Πώς αντιμετωπίζονται οι μεγάλες προκλήσεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις

Εφ' όλης της ύλης, τολμηρή συνέντευξη του προέδρου του ΣΕΒ, Δ. Παπαλεξόπουλου, στην Ειδική Εκδοση Business Review του Euro2day.gr και των New York Times. Που υστερούμε, τι πρέπει να κάνουμε. Τα λάθη της Ευρώπης και οι ευκαιρίες.

Πώς αντιμετωπίζονται οι μεγάλες προκλήσεις για τις ελληνικές επιχειρήσεις

Τις απαντήσεις στις δομικές αλλαγές που επέρχονται με ταχύτητα στο επιχειρηματικό περιβάλλον ανιχνεύει σε μια τολμηρή συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, Πρόεδρος του ΣΕΒ.

Στο προσκήνιο, πράσινη μετάβαση, ψηφιοποίηση και «Industry 4.0», το ενεργειακό κόστος που απειλεί τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, αλλά και το σοβαρό πρόβλημα των ελλείψεων σε ανθρώπινο δυναμικό. Τα κενά σε θέματα εκπαίδευσης, η μετανάστευση, ο νέος ρόλος startups και πανεπιστημίων στην καινοτομία.

 

Ο ΣΕΒ πρόβαλε έγκαιρα την ανάγκη ενσωμάτωσης της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στις ελληνικές επιχειρήσεις. Ποιος είναι ο πρώτος απολογισμός αυτής της προσπάθειας;

Βλέποντας το ποτήρι μισογεμάτο, προοδεύουμε πιο γρήγορα απ’ ό,τι στο παρελθόν, κλείνουμε σιγά σιγά την ψαλίδα με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα είμαστε σε καλό δρόμο. Εάν δούμε το ποτήρι μισοάδειο, η ταχύτητα με την οποία βελτιωνόμαστε υπολείπεται πολύ των αναγκών και της ταχύτητας με την οποία κινούνται τα γεγονότα.

Η κουλτούρα δεν αλλάζει εύκολα και η αντίσταση στην αλλαγή είναι μέρος της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Όμως, είναι τέτοιες οι δυνατότητες που δίνουν διάφορες τεχνολογίες που, θέλουμε-δεν θέλουμε, θα τις ακολουθήσουμε. Το θέμα είναι αν θα τις ακολουθήσουμε αρκετά γρήγορα για να τις εκμεταλλευτούμε με τον βέλτιστο τρόπο ή αν θα συρθούμε σε αυτές.

Έχουν γίνει πολλά βήματα μπροστά με την ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα, αλλά μένουν και πολλά να γίνουν. Το βασικότερο είναι, αντί απλώς να ψηφιοποιούμε τις ενίοτε παρωχημένες διαδικασίες, να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογία ώστε να μειώσουμε τη γραφειοκρατία και να κάνουμε τα πράγματα πιο αποτελεσματικά. Το παράδειγμα του εμβολιασμού ήταν ενδεικτικό του τι μπορούμε να επιτύχουμε.

Στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχουν επίσης μεγάλες προκλήσεις. Όλες οι στατιστικές δείχνουν ότι υστερούμε αρκετά. Μιλάμε επίσης για ψηφιοποίηση, αλλά καθένας αντιλαμβάνεται κάτι διαφορετικό. Μπορεί να έχεις τις υποδομές, αλλά πρέπει πάνω σε αυτές να χτίσεις τις εφαρμογές. Ειδικά όσον αφορά στο κυρίαρχο ίσως θέμα της εποχής, την τεχνητή νοημοσύνη, είμαστε πολύ πίσω. Είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.

Υπάρχει κάποιο ιδιαίτερα θετικό σημείο που ξεχωρίζετε στη διαδρομή των τελευταίων ετών;

Την ανάδειξη ενός μικρού αλλά ταχέως αναπτυσσόμενου οικοσυστήματος καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων. Από το μηδέν, πριν από 10 χρόνια, έχουμε ήδη φτάσει να εγγράψουμε στον ΣΕΒ πάνω από 120 νεοφυείς εταιρείες.

