Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08, όπως εύστοχα σημειώνει ο Τομά Πικετί, αποτέλεσε «την πρώτη κρίση του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού του εικοστού πρώτου αιώνα».
Δεν ήταν απλώς μια αναταραχή των αγορών, αλλά αποτέλεσε τομή ιστορικών διαστάσεων, καθώς τερμάτισε μια μακρά περίοδο συνεχούς ανόδου των ανεπτυγμένων οικονομιών. Έκτοτε, οι ρυθμοί ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας υποχώρησαν αισθητά, υπονομεύοντας τη σταθερότητα του κοινωνικού συμβολαίου που είχε για πολλές δεκαετίες στηριχθεί στην υπόσχεση της αδιάκοπης προόδου του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και ιδίως της μεσαίας τάξης.
Το φαινομενικά παράδοξο έγκειται στο ότι η κρίση αυτή, αντί να αναζωογονήσει τη σοσιαλδημοκρατία και τις προοδευτικές δυνάμεις, λειτούργησε στην αντίθετη κατεύθυνση. Άνοιξε τον δρόμο για την ενίσχυση αντιδραστικών πολιτικών σχηματισμών και καθιέρωσε την άκρα δεξιά ως παράγοντα της δημόσιας ζωής σε πολλές χώρες. Η δυναμική αυτή εδράζεται σε βαθύτερα ρήγματα: στα μεταβαλλόμενα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των εκλογικών σωμάτων στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες, στα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης, αλλά και σε μια παρατεταμένη αποδυνάμωση της ιδεολογικής επιρροής των οικονομικών κυρίως ιδεών της σοσιαλδημοκρατίας.
Ιστορικά, οι προοδευτικές δυνάμεις αναδείχθηκαν ως εκφραστές κοινωνικοοικονομικών αιτημάτων για αναδιανομή, ισχυρό κοινωνικό κράτος, προστασία της εργασίας. Σήμερα, όμως, υπό την πίεση πανίσχυρων εξωτερικών καταναγκασμών από την παγκοσμιοποιημένη χρηματοπιστωτική αγορά, εμφανίζονται συχνά να εστιάζουν σε ζητήματα που βάζουν σε δεύτερο πλάνο γενναίες πολιτικές για τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Αυτή η μετατόπιση έχει διαρρήξει σε σημαντικό βαθμό τον δεσμό με τα λαϊκά στρώματα.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τμήματα εργαζομένων και μικρομεσαίων, που νιώθουν εγκαταλελειμμένα, στρέφονται σε δήθεν «αντισυστημικά» κόμματα. Αυτά υπόσχονται εύκολες λύσεις, μιλούν με απλοϊκά αλλά σαφή συνθήματα και εμφανίζονται ως υπερασπιστές του «λαού απέναντι στις ελίτ». Ο μηχανισμός της ανόδου αυτών των πολιτικών δυνάμεων δεν περιορίζεται στην ξενοφοβία και στον εθνικισμό· στηρίζεται στην ικανότητα να δίνουν φωνή σε ένα θυμό που ο προοδευτικός χώρος συχνά δεν καταφέρνει να εκφράσει με πειστικό και χειροπιαστό τρόπο.
Αν η τάση αυτή συνεχιστεί, η δημοκρατία κινδυνεύει να συρρικνωθεί και η Ευρώπη να παραδοθεί σε δυνάμεις αυταρχισμού και μισαλλοδοξίας. Για να αποφευχθεί αυτό, δεν αρκεί η ηθική καταγγελία. Οι προοδευτικές δυνάμεις, και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ειδικά, οφείλουν να ξαναβρούν το θάρρος να μιλήσουν για δίκαιη φορολόγηση, για ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, για πράσινη ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη, για νέες μορφές προστασίας της εργασίας σε μια εποχή τεχνολογικών ανατροπών.
