Η νέα αρχιτεκτονική του συστήματος υγείας

Το Ελληνικό Σύστημα Υγείας, αντιμετωπίζοντας πολλαπλές εξωτερικές κρίσεις και εσωτερικές αδυναμίες, χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, ώστε να αποκτήσει ανθεκτικότητα και αποτελεσματικότητα.

Η νέα αρχιτεκτονική του συστήματος υγείας
  • Ηλίας Κυριόπουλος

Στη σύγχρονη εποχή, τα συστήματα υγείας καλούνται να λειτουργήσουν μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από εξωγενείς κρίσεις και αβεβαιότητες διαφορετικής φύσης και έντασης. Την τελευταία δεκαπενταετία, το Ελληνικό Σύστημα Υγείας δοκιμάστηκε από ένα σύνθετο πλέγμα παράλληλων κρίσεων: την οικονομική ύφεση, την προσφυγική κρίση, την πανδημία και τις ολοένα συχνότερες κλιματικές απειλές.

Παράλληλα, αναμετριέται με βαθιές ενδογενείς αδυναμίες. Ο γηράσκων πληθυσμός, η αυξανόμενη πολυνοσηρότητα και οι κοινωνικές ανισότητες συνυπάρχουν με χρόνια υποχρηματοδότηση, υψηλές ιδιωτικές πληρωμές και θεσμική, οργανωτική και διαρθρωτική υστέρηση. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι έως τα μέσα του αιώνα, περίπου ένα τρίτο των πολιτών θα είναι άνω των 65 ετών, ενώ τα ποσοστά πολυνοσηρότητας στους ηλικιωμένους παραμένουν από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.

Πέρα από το βάρος των χρόνιων νοσημάτων, νέες απειλές εντείνουν τις πιέσεις: ολοένα συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, υποβάθμιση της ποιότητας του αέρα, μικροβιακή αντοχή και ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις.

Η παιδική παχυσαρκία και το κάπνισμα εξακολουθούν να βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τα δεδομένα αυτά δεν είναι απλές στατιστικές· συγκροτούν τον «χάρτη κινδύνου» της επόμενης εικοσαετίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ελληνικό Σύστημα Υγείας βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι ταυτότητας. Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αποσπασματική αντιμετώπιση των επιμέρους κρίσεων. Είναι η μετάβαση από τη διαχείριση της συγκυρίας στην οικοδόμηση μακροχρόνιας ανθεκτικότητας, από τη διαχείριση της καθημερινότητας στη χάραξη στρατηγικών επιλογών που θα καθορίσουν τη λειτουργία και την επίδοσή του σε ένα ολοένα πιο απαιτητικό περιβάλλον.

Πρώτον, απαιτούνται βαθιές μεταρρυθμίσεις στη χρηματοδότηση. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το χαμηλό επίπεδο δημόσιας δαπάνης -από τα χαμηλότερα στον ΟΟΣΑ- αλλά και τον τρόπο κατανομής των πόρων ανάμεσα σε υπηρεσίες και επίπεδα φροντίδας. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα αρχιτεκτονική χρηματοδότησης που να δίνει προτεραιότητα στην πρόληψη, την πρωτοβάθμια φροντίδα και τη δημόσια υγεία, αντί να αναπαράγει το νοσοκομειοκεντρικό μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών. Παράλληλα, πρέπει να περιοριστεί η υψηλή ιδιωτική δαπάνη μέσω ανώτατων ορίων συμμετοχής και στοχευμένων μέτρων στήριξης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών. Άλλωστε, η σημερινή επιβάρυνση -καθώς σχεδόν το ένα τρίτο των δαπανών Υγείας πληρώνεται από την τσέπη των πολιτών- υπονομεύει την ισότητα και την κοινωνική συνοχή. Καθοριστικής σημασίας είναι και η αναβάθμιση του ΕΟΠΥΥ σε στρατηγικό αγοραστή υπηρεσιών, που θα συνδέει τις πληρωμές με δείκτες ποιότητας και αποτελεσματικότητας και θα επιβραβεύει την κλινική αξία, όχι τον όγκο των υπηρεσιών.

Δεύτερον, χρειάζεται σταδιακός μετασχηματισμός της παρεχόμενης φροντίδας. Η μετάβαση από τον μεμονωμένο προσωπικό ιατρό σε πολυεπιστημονικές ομάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστούν η συνέχεια, ο συντονισμός και η αποτελεσματική διαχείριση της πολυνοσηρότητας. Οι ανάγκες του γηράσκοντος πληθυσμού δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται αποσπασματικά. Παράλληλα, απαιτείται ενίσχυση της μακροχρόνιας φροντίδας με λειτουργική διασύνδεση υπηρεσιών Υγείας και κοινωνικής φροντίδας, καθώς και στήριξη των φροντιστών -ενός κρίσιμου αλλά διαχρονικά υποτιμημένου θέματος με σημαντικές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις.

Τρίτον, είναι αναγκαίος ένας νέος στρατηγικός σχεδιασμός για το ανθρώπινο δυναμικό. Οι ανισορροπίες ανάμεσα σε ειδικότητες και γεωγραφικές περιοχές, σε συνδυασμό με την έλλειψη κινήτρων για συνεχή εκπαίδευση, μειώνουν την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η χώρα πρέπει να επενδύσει στη διαρκή επιμόρφωση, την ανάπτυξη ψηφιακών δεξιοτήτων, την ενίσχυση της διεπιστημονικής συνεργασίας και τη σύνδεση της αμοιβής με την ποιότητα και τα αποτελέσματα της φροντίδας. Παράλληλα, οι νοσηλευτές και οι επαγγελματίες Υγείας της κοινότητας πρέπει να αποκτήσουν αναβαθμισμένο ρόλο.