Με βάση το τελευταίο «fundraising», έχουν μια αξία της τάξεως των 7-8 δισ. ευρώ, που για την Ελλάδα αποτελεί διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του ΑΕΠ. Υπάρχει δε και μια δυναμική, τα νούμερα να διπλασιαστούν ή και να τριπλασιαστούν έως το 2030.

Οι επιχειρήσεις αυτής της κατηγορίας έχουν δυσανάλογα θετικό αποτύπωμα στην επιχειρηματικότητα και στις προοπτικές της Ελλάδας. Ξεκινούν όλες, σχεδόν εξ ορισμού, με εξωστρεφή διάθεση. Κινούνται με τελείως διαφορετικές ταχύτητες, που ακόμη κι εμείς που είμαστε στον ιδιωτικό τομέα -και θεωρούμε ότι είμαστε πιο γρήγοροι από τον δημόσιο- ζαλιζόμαστε. Τρίτον, ξεκινούν για να εκμεταλλευτούν την τεχνολογία. Τέταρτον, τείνουν να δημιουργούν ένα περιβάλλον αξιοκρατικό -και ίσως μας δώσουν το έναυσμα να αντιμετωπίσουμε την αντιλαμβανόμενη παθογένεια έλλειψης αξιοκρατίας, ιδίως στους νέους στη χώρα μας.

Από τη δραστηριότητά τους, πιστεύω ακράδαντα ότι θα ενισχυθεί σημαντικά η καινοτομία στη χώρα μας, που είναι βασική προϋπόθεση για υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης και συνεπώς μισθών και κοινωνικής ευημερίας. Θα αυξηθεί επίσης ο αριθμός και το βάθος των εκπαιδευμένων στελεχών, που θα μπορέσουν να μας πάνε στην εποχή της ψηφιοποίησης. Επίσης, θα βοηθήσουν με το brain regain και τη σύνδεση με τον απόδημο ελληνισμό και τη διεθνή οικονομία γενικότερα.

Η συζήτηση για τη σύνδεση των πανεπιστημίων και της έρευνας με τις ανάγκες της αγοράς γίνεται εδώ και πολλά χρόνια. Πού βρισκόμαστε;

Πράγματι, αυτό που εν μέρει λείπει στην εξίσωση είναι τα πανεπιστήμια. Ωστόσο, κάτι έχει αρχίσει να κινείται. Πριν από λίγα χρόνια, ήταν σχεδόν έγκλημα καθοσιώσεως για πανεπιστημιακό να μιλάει με την αγορά. Τώρα βλέπουμε ανάμεικτα σινιάλα. Ο ΣΕΒ έχει υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με εννέα πανεπιστήμια, από τα οποία κάποια προχωρούν πιο γρήγορα, άλλα λιγότερο.

Είμαστε ακόμη στα πρώιμα στάδια αντίληψης ότι τα πανεπιστήμια δεν κάνουν μόνο έρευνα αλλά και ανάπτυξη και ότι η ανάπτυξη δεν γίνεται στο κενό, αλλά συνδέεται με την αγορά. Ότι οι εταιρείες δεν κοιτάνε μόνο να αγοράσουν τεχνολογία, αλλά να την αναπτύξουν με συνεργασίες, οπότε όλο αυτό το σύστημα «πανεπιστήμια - τεχνολογία - επιχειρήσεις» δουλεύει συνεργατικά. Φωτεινές εξαιρέσεις, βέβαια, υπάρχουν.

Για εμένα βασικός λόγος αισιοδοξίας είναι ότι είμαστε στο κομμάτι του «S-Curve» (σ.σ. μαθηματικό μοντέλο που παρακολουθεί την πρόοδο ενός project), όπου αρχίζει η απογείωση. Πρέπει να συντηρήσουμε και να ενισχύσουμε αυτή τη δυναμική υπέρ της χώρας μας.

