε κάποτε την ιδέα να αγοράσει την Twitter, το 2016. Αλλά αποδείχθηκε παρατραβηγμένο βήμα, αν και θα ήταν μια τολμηρή εμπειρία. Ο ίδιος τουιτάρει μανιωδώς και πολύ πιο χαλαρά απ’ ό,τι οι περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι. Στις αρχές Δεκεμβρίου τουίταρε μια φωτογραφία του πρώην προέδρου Barack Obama, ο οποίος είχε στο ράφι του ένα αντίγραφο του βιβλίου του κ. Benioff με τίτλο «Trailblazer». «Εξαιρετικό γούστο στα βιβλία», σχολίασε ο κ. Benioff.

Οι αρχικές αντιδράσεις για την εξαγορά της Slack, που θα γίνει σε μετρητά και μετοχές, κυμαίνονται από εξαιρετικά ενθουσιώδεις μέχρι επιφυλακτικά ενθουσιώδεις. Η Slack χάνει χρήματα, ενώ τα συνεργατικά εργαλεία της Salesforce είναι αδύναμα.

«Ο Marc κλείνει τον κύκλο του. Από εκεί που σκεφτόταν να πουλήσει στη Microsoft, τώρα γίνεται η επόμενη Microsoft», σχολίασε ο Venky Ganesan, διευθυντής της εταιρείας venture capital Menlo Ventures, που ειδικεύεται στο λογισμικό. Ο κ. Ganesan, που δήλωσε πως γνωρίζει μόνο ως επιχειρηματική γνωριμία τον κ. Benioff, χαιρέτισε την ικανότητά του «να οραματίζεται ένα συγκεκριμένο μέλλον και στη συνέχεια να το κάνει πραγματικότητα».

Ο Daniel Newman, αναλυτής της Futurum Research, τηρούσε επικριτική στάση έναντι της Salesforce στο παρελθόν, αλλά είπε πως η συμφωνία με τη Slack έχει λελογισμένη πιθανότητα επιτυχίας.

«Έχεις ένα προϊόν με τη Slack που ο κόσμος αγαπά, αλλά στο οποίο δεν έχει γίνει καλό marketing», ανέφερε ο κ. Newman. «Η Salesforce και ο Benioff μπορούν να του δώσουν ταχύτερη ανάπτυξη και να αξιοποιήσουν δυνατότητες που δεν έχουν αξιοποιηθεί. Συγνώμη που θα χρησιμοποιήσω τη γνωστή “καραμέλα”, αλλά ίσως αυτή είναι πράγματι μια από αυτές τις στιγμές της συνέργειας».

Πέρα από τη Microsoft

Ο κ. Benioff ενηλικιώθηκε στη Silicon Valley όταν η Microsoft ήταν οπωσδήποτε ο «κακός» της υπόθεσης. Ο πρώην εργοδότης του ήταν η Oracle, την οποία διαχειριζόταν ο Larry Ellison, που είχε μια μακρά και συχνά σκληρή διαμάχη με τον συνιδρυτή της Microsoft, Bill Gates. Καθώς αναπτυσσόταν η Salesforce, είχε και αυτή τις δικές της διαμάχες με τη Microsoft για τους υπαλλήλους και τις πατέντες.

Όταν ο Satya Nadella έγινε διευθύνων σύμβουλος της Microsoft το 2014, συναντήθηκε με τον κ. Benioff και οι δυο προσπάθησαν να συνεργαστούν. Ο κ. Benioff προσφέρθηκε ανεπιτυχώς να αγοράσει τη γραμμή λογισμικού Dynamics της Microsoft, με την οποία ανταγωνιζόταν η Salesforce. Όταν ναυάγησε αυτή η ιδέα, προσφέρθηκε να πουλήσει τη Salesforce στη Microsoft για 70 δισ. δολάρια, περίπου 22 δισ. δολάρια πάνω από τη χρηματιστηριακή της αξία. Μια δεύτερη απόπειρα να υπάρξει συμφωνία λίγους μήνες αργότερα, επίσης απέτυχε.

Οι εταιρείες έγιναν οι αιώνιοι «frenemies» της Silicon Valley, που ανταγωνίζονταν, αλλά επίσης έκλειναν συμφωνίες. Το 2016 και οι δυο θέλησαν να αγοράσουν την ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης LinkedIn, που με τα εκατομμύρια ιστορικά απασχόλησης που έχει, είναι θησαυρός δεδομένων. Μπήκαν σε έναν ανταγωνισμό προσφορών. Η Microsoft, με τις βαθιές της τσέπες, κέρδισε με μια προσφορά 26,2 δισ. δολαρίων. Ο κ. Benioff τουίταρε πως αυτό είναι «αντι-ανταγωνιστικό». Η Microsoft αρνήθηκε να σχολιάσει για τον κ. Benioff.

Άλλοι δεν ήταν τόσο ντροπαλοί. Η Clara Jeffery, συντάκτρια του περιοδικού «Mother Jones», ρώτησε με tweet της τι θα κάνουν ο κ. Benioff και ο διευθύνων σύμβουλος της Slack, Stewart Butterfield, «για τους ανθρώπους/τις κοινότητες που καταρρέουν λόγω Covid» (ο κ. Butterfield θα συνεχίσει να ηγείται της Slack, η οποία θα γίνει λειτουργική μονάδα της Salesforce).

«Καλό ερώτημα», απάντησε ο κ. Benioff όταν ερωτήθηκε σχετικά. Προχώρησε δίνοντας λεπτομέρειες για τις πολλές πράξεις γενναιοδωρίας του και για το πώς αυτές ήταν «πρωτοφανείς για μια εταιρεία του μεγέθους μας».

© 2020 The New York Times Company

v