Αυτό όμως προϋποθέτει και εθνικό σχέδιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η απάντηση στην κρίση και στον κατακερματισμό του προοδευτικού χώρου δεν μπορεί να είναι γενικόλογη ούτε να περιορίζεται σε αναξιόπιστες συμφωνίες κορυφής που απωθούν τους πολίτες. Οφείλει να συγκροτηθεί γύρω από ένα συνεκτικό όραμα και ένα ρεαλιστικό σχέδιο που θα συνδυάζει την ευρωπαϊκή προοπτική με συγκεκριμένους στόχους κοινωνικής και οικονομικής προόδου.

Ελλάδα και Ευρώπη ανασυγκροτούνται. «Ο προοδευτικός χώρος χρειάζεται ένα συνεκτικό όραμα που θα συνδυάζει την ευρωπαϊκή προοπτική με συγκεκριμένους στόχους κοινωνικής και οικονομικής προόδου», δηλώνει ο Νίκος Ανδρουλάκης, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής.
Σε αυτή τη λογική, το ΠΑΣΟΚ έχει διατυπώσει πέντε εθνικούς στόχους, που συνθέτουν ένα σχέδιο μακράς πνοής για τη Νέα Ευρωπαϊκή Σύγκλιση:
1. Δημογραφική αναγέννηση, με σταθεροποίηση του πληθυσμού και πιο ισόρροπη κατανομή του στην περιφέρεια μέσα στην επόμενη δεκαετία. Έτσι θα ενισχυθεί το ανθρώπινο δυναμικό και θα αποκτήσει νέα αναπτυξιακή πνοή η χώρα.
2. Ανθεκτική και ανταγωνιστική οικονομία με ανάκαμψη της παραγωγικότητας. Στόχος είναι η παραγωγικότητα της εργασίας να προσεγγίσει το 75% του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε δέκα χρόνια, από το 56% που βρίσκεται σήμερα. Αυτό απαιτεί γενναίες μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, νέες χρηματοδοτικές πηγές, έμφαση στην ψηφιοποίηση, αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης και ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
3. Άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης είναι αναγκαίο να ανέλθει στο 80% του ευρωπαϊκού μέσου όρου σε μια δεκαετία. Χρειάζονται επιπλέον επενδύσεις 3% του ΑΕΠ ετησίως και ρυθμοί ανάπτυξης τουλάχιστον μιάμιση μονάδα υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ώστε να μη χρειαστούν άλλα 20 χρόνια για να επιστρέψει η χώρα στο επίπεδο που βρισκόταν το 2007.
4. Μείωση ανισοτήτων και καθολική πρόσβαση των πολιτών στο κοινωνικό κράτος. Στόχος μας είναι το ποσοστό φτώχειας να υποχωρήσει κατά έξι μονάδες σε πέντε χρόνια, ώστε να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό προϋποθέτει μόνιμη και θεσμική ενίσχυση της δημόσιας υγείας, παιδείας και πρόνοιας.
5. Αξιοπρεπής εργασία και δικαιότερη κατανομή του πλούτου. Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ χρειάζεται να αυξηθεί κατά μία τουλάχιστον ποσοστιαία μονάδα τον χρόνο για την επόμενη πενταετία, ώστε να μειωθεί η ψαλίδα με το ποσοστό των κερδών που διευρύνθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια. Μόνο έτσι, η ανάπτυξη θα μεταφραστεί σε πραγματική ευημερία για τους εργαζόμενους.
Οι στόχοι αυτοί δεν εξαντλούνται σε αριθμητικούς δείκτες· αποτελούν έναν οδικό χάρτη για μια Ελλάδα που θέλει και μπορεί να ανήκει στην πρωτοπορία της Ευρώπης. Ο αγώνας απέναντι στις αιτίες της διογκούμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας δεν θα κερδηθεί με συνθήματα, αλλά με σχέδιο και με όραμα που προσφέρει πειστικές απαντήσεις στις πραγματικές αγωνίες του πολίτη.
Μια προοδευτική Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί ξανά ως δύναμη ελπίδας. Το ζητούμενο είναι να μετατρέψουμε την απαισιοδοξία σε συλλογική φιλοδοξία, και την ανασφάλεια σε πράξη δημοκρατικής ανανέωσης.
* Ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης είναι Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ - Κινήματος Αλλαγής