Πράσινη μετάβαση. Κομβικό σημείο για το μέλλον, ακανθώδες ζήτημα για τον ανταγωνισμό με τρίτες χώρες, εντός και εκτός Δύσης. Πού υπάρχουν δυσλειτουργίες;

Η κλιματική αλλαγή είναι από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Στηρίζουμε έμπρακτα τη φιλοδοξία της Ευρώπης να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος έως το 2050. Τα περισσότερα μέλη μας επενδύουν ήδη στην πράσινη μετάβαση.

Επιπλέον, εάν η πράσινη μετάβαση λειτουργήσει όπως ελπίζουμε, αποτελεί σε βάθος χρόνου μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα να είμαστε ενεργειακά αυτοτελείς, ίσως και εξαγωγείς.

Το πρόβλημα είναι ότι, ανάμεσα σε αυτό το οραματικά όμορφο μέλλον και τη σημερινή πραγματικότητα, έχουμε μια μακρά, δύσβατη, ακριβή, αλλά και πολύπλοκη μεταβατική περίοδο. Μπροστά μας ανοίγεται μια οδός η οποία απαιτεί μεγάλες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια, μια περίοδος στην οποία θα ενταθούν οι ανισότητες, σε μια κοινωνία που ήδη έχει περισσότερη ανισότητα απ’ όση μπορεί να αντέξει. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον όπου δεν υπάρχει παγκόσμια διακυβέρνηση και διάθεση για συνεργασία, ώστε να λυθεί ένα πραγματικά παγκόσμιο πρόβλημα.

Οπότε, χωρίς να αμφισβητούμε τον μακροχρόνιο στόχο, το επείγον και τη σημαντικότητα του χαρακτήρα του, πρέπει να ξαναδούμε τη διαδρομή που θα μας οδηγήσει εκεί, γνωρίζοντας ότι οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται στις Βρυξέλλες και όχι στην Αθήνα.

Ακούγεστε προβληματισμένος από τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Τι εννοείτε να ξαναδούμε τη διαδρομή;

Ομολογώ ότι είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος. Η Ευρώπη εδώ και 20 χρόνια χάνει συστηματικά ανταγωνιστικότητα όχι μόνο απέναντι στην Κίνα, αλλά και στις ΗΠΑ. Τα νούμερα είναι αμείλικτα. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης έχει επιταχυνθεί τα προηγούμενα 2-3 χρόνια, λόγω και των γεγονότων στην Ουκρανία. Θα έχουμε πλέον δομικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα κόστους ενέργειας στην Ευρώπη για πολλά χρόνια.

Σε αυτό το περιβάλλον, η φιλοδοξία της Ευρώπης να κινηθεί τόσο γρήγορα όσο επιτάσσεται, γίνεται πιο επικίνδυνη και πιο δύσκολη. Ήδη το 2022 είχαμε μεγάλη μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής. Ειδικά η ενεργοβόρος βιομηχανία αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση. Για παράδειγμα, στο αλουμίνιο, η Ευρώπη παρήγαγε το 30% της παγκόσμιας παραγωγής το 2000 και σήμερα είναι στο 5%. Πρόπερσι, εισαγάγαμε τις μισές ανάγκες μας σε αλουμίνιο, που είναι μέταλλο του μέλλοντος, έναντι μηδενικού ποσοστού πριν από τρία χρόνια.

Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, όχι μόνο αποβιομηχανίζεται η Ευρώπη, αλλά δεν βοηθάμε και τον πλανήτη. Διότι αλουμίνιο θα παραχθεί. Απλώς θα παραχθεί στην Κίνα, σε περιβαλλοντικά λιγότερο ελεγχόμενες συνθήκες. Άρα χάνουμε οικονομικά και περιβαλλοντικά.