Τέταρτον, απαιτείται αλλαγή παραδείγματος στη δημόσια Υγεία, με έμφαση στη διεπιστημονικότητα και τη διατομεακότητα. Η υγεία δεν καθορίζεται μόνο από το σύστημα φροντίδας, αλλά από κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς και οικονομικούς προσδιοριστές -τη στέγαση, την εργασία, την ποιότητα του αέρα, την επισιτιστική ασφάλεια ή την κοινωνική ένταξη. Χρειάζεται, συνεπώς, διατομεακή προσέγγιση με ενεργό ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνεργασία όλων των αρμόδιων υπουργείων. Η πολιτική Υγείας δεν είναι αρμοδιότητα ενός μόνο τομέα. Είναι οριζόντια δημόσια πολιτική που χρειάζεται συντονισμό, τεκμηρίωση και τακτική αξιολόγηση των παρεμβάσεων με βάση αποτελέσματα στον πληθυσμό.

Πέμπτον, η πολιτική για τις τεχνολογίες Υγείας πρέπει να συνδυάζει την πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες με τη βιωσιμότητα της δημόσιας δαπάνης, μέσα από διαφανείς διαπραγματεύσεις τιμών και αξιολόγηση της πραγματικής κλινικής αξίας των παρεμβάσεων. Παράλληλα, η ανάπτυξη του κλάδου, από την παραγωγή γενοσήμων μέχρι τις κλινικές δοκιμές, μπορεί να αποτελέσει έναν βασικό πυλώνα βιομηχανικής πολιτικής, επενδύσεων και έρευνας. Η προσπάθεια αυτή μπορεί να ενισχυθεί και μέσω της αξιοποίησης των δεδομένων Υγείας και της ουσιαστικότερης διασύνδεσης των δημόσιων φορέων με πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Μια τέτοια στρατηγική δεν υπηρετεί μόνο τη δημόσια Υγεία, αλλά και την οικονομική ανθεκτικότητα της χώρας.

Τέλος, ο ψηφιακός μετασχηματισμός στην Υγεία δεν αφορά απλώς την υιοθέτηση τεχνολογιών, αλλά μια βαθιά αλλαγή κουλτούρας και διακυβέρνησης. Οι νέες τεχνολογίες μπορούν να βελτιώσουν τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη, υπό την προϋπόθεση ότι εντάσσονται σε μια εθνική στρατηγική με σαφείς προτεραιότητες, διαλειτουργικότητα δεδομένων και ανεξάρτητη αξιολόγηση πολιτικών. Η αξιοποίηση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο σε όλα τα επίπεδα φροντίδας μπορεί να βελτιώσει τις κλινικές αποφάσεις, να στηρίξει τεκμηριωμένες πολιτικές και να προαγάγει την αποδοτικότερη κατανομή πόρων. Η επιτυχία αυτής της μετάβασης προϋποθέτει ασφαλή αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, την ανάπτυξη τηλεϊατρικής και της απομακρυσμένης παρακολούθησης ασθενών, καθώς και τη συνεχή εκπαίδευση επαγγελματιών και πολιτών.

Όλα τα παραπάνω συνιστούν μερικές από τις θεμελιώδεις αρχές για την ανθεκτικότητα των συστημάτων Υγείας, όπως αναδεικνύει η διεθνής εμπειρία. Για την Ελλάδα, υπάρχει μία ακόμη κρίσιμη προϋπόθεση: η ουσιαστική αποπολιτικοποίηση της διακυβέρνησης του Συστήματος Υγείας -από τα νοσοκομεία έως τους μεγάλους οργανισμούς. Η Υγεία είναι μεν βαθιά πολιτικό ζήτημα, αλλά οι επιτυχείς μεταρρυθμίσεις απαιτούν θεσμική συνέχεια και υπερβαίνουν τα στενά όρια ενός πολιτικού κύκλου. Κατά αυτή την έννοια, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ανεξάρτητων οργανισμών με θεσμική αυτονομία, λογοδοσία και αξιοκρατική στελέχωση και φορέων που αξιολογούν, γνωμοδοτούν και προτείνουν πολιτικές βάσει τεκμηρίων, μακριά από κομματικές επιρροές.

Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Η υγεία αποτελεί πολύτιμο αγαθό και το δημόσιο Σύστημα Υγείας σημαντικό κοινωνικό κεκτημένο. Πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται δεν θα αποδώσουν άμεσα, αλλά θα καθορίσουν σταδιακά τη φυσιογνωμία και την ετοιμότητα του Συστήματος Υγείας του μέλλοντος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η νέα αρχιτεκτονική του Συστήματος Υγείας -η μετάβαση από τη διαχείριση των κρίσεων και της καθημερινότητας προς την ανθεκτικότητα- μπορεί και πρέπει να είναι εθνική επιλογή μακράς πνοής.

*Ο κ. Ηλίας Κυριόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο London School of Economics and Political Science (LSE).

v
Απόρρητο