Ποιες θεωρείτε ότι πρέπει να είναι οι ελληνικές, αλλά και οι ευρωπαϊκές προτεραιότητες;

Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα είναι να επιταχύνουμε τις επενδύσεις στις απαραίτητες υποδομές. Νομίζουμε πολλές φορές ότι επενδύοντας σε φωτοβολταϊκά, λύσαμε το πρόβλημα. Το θέμα είναι ότι οι υποδομές, τα δίκτυα, οι διεθνείς διασυνδέσεις, έχουν εξίσου μεγάλο κόστος με την παραγωγή -και είναι πολύ πιο δύσκολες στην υλοποίηση.

Δεύτερη προτεραιότητα είναι να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση των εταιρειών επιδοτώντας την. Αυτό κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες. Δεν μιλάω για επιδότηση λειτουργίας αλλά για επιδότηση μετασχηματισμού. Ήδη βλέπουμε ότι οι Γερμανοί και οι Γάλλοι επιδοτούν γενναιόδωρα αυτή τη μεταμόρφωση. Είτε μας αρέσει είτε όχι, συμβαίνει. Δεν φτιάχνουμε εμείς ως Ελλάδα τους κανόνες του παιχνιδιού. Εάν θέλουμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε βιομηχανία, πρέπει κι εμείς να κινηθούμε σε αυτό το πλαίσιο.

Τρίτο είναι το θέμα του κόστους ενέργειας. Το ανέφερα δημόσια και στον πρωθυπουργό, ότι εμείς ως Τιτάν, διαθέτοντας εργοστάσια σε Ευρώπη και ΗΠΑ, φτάσαμε πέρσι να έχουμε έως και επταπλάσιο κόστος ενέργειας στην Ευρώπη. Τώρα η ψαλίδα έχει μειωθεί στις 2,5-3 φορές.

Δεν υπάρχουν απλές λύσεις, αλλά πρέπει να βρεθεί τρόπος να δημιουργήσουμε για τις επιχειρήσεις, ειδικά τις διεθνώς ανταγωνιζόμενες, ένα πιο σταθερό, πιο προβλέψιμο και ανταγωνιστικό πλαίσιο στις τιμές ενέργειας. Όπως κάνουν πολλές άλλες χώρες.

Επίσης, η αγορά ενέργειας αυτή τη στιγμή δεν λειτουργεί επαρκώς στην Ελλάδα. Πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, ώστε να λειτουργήσει προς όφελος των καταναλωτών.

Τέλος, πρέπει να διασφαλίσουμε «level playing field» με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι αυτοσκοπός να μηδενίσει η Ευρώπη τις εκπομπές της, εάν οι υπόλοιποι δεν ακολουθούν. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η Ευρώπη λειτουργεί με τρόπο που βοηθά τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει, χωρίς όμως να καταστρέφει την εγχώρια παραγωγή της. Υπάρχει μια σειρά από γεωπολιτικές πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν, οι οποίες δεν είναι εύκολες. Σε αυτό οφείλει και η Ελλάδα, πολύ προσεκτικά, να κάνει όσα χρειάζονται.

Υπάρχουν αρκετοί, μεταξύ των οποίων και ο πρώην υπουργός Γιάννης Μανιάτης, που επιμένουν ότι χάνουμε μια ευκαιρία στο θέμα των ελληνικών κοιτασμάτων. Έχετε άποψη;

Ως ΣΕΒ δεν έχουμε επίσημα διαμορφωμένη άποψη, ωστόσο γίνεται ένα debate στην Ευρώπη μεταξύ των ιδεαλιστών και των πραγματιστών. Οι ιδεαλιστές λένε ότι αν δεν εξοβελίσουμε το νωρίτερο δυνατόν τα παραδοσιακά καύσιμα, θα επιβραδύνουμε τη μετάβαση με τρόπο που θα είναι καταστροφικός για τον πλανήτη.

Οι ρεαλιστές λένε ότι θα χρειαστεί να ζήσουμε επί δεκαετίες με φυσικό αέριο και ότι δεν πρέπει να έχουμε τιμωρητική διάθεση απέναντί του. Ότι χρειαζόμαστε τα ορυκτά καύσιμα και είναι προς όφελος όλων μας να τα στηρίξουμε όσο χρειάζεται για να μας βοηθήσουν σε αυτή τη μετάβαση.

Το δίλημμα δεν είναι απλό στη λύση του. Προσωπικά, χωρίς να υποστηρίζω ότι είμαι ειδικός, συντάσσομαι περισσότερο με την προσέγγιση των ρεαλιστών. Δεν έχουμε την πολυτέλεια ως κοινωνία, ούτε ως οικονομία, να είμαστε υπερβολικά δογματικοί. Από εκεί και πέρα, δεν μπορώ να κρίνω αν τα κοιτάσματα αυτά συμφέρουν οικονομικά ή αν προλαβαίνουμε.

Παρότι η ανεργία δεν κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρατηρείται σημαντικό έλλειμμα στελέχωσης σε θέσεις υψηλών αλλά και χαμηλών δεξιοτήτων. Πώς μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα; Πόσο μπορεί να συμβάλει η ελεγχόμενη μετανάστευση;

Ξεκινώ με μια διαπίστωση. Πριν από λίγα χρόνια μιλούσαμε για έλλειμμα δεξιοτήτων, για skills, τώρα μιλάμε για πολύ ευρύτερο έλλειμμα. Από το ότι δεν έχουμε ανθρώπους να μαζέψουν τις ελιές και να δουλέψουν στα ξενοδοχεία το καλοκαίρι μέχρι την οικοδομή και τα δημόσια έργα.

Πολλά από τα μέλη μας πιστεύουν ότι τα κενά σε ανθρώπινο δυναμικό θα γίνουν η μεγαλύτερη τροχοπέδη στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όχι η έλλειψη χρηματοδότησης, ούτε η έλλειψη αγοραστικής δύναμης ή το δημοσιονομικό και το μακροοικονομικό πλαίσιο. Το δημογραφικό είναι αμείλικτο και τα στοιχεία προδιαγεγραμμένα για τα επόμενα χρόνια. Ο αριθμός των ενεργών εργασιακά ανθρώπων στην Ελλάδα θα μειωθεί.

Τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό; Νομίζω ότι μπορούμε να ενσωματώσουμε με πιο αποτελεσματικό τρόπο στο εργατικό δυναμικό της χώρας περισσότερους νέους, περισσότερες γυναίκες και περισσότερους ηλικιωμένους -άνω των 60.

Θα πρέπει επίσης να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση περί μετανάστευσης στην Ελλάδα, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη. Είναι μια δύσκολη συζήτηση, την οποία πρέπει να κάνει η κοινωνία, όχι οι επιχειρήσεις.

Σε ό,τι αφορά τους εξειδικευμένους ανθρώπινους πόρους, πρέπει όχι μόνο να συνεχίσουμε, αλλά και να εντείνουμε τις προσπάθειες της κυβέρνησης, ώστε να προσελκύσουμε μετανάστες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Επίσης, πρέπει να επαναφέρουμε ένα μέρος του brain drain. Ό,τι βοηθά να καλυφθεί το κενό δεξιοτήτων και τεχνολογίας που έχουμε, έχει τεράστιο πολλαπλασιαστικό όφελος για την οικονομία της χώρας.

Ασφαλώς θα πρέπει να εξετάσουμε τι μπορούμε να κάνουμε στην παιδεία, αλλά και την ευθύνη που έχουμε εμείς, ως επιχειρήσεις, να εκπαιδεύουμε τους ανθρώπους μας περισσότερο και καλύτερα απ’ ό,τι κάνουμε σήμερα. Για να είμαστε ειλικρινείς, τα ποσοστά μετεκπαίδευσης ανθρώπων στις ελληνικές επιχειρήσεις είναι πολύ χαμηλότερα απ’ ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αυτό μας οδηγεί στην ανάγκη να επιταχύνουμε την αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, όπου χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτές έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε έρευνα και ανάπτυξη, σε νέα προϊόντα, στις εξαγωγές, στην εκπαίδευση των ανθρώπων τους και στην καινοτομία. Στην Ελλάδα σήμερα είναι πολύ μικρό το ποσοστό των επιχειρήσεων που μπορούν να κινηθούν σε αυτό το απαιτητικό πεδίο.

Παρά το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, δεν παρατηρείται αντίστοιχη άνθιση στα λεγόμενα «greenfield investments». Σε ποιους παράγοντες εκτιμάτε ότι οφείλεται αυτό;

Αυτού του είδους οι παραγωγικές επενδύσεις, είτε «greenfield» είτε «brownfield», υπόκεινται σε ανταγωνισμό «επικών» διαστάσεων μεταξύ χωρών. Καθεμία προσπαθεί με όσο το δυνατόν καλύτερο μείγμα πολιτικής σταθερότητας, φορολογικών κινήτρων, κατάλληλου προσωπικού και μεγέθους αγοράς, να βγει κερδισμένη.

Στην Ελλάδα, συχνά προσεγγίζαμε το θέμα με λάθος τρόπο. Με τη νοοτροπία ότι τους κάνουμε χάρη που επενδύουν στη χώρα μας, παρότι είχαμε πολλά ανταγωνιστικά μειονεκτήματα. Τα τελευταία χρόνια, κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Βλέπουμε αυξημένο ενδιαφέρον, παρότι είμαστε μια μικρή χώρα που εξακολουθεί να έχει προβλήματα όπως η γραφειοκρατία και η ταχύτητα της δικαιοσύνης.

Παίζει ρόλο ότι αυτή τη στιγμή είμαστε μια νησίδα σταθερότητας και σοβαρότητας, σε έναν κόσμο που φαίνεται να έχει τρελαθεί. Δεν το έχουμε συνηθίσει αυτό.

Στον βαθμό, λοιπόν, που θα κρατήσουμε αυτή την πορεία, πιστεύω ότι τα επόμενα χρόνια θα έχουμε μεγάλη αύξηση των επενδύσεων. Πρέπει, όμως, να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε το περιβάλλον, να κάνουμε τη χώρα ακόμη πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.

Πολλοί αναλυτές μιλούν για απο-παγκοσμιοποίηση, που δύσκολα θα αναστραφεί, εξαιτίας του γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Ποια η άποψή σας και πώς πιστεύετε ότι μπορεί να επηρεαστεί η χώρα μας;

Θεωρώ ότι αυτή η τάση μάλλον έχει υπερεκτιμηθεί. Το βασικό σενάριο δεν είναι η αποσύνδεση της Κίνας με τον δυτικό κόσμο. Αντίθετα με τη Σοβιετική Ένωση πριν από 40 χρόνια, είναι τόσο μεγάλη και βαθιά η αλληλεξάρτηση, που είναι δύσκολο να φανταστούμε πραγματική αποσύνδεση, πέρα από κάποιες ευαίσθητες τεχνολογίες αιχμής. Κανείς δεν ξέρει, βέβαια, συχνά γίνονται λάθη και τα πράγματα ξεφεύγουν. Ωστόσο, εκτιμώ με μεγάλη πιθανότητα ότι η Κίνα και ο δυτικός κόσμος θα βρουν ισορροπίες συνύπαρξης. Ότι θα έχουμε «de-risking» και όχι «decoupling».

Εντούτοις, ο συνδυασμός του «de-risking» μαζί με τις τεχνολογικές αλλαγές, που έχουν οδηγήσει σε έναν εκδημοκρατισμό της πρόσβασης σε υπηρεσίες και προϊόντα, προσφέρει ευκαιρίες για άλματα. Υπάρχουν αρκετές ανατροπές, υπάρχουν πολλές ευκαιρίες εισχώρησης στις εφοδιαστικές αλυσίδες του κόσμου.

Γιώργος Παπανικολάου [email protected]

Γιώργος Φλώκας [email protected]

v